Τόπος σκιερός κοντά στο ποτάμι, με δέντρα και θάμνους κάθε λογής, χώρος επαφής με τη φύση. Αλλά και τόπος περισυλλογής, ιδανικός για τη διδασκαλία των νέων. Στο κέντρο της Αθήνας σήμερα, περικλεισμένος ασφυκτικά από λεωφόρους και σύγχρονα κτίρια, με τον ποταμό θαμμένο κάτω από τόνους ασφάλτου και με ελάχιστη βλάστηση. Ό,τι έχει απομείνει από το Άλσος του Λυκείου Απόλλωνα που λατρευόταν εδώ περικλείεται σε αυτό το οικόπεδο των έντεκα στρεμμάτων, όπου το 1996 ήλθαν στο φως τα πενιχρά κατάλοιπα της σχολής στην οποία, αιώνες πριν, δίδαξε ο Αριστοτέλης.

Εύρημα εντυπωσιακό, είδηση διεθνούς βεληνεκούς, που όμως εξανεμίστηκε μέσα στη σύγχρονη, πεζή πραγματικότητα. Χρειάστηκε έτσι να περάσουν δεκαπέντε χρόνια ώστε να υπάρξει ένα πλήρες σχέδιο διαμόρφωσης του χώρου για την ανάδειξη των αρχαίων, αλλά και τα χρήματα για την υλοποίησή του. Ήπιες παρεμβάσεις και αρχιτεκτονικές λύσεις, οι οποίες με το έλασσον επιδιώκουν το μέγιστο, χαρακτηρίζουν αυτή την πρόταση, εγκεκριμένη ήδη από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και με εξασφαλισμένο από τον ΟΠΑΠ προϋπολογισμό, της τάξεως του 1,2 εκατ. ευρώ. Όπως λέει άλλωστε η προϊσταμένη της Γ΄ Εφορείας Αρχαιοτήτων κυρία Έφη Μπαζιωτοπούλου, «σκοπός μας είναι να τονιστούν η διδασκαλία και η φιλοσοφία του Αριστοτέλη, ώστε ο χώρος να αποκτήσει το ειδικό βάρος που του αξίζει. Γιατί τα κατάλοιπα μπορεί να είναι φτωχά, έχουν όμως τεράστια σημασία».

Διαδρομές, καθιστικά, χώρος πολυμέσων, αμφιθέατρο, πινακίδες και άλλα μέσα πληροφόρησης, ειδικός φωτισμός, φύτευση και διαμορφώσεις του περιμετρικού χώρου συνθέτουν μέσα από τη μελέτη των αρχιτεκτόνων Δημήτρη Κουτσογιάννη και Δημήτρη Κουκουλά το κατάλληλο πλαίσιο για την ανάδειξη των αρχαίων. Ένας ενιαίος χώρος πολιτισμού, περιπάτου και πρασίνου 36 στρεμμάτων δημιουργείται εξάλλου με την ενοποίηση του Λυκείου και του Βυζαντινού Μουσείου.

Ιδιαίτερα διακριτική είναι η προσέγγιση των αρχαίων καταλοίπων με μικρά στέγαστρα, τα οποία τοποθετούνται στα πλέον ευπαθή σημεία, ενώ ενδιαφέρον στοιχείο της διαμόρφωσης θα είναι ο διαφορετικός χρωματισμός του χώματος επίστρωσης –όπου αυτό είναι δυνατό–, προκειμένου να επισημαίνονται οι κλειστοί ή ανοιχτοί χώροι της Παλαίστρας, στοιχείο που μπορεί να συντελέσει στην αναγνωσιμότητα των αρχαίων. «Θέλουμε να δοθεί η αίσθηση του φυσικού χώρου, ο οποίος συνέβαλε στην εκπαιδευτική διαδικασία του Λυκείου, δεδομένου ότι δεν είναι το οικοδόμημα αυτό που αναδεικνύεται αλλά ο χώρος των ιδεών» σημειώνει ο κ. Κουτσογιάννης.

Η μύηση

«Μυητική διαδικασία» χαρακτηρίζει η κυρία Μπαζιωτοπούλου την επίσκεψη στο Λύκειο. Η είσοδος τοποθετείται στη γωνία Βασιλίσσης Σοφίας και Ρηγίλλης, δίπλα στο μνημείο των πεσόντων του γλύπτη Λάζαρου Σώχου. Ο επισκέπτης θα ακολουθεί το μονοπάτι, το οποίο γρήγορα χωρίζεται σε δύο διακλαδώσεις, η μία από τις οποίες θα οδηγεί στο Βυζαντινό Μουσείο ενώ η άλλη στο φυλακείο του Λυκείου.

