Μια παράλληλη πραγματικότητα κρύβεται πίσω από τον φράχτη της Αμερικανικής Σχολής Κλασικών Σπουδών, στην οδό Σουηδίας. Ο χρόνος κυλάει με διαφορετικό ρυθμό στο Εργαστήριο Wiener, όπου ερευνητές του παρελθόντος μελετούν ανθρώπινα οστά και άλλα αρχαιολογικά ευρήματα ηλικίας εκατοντάδων ή χιλιάδων ετών.

Λίγα μέτρα πιο πέρα, στον καταπράσινο κήπο της Σχολής, μια ομάδα φοιτητών από το εξωτερικό, που βρίσκεται στην Αθήνα για να ανασκάψει τον αρχαιολογικό χώρο της Αρχαίας Αγοράς, επιχειρεί να αποκαλύψει έναν ανθρώπινο σκελετό, συμμετέχοντας σε ένα εκπαιδευτικό παιχνίδι υπό την επίβλεψη της διευθύντριας του Εργαστηρίου, δρος Sherry Fox. Τα τελευταία 12 χρόνια, η Αμερικανίδα ανθρωπολόγος έχει συμβάλει καθοριστικά στη μετατροπή του Εργαστηρίου σε έναν χώρο φιλόξενο και ανοιχτό προς όλους όσοι ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τις υποδομές του, που περιλαμβάνουν ακτινολογικό μηχάνημα, μικροσκόπια, εκτενείς συγκριτικές συλλογές οστών ζώων και ανθρώπων, καθώς και μια μοναδική για τα ελληνικά δεδομένα επιστημονική βιβλιοθήκη. Μέχρι στιγμής, το Εργαστήριο έχει προσφέρει υποτροφίες σε υποψήφιους διδάκτορες και μελετητές από 17 χώρες –από τη Βουλγαρία έως το Περού–, οι οποίοι εστιάζουν τις έρευνές τους σε αρχαιολογικές ανασκαφές εντός των ελληνικών συνόρων.

Για πολλούς από τους ερευνητές που πρωτοέρχονται στο Wiener Laboratory αναζητώντας πληροφορίες ή τεχνική υποστήριξη, αυτή η πρώτη επαφή σηματοδοτεί την έναρξη μιας πολυετούς σχέσης. Ανάμεσά τους και μεγάλος αριθμός Ελλήνων μεταπτυχιακών και μεταδιδακτορικών φοιτητών από πανεπιστήμια της χώρας και του εξωτερικού. Άλλωστε, οι δυνατότητες για έναν αρχαιολόγο που επιθυμεί να ειδικευτεί στους τομείς της βιολογικής και περιβαλλοντικής ανθρωπολογίας, της γεωαρχαιολογίας και της ζωοαρχαιολογίας, είναι εξαιρετικά περιορισμένες στη χώρα μας.

Τα αίτια αυτού του επιστημονικού «κενού» σε έναν τόπο τόσο στενά συνδεδεμένο με το παρελθόν του φαίνεται ότι είναι αρκετά σύνθετα. Αφενός, το ανθρωπολογικό μέρος της αρχαιολογίας τώρα αρχίζει να κερδίζει σε δημοτικότητα και, αφετέρου, οι γνώσεις που διαθέτουμε για τους ιστορικούς χρόνους στην Ελλάδα –προερχόμενες από γραπτές πηγές, επιγραφές, αρχιτεκτονικά κατάλοιπα και καλλιτεχνικά ευρήματα– δημιουργούν την εντύπωση ότι «ξέρουμε ακριβώς ποιοι ήταν αυτοί οι άνθρωποι», εξηγεί η δρ Fox.

