Τις σχέσεις -όχι πάντα ειρηνικές- και τις αλληλεπιδράσεις ανάμεσα στο Βυζάντιο και τους Άραβες όπως διαμορφώθηκαν σε διάρκεια περίπου οκτώ αιώνων, από τον 7ο αιώνα έως την Αλωση της Πόλης, το 1453, φωτίζει μία μεγάλη έκθεση που ετοιμάζει για το φθινόπωρο το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης. Η έκθεση, που εντάσσεται στις εκδηλώσεις της 3ης Μπιενάλε, στο πλαίσιο της συνεργασίας των «Πέντε Μουσείων», έχει τίτλο «Βυζάντιο και Άραβες» και θα εγκαινιαστεί στα τέλη Σεπτεμβρίου.

« Έκθεση με το θέμα αυτό δεν έχει γίνει ποτέ άλλοτε σε ελληνικό μουσείο», επισημαίνει, η διευθύντρια του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, Σουζάννα Χούλια – Καπελώνη. Στόχος της σημαντικής αυτής διοργάνωσης, όπως λέει η ίδια, είναι να αναδείξει πολλές πτυχές, γνωστές και λιγότερο γνωστές, και των δύο πολιτισμών μέσα από την επαφή τους.

Σε νέα αίθουσα του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού θα φιλοξενηθούν πάνω από 100 έργα όπως εικόνες, χειρόγραφα, κοσμήματα, νομίσματα, κεραμικά και γλυπτά. Πολλά από τα έργα προέρχονται από τις συλλογές του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, ενώ άλλα επιλεγμένα αντικείμενα θα μεταφερθούν από δημόσια και ιδιωτικά μουσεία και εφορείες αρχαιοτήτων όλης της Ελλάδας.

Σε θεματικές ενότητες θα παρουσιαστεί η ταυτότητα των Αράβων, η γέννηση της νέας θρησκείας του Ισλάμ και τα χαλιφάτα, η εξάπλωσή τους στην αραβική χερσόνησο και στη Μεσόγειο, οι πολιορκίες της Κωνσταντινούπολης και η άλωση της Θεσσαλονίκης το 904. Θα θιγούν επίσης θέματα όπως οι μάχες με τους Άραβες και η δημιουργία της ακριτικής παράδοσης με αναφορά στον Διγενή Ακρίτα.

«Η έκθεση δεν παρουσιάζει τον αραβικό πολιτισμό αυτό καθαυτό, αλλά τη σχέση του με το Βυζάντιο και τη νέα πραγματικότητα που βγαίνει στο προσκήνιο: την αραβική πραγματικότητα», διευκρινίζει ο αρχαιολόγος του Μουσείου Βυζαντινού Πολιτισμού, Σταμάτης Χονδρογιάννης, που ανέλαβε τη γενική επιμέλεια της διοργάνωσης. Όπως σημειώνει ο ίδιος, «μέσα από τα εκθέματα αναδεικνύονται τόσο οι πολεμικές συγκρούσεις με τους Άραβες που τολμούν να τα βάλουν με το Βυζάντιο και εν μέρει τα καταφέρνουν, αφού καταλαμβάνουν βυζαντινές επαρχίες και βγαίνουν στη Μεσόγειο, όσο και οι ειρηνικές συναλλαγές και οι αλληλεπιδράσεις των δυο πολιτισμών στους τομείς των γραμμάτων, των επιστημών και της τέχνης από ένα σημείο και μετά». Ο σπουδαίος ρόλος του περσικού πολιτισμού στη διαμόρφωση της αραβικής πραγματικότητας μέσα από την επαφή της με το Βυζάντιο είναι ένα από τα σημεία στα οποία έδωσαν έμφαση οι αρχαιολόγοι που συνεργάστηκαν για τη μουσειολογική μελέτη και που δε θα πρέπει να διαφύγει της προσοχής του επισκέπτη.