Πρόκειται για ένα κτίριο υποδοχής σε μορφή πύλης με κλειστούς και ανοιχτούς χώρους, που συνοψίζει σε μόλις 40 τ.μ. όλα όσα θα έπρεπε να διαθέτει κάθε αρχαιολογικός χώρος: Μια μεγάλη επιφάνεια για την τοποθέτηση ενημερωτικού-πληροφοριακού υλικού. Χώρο πολυμέσων όπου θα παρουσιάζονται μεταξύ άλλων προτάσεις αναπαράστασης της Παλαίστρας του Λυκείου, κείμενα για τον Αριστοτέλη και τα σπουδαιότερα στοιχεία της φιλοσοφίας του. Και, φυσικά, χώρο για τον φύλακα και WC. Γυαλί, οξειδωμένα μεταλλικά φύλλα και εμφανές μπετόν θα είναι τα υλικά της πύλης.

Στη συνέχεια το μονοπάτι φτάνει σε μια «πλατεία», όπου δημιουργείται ένα εξαιρετικά λιτό αμφιθέατρο, το οποίο πάντως θα μπορεί να φιλοξενήσει ως 150 άτομα. Μπροστά του διαμορφώνεται μια υποτυπώδης σκηνή που θα βρίσκεται ακριβώς στο ύψος του εδάφους, από το οποίο θα διακρίνεται μόνο χάρη στον διαφορετικό χρωματισμό της. Προσφέρεται για μικρές συναυλίες, συνέδρια ή απλώς συγκέντρωση των επισκεπτών για να ακούσουν τον ξεναγό τους.

Στέγαστρα

Στο τελευταίο τμήμα της διαδρομής ο επισκέπτης προσεγγίζει τον αρχαιολογικό χώρο με τα κατάλοιπα της Παλαίστρας. Δύο είσοδοι αντικριστά τοποθετημένες, η μία από την πλευρά της οδού Ρηγίλλης και η άλλη από την πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου, επιτρέπουν την εισχώρηση στην αυλή της Παλαίστρας, το μόνο μη στεγασμένο τμήμα της, αφού εδώ στην αρχαιότητα γινόταν η άθληση των νέων. Τρία χαμηλά, γυάλινα στέγαστρα υψηλής αντοχής –για την περίπτωση που πατήσει κανείς κατά λάθος επάνω τους– τοποθετούνται εξάλλου στη δεξαμενή ψυχρού ύδατος που βρίσκεται στην αυλή και στα δύο υπόκαυστα όπου θερμαινόταν το νερό για τα λουτρά.

Ροδιές, μυρτιές, δάφνες και διάφορα βότανα έχουν επιλεγεί για τη φύτευση των γύρω χώρων, ενώ ψηλά δέντρα θα χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη των πίσω όψεων του Σαρόγλειου Μεγάρου και του Ωδείου Αθηνών.

Η συντήρηση των αρχαίων προηγείται ωστόσο όλων αυτών, έργο το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη. Θα ακολουθήσει μια ειδική μελέτη ανάταξης των αρχαίων (μικρές συμπληρώσεις και προσθήκες), ώστε, όπως εξηγεί η κυρία Μπαζιωτοπούλου, να προστατευθούν αποτελεσματικά από τη φθορά. Για την ολοκλήρωση του έργου πάντως, το οποίο επί της ουσίας θα ξεκινήσει το 2012, απαιτούνται περίπου δύο χρόνια.

Το προάστιο εκτός των τειχών

«Η θέση όπου βρέθηκε η Παλαίστρα είναι απόλυτα σύμφωνη με τις αρχαίες μαρτυρίες» λέει η αρχαιολόγος κυρία Έφη Λυγκούρη, η οποία ανέσκαψε το χώρο του Λυκείου. «Λύκειον ονομαζόταν στην αρχαιότητα ένα μεγάλο προάστιο εκτός των τειχών στα ανατολικά της Αθήνας. Εκτεινόταν ανάμεσα στην Πύλη του Διοχάρους (δυτικά της πλατείας Συντάγματος, στη διασταύρωση των οδών Βουλής και Πεντέλης), το Ολυμπιείο, τον Ιλισό, τον Ηριδανό και τον Λυκαβηττό» προσθέτει.

Η πρώτη αναφορά για ένα χώρο Γυμνασίου στο Λύκειο γίνεται στον πλατωνικό διάλογο «Ευθύδημος». Στην αρχή του διαλόγου ο Σωκράτης κάθεται στο «Αποδυτήριο» μόνος και, ενώ ετοιμάζεται να φύγει, βλέπει να εισέρχονται στο Λύκειο από τον «Κατάστεγο δρόμο» ο Ευθύδημος και ο Διονυσόδωρος συνοδευόμενοι από μαθητές τους. Και από τον ζωηρό διάλογο που ακολούθησε «οι κίονες του Λυκείου εθορύβησαν»…

Όπως εξηγεί η κυρία Λυγκούρη, «το Αποδυτήριον, σύμφωνα με τον πλατωνικό διάλογο, ήταν ένας χώρος κοντά στην είσοδο του Γυμνασίου με καθίσματα στο εσωτερικό του, ενώ ο Κατάστεγος δρόμος πιθανόν να υποδηλώνει ένα δρόμο σκεπασμένο, που προοριζόταν για την προπόνηση των δρομέων».

