Το να βλέπει κανείς την αργή κατάρρευση των μνημείων της Πομπηίας είναι οδυνηρό. Πρέπει να εγκαταλείψουμε το αξίωμα της συντήρησης των αρχαίων καταλοίπων στην κατάσταση την οποία τα βρίσκουμε και να ανακατασκευάσουμε.

Η Πινακοθήκη Tate του Λονδίνου εγκαινίασε πρόσφατα την έκθεση «Αποκάλυψη» (Apocalypse, 21/92011-15/1/2012), μια έκθεση μεγάλων καταστροφών από τον Βικτωριανό καλλιτέχνη John Martin. Οι πίνακες δείχνουν τον Βεζούβιο να εκρήγνυται, τα Σόδομα τυλιγμένα στις φλόγες, τον Νώε σε αγώνα δρόμου για να προλάβει να κατασκευάσει την Κιβωτό, τη Βαβυλώνα να πέφτει, λες και το Λονδίνο δεν φιλοξενούσε του Ολυμπιακούς Αγώνες αλλά τον Αρμαγεδδώνα. Κεντρική θέση στην έκθεση έχει η «Καταστροφή της Πομπηίας και του Ερκουλάνεουμ», ένα τοπίο περιδινούμενων αποχρώσεων του ερυθρού. Ο πίνακας, πλάτους οκτώ ποδιών, που κατά το ένα τρίτο είχε καταστραφεί σε μια πλημμύρα του Τάμεση το 1928, έχει αποκατασταθεί, έχει δηλαδή συντηρηθεί και ζωγραφιστεί εκ νέου με έξοχο αποτέλεσμα από το προσωπικό της Πινακοθήκης.

Είδα τον πίνακα λίγο αφότου είχα δει το πρωτότυπο, δηλαδή την ίδια την Πομπηία, τον περασμένο Νοέμβριο, όταν κατέρρευσε η Οικία των Μονομάχων. Η ιδέα ότι ένα κτίριο 2.000 ετών είχε παραμεληθεί σε σημείο να καταρρεύσει, ενώ τα χρήματα που προορίζονταν για τη διάσωσή του είχαν πάει στη μαφία, ήταν εξωφρενική.

Όπως πολλοί μελετητές είχαν τονίσει, το κτίριο δεν είχε καμία σχέση με μονομάχους, και ο όλος σάλος που προκλήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης είχε μοναδικό σκοπό να συμπεριλάβει τον γνωστό Αμερικανό ηθοποιό, Ράσελ Κρόου, στην ιστορία, ώστε να αποκτήσει το θέμα δημοσιότητα. Το κτίριο και οι τοιχογραφίες του είχαν καταστραφεί κατά ένα μεγάλο μέρος τους όταν η RAF βομβάρδισε την Πομπηία το 1943. Το κτίριο ανακατασκευάστηκε και η κατάρρευση του Νοεμβρίου αφορούσε μία δοκό από ενισχυμένο σκυρόδεμα που μετακινήθηκε σε ένα σημείο της θέσης που δεν είχε ανασκαφεί.

Το θέαμα που παρουσιάζει η Πομπηία αυτή τη στιγμή είναι σχεδόν οδυνηρό: πρόκειται για έναν λαβύρινθο από διαχωριστικές μπάρες, σκαλωσιές, απαγορευτικά εισόδου και προσωρινά στέγαστρα, ένα μνημείο του άγνωστου επιτηρητή υγείας και ασφάλειας του κοινού. Όμως, οι δύο αιώνες ανακαλύψεων, αρχαιοκαπηλίας, διάσωσης, ανακατασκευής, φθοράς και διαφθοράς θα έπρεπε να γίνουν μάθημα όχι μόνο για την ιταλική δημόσια διοίκηση, αλλά και για τη συζήτηση περί συντήρησης, αποκατάστασης και διάσωσης αρχαίων μνημείων. Παρά τις γενναίες προσπάθειες που κάνουν επιστήμονες 20 περίπου πανεπιστημίων να σώσουν την Πομπηία –ή, τουλάχιστον, τα ταξίδια που κάνουν ανά τον κόσμο συζητώντας για αυτήν- γεγονός είναι ότι τα πιο πολλά από εκείνα που βλέπουμε και θαυμάζουμε σήμερα είναι αποτέλεσμα ανακατασκευής. Κάθε κτίριο που αφήνεται εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης χωρίς στέγαστρο σύντομα καταρρέει. Η εκ νέου στέγαση μέρους της Πομπηίας εμπόδισε τον πλήρη αφανισμό της στη γη μέσα από την οποία ξεπήδησε.