Ωστόσο, η ανθρωπολογική έρευνα ρίχνει φως σε λεπτομέρειες για την καθημερινή ζωή και τις συνήθειες των προγόνων μας, οι οποίες είναι αδύνατον να αντληθούν αποκλειστικά από τη μελέτη μνημείων ή από τα γραπτά των αρχαίων ιστορικών – τι έτρωγαν, από τι ασθένειες έπασχαν, πόσο σκληρά εργάζονταν ή πόσο μετακινούνταν κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Σε κάποιες περιπτώσεις, είναι δυνατόν να φανερώσει και ορισμένα «σκοτεινά» μυστικά, όπως η ιστορία του πηγαδιού με τα νεκρά βρέφη στον χώρο της Αρχαίας Αγοράς. Οι σκελετοί των περίπου 450 νεογνών, χρονολογούμενων στο πρώτο μισό του 2ου αιώνα μ.Χ., ανακαλύφθηκαν πριν από περίπου οκτώ δεκαετίες. Ορισμένοι αρχαιολόγοι υπέθεταν ότι επρόκειτο για θύματα κάποιου πολέμου ή λοιμού, όμως έως τώρα δεν διαθέταμε μια ολοκληρωμένη θεωρία σχετικά την προέλευσή τους. Προς αυτήν την κατεύθυνση κινείται η έρευνα της Maria Liston, καθηγήτριας στο Πανεπιστήμιο του Waterloo, η οποία, σε συνεργασία με τη Susan Rotroff από το Πανεπιστήμιο του St. Luis στην Ουάσιγκτον και την Lynn Snyder του Smithsonian Institute, μελέτησε το σύνολο των σκελετών του πηγαδιού.

«Περίπου το ένα τρίτο των βρεφών ήταν πρόωρα, και δεν θα μπορούσαν να επιβιώσουν εκείνη την εποχή. Σε άλλο ένα τρίτο βρήκαμε ενδείξεις παθολογίας – κυρίως βακτηριδιακής μηνιγγίτιδας, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί συνήθη αιτία θανάτου νεογνών στις χώρες του Τρίτου Κόσμου», εξηγεί. Τα υπόλοιπα πιθανότατα είχαν δολοφονηθεί ή αφεθεί να πεθάνουν, καθώς είχαν γεννηθεί με διάφορες δυσμορφίες – πολλά είχαν λαγωχειλία, ενώ ένα μωρό λίγων μηνών έπασχε από υδροκεφαλισμό.

Η λύση του αινίγματος, που προτείνει η δρ Liston, είναι η εξής: Δεδομένου ότι η ταφή νεκρών εντός των συνόρων της πόλης ήταν παράνομη στην ελληνιστική Αθήνα, για την ύπαρξη του πηγαδιού θα πρέπει να γνώριζαν ελάχιστοι άνθρωποι. Δεν αποκλείεται να επρόκειτο για μία ή περισσότερες μαίες, οι οποίες κατά κανόνα πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στις εύπορες γυναίκες της εποχής. Αν ένα βρέφος πέθαινε πριν από τα Αμφιδρόμια –την τελετή καθαρμού μετά τον τοκετό– ή την τελετή ονομασίας, επτά έως δέκα ημέρες μετά τη γέννηση, δεν θεωρούνταν ακόμα μέλος της κοινωνίας. «Επομένως, δεν αποκλείεται να αναλάμβανε η μαμή την ταφή του νεκρού βρέφους». Το ενδεχόμενο, ορισμένα από τα πρόωρα να ήταν αποτέλεσμα άμβλωσης ή αποβολής δεν μπορεί να αποκλειστεί, μολονότι προς το παρόν δεν είναι δυνατόν να διαγνωστούν τα αίτια του θανάτου τους.

Διακριτικός χρηματοδότης

Ένας τραπεζίτης της Νέας Υόρκης με πραγματικό ενδιαφέρον για την επιστήμη, ο μυστηριώδης κ. Wiener, αποφεύγει τα φώτα της δημοσιότητας, παρακολουθεί όμως συστηματικά τα αποτελέσματα των ερευνών που χρηματοδοτεί.