Στα νοτιοανατολικά σύνορα της βυζαντινής αυτοκρατορίας ζούσαν από αιώνες οι Αραβες, νομαδικές φυλές σημιτικής καταγωγής, που ασχολούνταν κυρίως με την κτηνοτροφία, μιλούσαν αραβικές διαλέκτους και είχαν συχνές πολεμικές συγκρούσεις μεταξύ τους.

Στα χρόνια του αυτοκράτορα Ηράκλειου (610-641), η μετοικεσία του Άραβα εμπόρου Μωάμεθ το 622 στη Μέκκα -γνωστή ως «Εγίρα»- σηματοδοτεί τη μεταστροφή των Αράβων που ήταν ανιμιστές (πίστευαν στην ύπαρξη ψυχής σε δέντρα, πηγές, λίθους) στη νέα θρησκεία, το Ισλάμ. Υπό το Ισλάμ και με βασικό στοιχείο συνοχής τον ιερό πόλεμο εναντίον των «απίστων» ενοποιήθηκαν οι αραβικές φυλές και δημιούργησαν θεοκρατικό κράτος (χαλιφάτο). Κατέλυσαν την περσική αυτοκρατορία και συγκρούστηκαν με τους Βυζαντινούς καταλαμβάνοντας τεράστιες εκτάσεις στην Ασία και τη Β. Αφρική. Από τον 7ο αιώνα αραβικοί στόλοι άρχισαν τις επιδρομές στην Κύπρο, τη Ρόδο, την Κρήτη, τη Σικελία, τη Θεσσαλονίκη και άλλα νησιά και λιμάνια της βυζαντινής αυτοκρατορίας, ενώ πολιόρκησαν και την Κωνσταντινούπολη. Σταδιακά, οι Βυζαντινοί πέρασαν στην αντεπίθεση, αμύνθηκαν με το στρατό και το περίφημο «υγρόν πυρ» και το 10ο αι. οι Άραβες αναγκάστηκαν να σταματήσουν τις επιδρομές. Η αναχαίτιση των Αράβων από τους Βυζαντινούς σταμάτησε οριστικά την προσπάθειά τους για εξάπλωση στα Βαλκάνια και την κεντρική Ευρώπη.

Από τον 11ο αι. εμφανίστηκαν τουρκικά φύλα που με τις κατακτήσεις τους από την κεντρική Ασία ως τη Μεσόγειο αναδείχτηκαν σε υπολογίσιμη δύναμη. Τα αραβικά χαλιφάτα σταδιακά καταλύθηκαν και για τους Βυζαντινούς οι μουσουλμάνοι γείτονες ταυτίζονται πλέον με τους Τούρκους. Ο ραγδαίος τουρκικός επεκτατισμός κορυφώθηκε το 1453 με την Άλωση.

Πολεμικές αναμετρήσεις εναλλάσσονται με περιόδους ειρηνικής επικοινωνίας ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Άραβες, που έχουν ως αποτέλεσμα εμπορικές επαφές και πολιτισμικές ανταλλαγές.

Οι Άραβες συνεχίζουν τη μεγάλη βυζαντινή παράδοση τόσο στην υαλουργία όσο και στην κεραμική, δημιουργώντας νέα σχέδια και τύπους. Bυζαντινά και αραβικά γυάλινα και κεραμικά αγγεία με εμφανείς ομοιότητες κυκλοφορούν ευρέως στις αγορές της Μεσογείου.

Τους Βυζαντινούς μιμήθηκαν οι Άραβες και στα νομίσματα (αρχικά δεν είχαν δικό τους νόμισμα και χρησιμοποιούσαν το ισχυρότερο νόμισμα της εποχής, το βυζαντινό), τα «αραβοβυζαντινά». Απεικονίζουν το Βυζαντινό αυτοκράτορα και φέρουν χριστιανικά σύμβολα με ελληνικές και αραβικές επιγραφές. Σταδιακά το αραβικό νόμισμα αυτονομήθηκε και έφερε στο εξής μόνον επιγραφές από το Κοράνι.

