«Κύανος» και «ύαλος» καθώς και «λίθος χυτή» είναι οι ελληνικές λέξεις που προσδιορίζουν το γυαλί. Αλλά και «κρύσταλλος», γιατί το προσομοίαζαν με τη διάφανη ή υπόλευκη ορεία κρύσταλλο.
Ήδη στη Γραμμική Β γραφή εμφανίζεται ο όρος «ku-wa-no» για το σκούρο γαλάζιο γυαλί και οι ανασκαφές στην Tell el-Amarna έφεραν στο φως «ράβδους» ή μάλλον τμήματα υαλόμαζας σκούρου γαλάζιου χρώματος που, προφανώς, εμπορεύονταν τότε οι κατασκευαστές, όπως δείχνουν τα ευρήματα από το ναυάγια του Ulu Burun στη θάλασσα της νότιας Τουρκίας.
Η πρώτη γραπτή αναφορά στους τεχνίτες του γυαλιού ανήκει στον Στράβωνα («υαλουργός»: Γεωγρ. XVI, 2, 25) ενώ η αναφορά σε εργαστήρι «υαλουργείον» ανήκει στον Διοσκορίδη, τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Ο Στράβων αναφέρει επιπλέον τους όρους «υαλίτις γη» και «υαλίτις άμμος» που χαρακτηρίζουν τις πρώτες ύλες με τις οποίες κατασκευαζόταν το γυαλί.
Τη δε ιστορία της κατασκευής γυαλιού διηγείται ο Πλίνιος (H.N. XXXVI, 65,66) ως τυχαίο γεγονός.