Εκείνο που παρουσιάζει επομένως η Πομπηία είναι τα… κατάλοιπα μιας αναστήλωσης καταλοίπων, έναν παραλογισμό ουσιαστικά. Ο επισκέπτης βλέπει σκυρόδεμα του 20ού αιώνα και ατσάλι να φθείρεται και να καταρρέει. Ένας αναστηλωμένος κίονας στην Οικία του Φαύνου φαίνεται έτοιμος να «πέσει» και στηρίζεται με υποστυλώματα. Τα αντίγραφα αφθονούν. Άσχημα προσωρινά στέγαστρα στερεωμένα πάνω από αυλές, τις απογυμνώνουν από κάθε ίχνος ατμόσφαιρας του παρελθόντος, ενώ ταυτόχρονα δεν φαίνεται να έχουν και λόγο ύπαρξης.

Στο Ερκουλάνεουμ έχουμε να κάνουμε με κάτι εντελώς διαφορετικό. Χάρη στη γενναιοδωρία του Packard Institute, οι δρόμοι του, μικρότερης κλίμακας από εκείνους της Πομπηίας, εμφανίζονται κάτω από τα αστικά τους περίχωρα, ανακαλώντας στο νου μια παράκτια ρωμαϊκή πόλη. Εάν κοιτάξει κανείς την πόλη από ψηλά, βλέπει έναν τάπητα από στέγες-αντίγραφα, κατασκευασμένες τον 21ο αιώνα, που επιτρέπουν στις οικίες, τις αυλές, τα λουτρά και τα καταστήματα να αποκτήσουν την παλαιά τους όψη.

Το Ερκουλάνεουμ στο μεγαλύτερο μέρος του είναι ανακατασκευή του προηγούμενου αιώνα, «διά χειρός» κυρίως του σπουδαίου Ιταλού αρχαιολόγου Amedeo Maiuri. Όπως έγραψε ο Andrew Wallace-Hadrill, «Αυτό που βλέπουμε δεν είναι μια αρχαία πόλη που επιβίωσε από μια έκρηξη, αλλά θραύσματα [του παρελθόντος] συνταιριασμένα μεταξύ τους σε μια κοπιαστική εργασία, στερεωμένα, ενισχυμένα και αποκατεστημένα», τελικά μια «ανα-παράσταση». Χαρακτηρίζει την περίφημη Οικία του Τήλεφου «δεξιοτεχνική, σύνθετη, πιστή στο πνεύμα του πρωτοτύπου, αν και δεν αποτελεί αρχαιολογικό τεκμήριο αυτού που ήταν κάποτε εκεί». Όπως παρατηρεί ο Wallace-Hadrill, «οι διαφορετικές ιδεολογικές προτεραιότητες που θέτει κάθε εποχή» σήμερα θα υπαγόρευαν η θέση να παραμείνει ως είχε όταν αποκαλύφθηκε, με τις απαραίτητες βεβαίως εργασίες στερέωσης. Ωστόσο ο Maiuri κατασκεύασε εξαρχής πολλές από τις στέγες των σπιτιών και γενικά προέβη σε μια συντήρηση της πόλης. Και τα φαντάσματα της αρχαίας Ρώμης μοιάζουν να περιδιαβαίνουν τους δρόμους του Ερκουλάνεουμ, περισσότερο απ’ ό,τι στην Πομπηία.