Σαφής αναφορά όμως στο Γυμνάσιο του Λυκείου γίνεται στα Ελληνικά του Ξενοφώντα, όπου μια αθηναϊκή δύναμη, προκειμένου να αντιμετωπίσει επίθεση των Σπαρτιατών το 410 π.Χ., βγήκε έξω από την πόλη διά μιας Πύλης και σε σχηματισμό μάχης έφθασε ως το Λύκειο Γυμνάσιο. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. και άλλοι σοφιστές παρέδιδαν μαθήματα στο Λύκειο, όπως ο Πρωταγόρας και ο Πρόδικος ο Χίος.

Παλεύοντας… διδασκόμενοι

Το κτίριο της Παλαίστρας έχει αποκαλυφθεί σε μήκος 50 μέτρων με πλάτος 48-50 μέτρα, καλύπτει δηλαδή έκταση 2,5 στρεμμάτων. Αποτελείται από μια ορθογώνια αυλή (23×26 μέτρα), η οποία περιβάλλεται από στοές. Ανατολικά, δυτικά και βόρεια της αυλής υπήρχαν κλειστοί χώροι για διάφορες χρήσεις, ενώ ακριβώς στο κέντρο της βόρειας πλευράς ξεχωρίζει, λόγω διαστάσεων, η αίθουσα διδασκαλίας, το Εφηβείο. Δύο στενοί συμμετρικοί χώροι στις απέναντι πλευρές της έχουν θεωρηθεί εξάλλου από την κυρία Λυγκούρη οι βιβλιοθήκες της σχολής. Άλλωστε ο Αριστοτέλης είχε συγκεντρώσει στο Λύκειο μεγάλο αριθμό χειρογράφων, όπως αναφέρεται στις αρχαίες πηγές.

Αριστερά και δεξιά του Εφηβείου πρέπει να ήταν το Ελαιοθέσιον, όπου οι μαθητές-αθλητές άλειφαν το σώμα τους με λάδι πριν από την άσκηση, το Κονιστήριον όπου έβαζαν σκόνη, το Κωρυκείον (χώρος όπου υπήρχε στημένος ο κώρυκος, πυγμαχικός δηλαδή σάκος για άσκηση), ενώ στην Παλαίστρα υπήρχαν επίσης τα λουτρά. Στο Λύκειο διασώζεται μια αψιδωτή δεξαμενή λουτρού η οποία επικοινωνεί με φρεάτιο και στη συνέχεια με κτιστό αγωγό που κατευθυνόταν στον Ιλισό. Να σημειωθεί ακόμη ότι τμήμα της Παλαίστρας δεν έχει αποκαλυφθεί, καθώς συνεχίζεται στο οικόπεδο του Ωδείου Αθηνών, ενώ τη μεγαλύτερη καταστροφή του το αρχαίο κτίσμα υπέστη κατά τον 19ο αιώνα, λόγω της εγκατάστασης στο χώρο αυτόν του στρατοπέδου.

Από τα τέλη του 6ου αιώνα π.Χ. υπήρχε πάντως το Λύκειον, ο χώρος έξω από τα τείχη όπου γινόταν η εκγύμναση των Αθηναίων οπλιτών και ιππέων και όπου εκτελούσαν οι έφηβοι τα στρατιωτικά τους καθήκοντα. Το Γυμνάσιον είχε ιδρυθεί στις παρυφές αυτής της περιοχής και πλησίον του, όπως συνηθιζόταν στην αρχαιότητα, ιδρύθηκε σε κάποιες απλές εγκαταστάσεις το 335 π.Χ. η φιλοσοφική σχολή του Αριστοτέλη.

Η αρχική εγκατάσταση του Γυμνασίου είναι πιθανόν να έγινε στην αρχαϊκή εποχή, ενώ μεγάλο τμήμα κατασκευάστηκε στο β΄ μισό του 4ου αιώνα π.Χ. Κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους το κτίριο εμπλουτίζεται με υπόκαυστα, λουτρικές εγκαταστάσεις και δεξαμενή, ενώ από τα τέλη του 2ου αιώνα μ.Χ. αρχίζει η παρακμή του. Οριστικά όμως η Παλαίστρα εγκαταλείπεται από τον 4ο αιώνα μ.Χ