Η επίδραση του αραβικού πολιτισμού από το βυζαντινό είναι ιδιαίτερα εμφανής στον τομέα των γραμμάτων και των επιστημών. Κατά τους 9ο-11ο αι., περίοδο άνθησης των γραμμάτων και των τεχνών στο Βυζάντιο, μεταφράστηκαν στα αραβικά πολλά ελληνικά συγγράμματα αρχαίων και Βυζαντινών συγγραφέων από τους τομείς της Φιλοσοφίας, των Μαθηματικών και της Ιατρικής. Είναι γνωστό ότι οι αραβικές μεταφράσεις συνέβαλαν στο να γνωρίσει η Δύση την αρχαία ελληνική γραμματεία, ενώ ιδιαίτερα σημαντική θεωρείται η συμβολή στον τομέα αυτόν των φιλοσόφων και ιατρών Αβερρόη και Αβικέννα.

Η Αστρονομία είναι ένας από τους κλάδους όπου διαφαίνεται η έντονη αλληλεπίδραση ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς. Οι Άραβες δανείστηκαν από τους Βυζαντινούς τον αστρολάβο, αστρονομικό όργανο που μετρά την ώρα, υπολογίζει τη θέση του Ηλίου, της Σελήνης και διάφορων πλανητών και βοηθά στο γεωγραφικό προσδιορισμό. Στη συνέχεια ίδρυσαν αστεροσκοπεία, οδήγησαν σε εξέλιξη την Αστρονομία και αραβοπερσικά συγγράμματα επηρέασαν το βυζαντινό κόσμο.

Εξίσου εμφανείς είναι οι ανταλλαγές στη μουσική, τη γλυπτική και γενικότερα τις τέχνες. H αραβική τέχνη επηρεάστηκε καθοριστικά από το Βυζάντιο και την Περσία και προσαρμόστηκε στις θρησκευτικές απαιτήσεις του Ισλάμ: τα πρώτα μνημεία ισλαμικής αρχιτεκτονικής είναι τζαμιά που αντιγράφουν βυζαντινούς ναούς στην αρχιτεκτονική και στη διακόσμηση, ενώ με την πάροδο των αιώνων και η αραβική τέχνη άφησε σε κάποιες περιπτώσεις το εντύπωμά της στη βυζαντινή.

Η έκθεση «Βυζάντιο & Άραβες» θα διαρκέσει από το Σεπτέμβριο έως το Δεκέμβριο. Στις παράλληλες δράσεις της συμπεριλαμβάνονται διαλέξεις ιστορικών, εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές δημοτικού σχολείου, συναυλίες αραβικής μουσικής, προβολές ταινιών, καθώς και βραδιές γευσιγνωσίας. Η διοργάνωση εντάσσεται στο πρόγραμμα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού «Θεσσαλονίκη: Σταυροδρόμι Πολιτισμών» με θέμα για το 2011 τη Μέση Ανατολή, ενώ θα υπάρξουν και χορηγοί.

Τη γενική επιμέλεια της έκθεσης έχει ο αρχαιολόγος Σταμάτης Χονδρογιάννης. Την επιμέλεια ύλης ανέλαβαν οι αρχαιολόγοι Νικόλαος Μπονόβας και Αντιγόνη Τζιτζιμπάση. Στη μουσειολογική ομάδα συμμετέχουν οι αρχαιολόγοι Παναγιώτης Καμπάνης, Μαρία Πολυχρονάκη, Αναστάσιος Σινάκος, οι αρχιτέκτονες – μηχανικοί Γεωργία Σκορδαλή και Ευφημία Παπασωτηρίου και οι συντηρητές αρχαιοτήτων Λάζαρος Αποκατανίδης, Δήμητρα Δροσάκη, Βασιλική Κωστοπούλου, Δήμητρα Λαζίδου, Κυριάκος Μαθιός και Μαγδαληνή Μουρατίδου.