Σε ένα συνέδριο που έγινε για την Πομπηία τον περασμένο Ιούλιο, το οποίο διοργάνωσε η Mary Beard του Πανεπιστημίου του Cambridge, οι περισσότεροι ομιλητές κατέληγαν στο συμπέρασμα πως το καλύτερο για την Πομπηία, όπως και άλλες παρόμοιες θέσεις, θα ήταν να δίνουν στους επισκέπτες μια κατά προσέγγιση εικόνα του πώς ήταν αυτές οι αρχαίες πόλεις και πώς λειτουργούσαν. Και επειδή είναι αδύνατον να στερεώσει κανείς το ερείπιο ενός ερειπίου, εκτός και αν χρησιμοποιήσει μεγάλες ποσότητες τσιμέντου, το καλύτερο είναι να φέρει τα σπίτια σε μια κατάσταση μακράς συντήρησης – που σημαίνει για την Πομπηία, στην κατάσταση που ήταν προτού καταστραφεί. Βεβαίως, το παλαιό πρέπει να διακρίνεται από το νέο, όπως και όλες οι επεμβάσεις πρέπει να γίνονται με πνεύμα σεβασμού προς το αυθεντικό.

Το αξίωμα του 20ού αιώνα, το οποίο εξακολουθεί να ισχύει, είναι πως οτιδήποτε παλαιό πρέπει να διατηρηθεί στην κατάσταση στην οποία βρέθηκε. Κι αυτό ήταν κατανοητό σε έναν αιώνα στον οποίο οι απώλειες από τους πολέμους και τους βανδαλισμούς μπορούσαν να αντιμετωπιστούν μόνο με μια ριζική εναντίωση στην ανακατασκευή. Όμως, στο μεταξύ έχουμε δει ριζικές αποκαταστάσεις επιτυχημένες και φαίνεται πως το νόημα διεισδύει και πάλι στη συζήτηση περί αποκατάστασης.

Κι αυτό μας φέρνει πίσω στον πίνακα του Martin. Εάν τον είχαν αφήσει μισοκατεστραμμένο ίσως να συνάρπαζε τους ιστορικούς τέχνης, αλλά δεν θα μπορούσε να εκτεθεί και σίγουρα θα ήταν ακατανόητος για τους περισσότερους επισκέπτες.

Το δράμα της Πομπηίας δεν είναι ότι αυτό που βλέπουμε απέχει από εκείνο που αποκαλύφθηκε κατά τις πρώτες ανακαλύψεις του 16ου αιώνα: εκείνο σύντομα θα χανόταν. Το δράμα είναι ότι τότε δεν έγιναν εκείνες οι εργασίες συντήρησης και αποκατάστασης ώστε σήμερα να βλέπουμε περισσότερα από εκείνα που αποκαλύφθηκαν σε εκείνους. Κανένας δεν μετανιώνει στ’ αλήθεια για το γεγονός ότι ο Σερ Άρθουρ Έβανς αποκατέστησε την Κνωσό, μόνο ίσως για το ότι θα έπρεπε να προχωρήσει περισσότερο στις εργασίες του.

Τα επιχειρήματα αυτά είναι αντιφατικά. Κανείς δεν θέλει να καταστρέψει τα κατάλοιπα των περασμένων πολιτισμών, όμως η μη καταστροφή δεν είναι παρά η αρχή της συζήτησης. Συντήρηση δεν σημαίνει να «καταψύχεις» τα λείψανα του παρελθόντος σε κάποια τυχαία στιγμή της φθοράς τους. Η λατρεία των ερειπίων έχει βρει τη θέση της στην ιστορία. Αλλά το να επιζητά κανείς να επανερμηνεύσει, ακόμη και να ανακατασκευάσει έργα του παρελθόντος δεν χρειάζεται πλέον να προκαλεί κατηγορίες ότι πρόκειται για αλλοίωση του παρελθόντος και κατασκευές πάρκων ψυχαγωγίας αλά Ντίσνεϋλαντ, αν και ακόμη κι αυτό είναι προτιμότερο από την οριστική φθορά. Αν μπορούμε να αποκαταστήσουμε την «Πομπηία» του Martin σίγουρα μπορούμε να αποκαταστήσουμε και την ίδια την Πομπηία.

Simon Jenkins