Μνημείο και με τη βούλα του υπουργείου Πολιτισμού είναι πλέον το Ξενία Σπάρτης, ύστερα από κοινή απόφαση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου και του Κεντρικού Συμβουλίου Νεωτέρων Μνημείων, που έκριναν ότι αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της σύγχρονης μεταπολεμικής αρχιτεκτονικής και της τουριστικής πολιτικής του ΕΟΤ κατά την περίοδο 1957-1967 όταν έγινε και η πρώτη προσπάθεια για τη δημιουργία υποδομών στη χώρα.

Το Ξενία της Σπάρτης κτίσθηκε το 1959 σε σχέδια του αρχιτέκτονα Χ. Μπουγάτσου πάνω σε λόφο όπου στην αρχαιότητα υπήρχε η συνοικία των «Κεραμέων», ανασκαμμένη από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή. Εκεί δηλαδή βρίσκονταν τα εργαστήρια κεραμικής, όπως απέδειξαν άλλωστε και τα ευρήματα, μεγάλες ποσότητες κεραμικής της Ύστερης Ελληνιστικής περιόδου που είχαν απορριφθεί από τους κεραμείς. Κατά συνέπεια το Ξενία, το οποίο βρίσκεται σε οικόπεδο 20 στρεμμάτων περιλαμβάνεται στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο της Σπάρτης.

Σήμερα, ωστόσο, είναι εγκαταλελειμμένο και δεδομένου ότι από το 1998 που είχε παραχωρηθεί στο δήμο Σπάρτης δεν έγινε τίποτε για την αποκατάστασή του, επέστρεψε στην Εταιρεία Τουριστικής Ανάπτυξης (ΕΤΑ), η οποία ζήτησε τον χαρακτηρισμό του ως μνημείου. Υπάρχει ωστόσο η πιθανότητα να επιστρέψει εκ νέου στο δήμο υπό την προϋπόθεση ότι θα ληφθούν μέτρα για τη διάσωση και την αξιοποίησή του. Πέραν αυτού όμως αντιμετωπίζεται και ο κίνδυνος για τσιμεντοποίηση του λόφου.

Χαμηλοί όγκοι, καλή ένταξη στο τοπίο της περιοχής, λιτότητα και σαφήνεια στην αρχιτεκτονική ιδέα χαρακτηρίζουν το κτίριο, το οποίο έχει σχήμα «Γ» και είναι χωρισμένο σε δύο τμήματα, στατικώς ανεξάρτητα, που αντιστοιχούν σε διακριτές λειτουργίες του ξενοδοχείου: Το ένα τμήμα, όπου βρίσκονταν η είσοδος, η υποδοχή, το εστιατόριο κ.λπ. αποτελείται από τρεις στάθμες (ημιυπόγειο και δύο όροφοι) και το δεύτερο, μία μακρόστενη πτέρυγα κατ’ ουσίαν έχει τέσσερις στάθμες στις οποίες βρίσκονταν τα δωμάτια.

Η είσοδος εξάλλου βρίσκεται στη νότια όψη και μάλιστα λίγο χαμηλότερα από το υπόλοιπο κτίριο. Βασικότερο χαρακτηριστικό του όμως είναι ο εμφανής φέρων οργανισμός του από στύλους, δοκούς και πλάκες οπλισμένου σκυροδέματος. Ωστόσο εκτεταμένες είναι οι φθορές σήμερα στο σκυρόδεμα (οξείδωση του οπλισμού, απολεπίσεις κ.λπ.) έτσι ώστε να είναι απαραίτητη η ενίσχυσή του, ενώ βανδαλισμοί ετών είχαν ως αποτέλεσμα την καταστροφή ή αφαίρεση των ξύλινων στοιχείων.

Το πρόγραμμα των τεχνικών υπηρεσιών του ΕΟΤ για τη μελέτη και την ανέγερση των Ξενία είχε ως αποτέλεσμα κατασκευή ενός δικτύου δημόσιων κτιρίων υπό μία συνολική αρχιτεκτονική θεώρηση, παρ’ ότι φέρουν την υπογραφή διαφορετικών αρχιτεκτόνων, όπως του Άρη Κωνσταντινίδη, του Δημήτρη Πικιώνη, του Κώστα Κιτσίκη, του Φίλιππου Βώκου και του Χαράλαμπου Σφαέλλου. Κτίρια με σαφείς αναφορές στη μοντέρνα αρχιτεκτονική ενσωμάτωσαν στοιχεία και της παραδοσιακής έτσι ώστε σήμερα να αποτελούν σημείο αναφοράς για Έλληνες και ξένους αρχιτέκτονες.