Εκτός από το Wiener Lab στην Αθήνα, έχει ιδρύσει το Ινστιτούτο Αιγαιακής Προϊστορίας στην Κρήτη, καθώς και το Εργαστήριο Wiener για τη Δενδροχρονολόγηση του Αιγαίου και της Εγγύς Ανατολής, στο Πανεπιστήμιο του Cornell. Ανάμεσα στους επιστήμονες που έχουν έως τώρα λάβει οικονομική και τεχνική υποστήριξη από το αθηναϊκό εργαστήριο είναι και ο διάσημος γεωλόγος Floyd MacCoy από το Πανεπιστήμιο της Χαβάης, στον οποίο οφείλουμε σημαντικές ανακαλύψεις σχετικά με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης, όπως, για παράδειγμα, ότι πρόκειται για μια πολύ μεγαλύτερη έκρηξη από ό,τι υπολογιζόταν αρχικά και ενδεχομένως για μία από τις πέντε ισχυρότερες εκρήξεις των τελευταίων 10.000 ετών.

«Πιστεύω ότι η Ελλάδα σήμερα δεν θα μπορούσε να ανακάμψει από μια τέτοιας κλίμακας καταστροφή», υπογραμμίζει ο δρ MacCoy, ο οποίος τον Ιούλιο βρέθηκε για άλλη μια φορά στη χώρα μας, προκειμένου να μελετήσει οκτώ θέσεις αρχαιολογικού και γεωλογικού ενδιαφέροντος στην Κρήτη. Κατά την άποψή του, το γεγονός ότι δεν έχουν ανακαλυφθεί σκελετοί από την περίοδο της έκρηξης στη Θήρα καταδεικνύει πως οι κάτοικοι του νησιού έφυγαν πριν από την καταστροφή, τρομοκρατημένοι από τη σεισμική δραστηριότητα και τα άλλα προειδοποιητικά σημάδια, που θα είχαν ξεκινήσει έως και ένα χρόνο νωρίτερα. «Αντίθετα, στην Πομπηία οι άνθρωποι επέλεξαν να παραμείνουν στην πόλη, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις», συνεχίζει ο καθηγητής.

«Χάρη στο Wiener Laboratory, άνθρωποι σαν εμένα έρχονται να βοηθήσουν τους αρχαιολόγους να βγάλουν ακριβέστερα συμπεράσματα», αναφέρει ο Αμερικανός καθηγητής, ο οποίος έχει συνεργαστεί με Αμερικανούς, Βρετανούς και Έλληνες ανασκαφείς. «Παράλληλα, έχει στενές επαφές με τα ελληνικά επιστημονικά ιδρύματα». Ωστόσο, εκφράζει ανησυχίες για το μέλλον της έρευνας στην Ελλάδα, και ιδιαίτερα για την απόφαση διακοπής λειτουργίας του ΙΓΜΕ.

Και οστά 150 σκύλων

Μαζί με τα οστά των βρεφών βρέθηκαν και οι σκελετοί περίπου 150 σκύλων της ίδιας περιόδου, γεγονός που αρχικά είχε προβληματίσει τους αρχαιολόγους. «Την εποχή εκείνη τα σκυλιά θεωρούνταν ότι απομακρύνουν τη μόλυνση», αναφέρει η κ. Liston. Έτσι, οι μαίες πιθανώς έριχναν σκύλους στο πηγάδι για να εξαγνιστούν από τη μόλυνση του τοκετού και του θανάτου – ή της δολοφονίας ενός δύσμορφου βρέφους. Ακόμα περισσότερα στοιχεία θα έρθουν στην επιφάνεια μετά την ολοκλήρωση του φιλόδοξου εγχειρήματος ενός διδακτορικού φοιτητή από το Πανεπιστήμιο του Yale. Αφού εξασφαλίσει τις απαραίτητες άδειες από τις ελληνικές αρχές, ο Jonathan Deznik σκοπεύει να λάβει δείγματα από τα οστά που βρέθηκαν στο πηγάδι, ξεκινώντας αρχικά από τους σκύλους. Το ελληνικό κλίμα, με τις συνεχείς αυξομειώσεις θερμοκρασίας, συνήθως έχει ως αποτέλεσμα να μη σώζεται DNA στα αρχαία οστά, όμως το μικροκλίμα του πηγαδιού φαίνεται ότι συνέβαλε στην καλύτερη διατήρηση των καταλοίπων.