Η πρόσφατη αμερικανική επανακυκλοφορία του βιβλίου του Χένρι Μίλερ «Ο Κολοσσός του Μαρουσιού» (εκδ. Νew Directions) εστιάζει εκ νέου το διεθνές ενδιαφέρον σε έναν δημιουργό- συγγραφέα και ζωγράφο- ο οποίος κατόρθωσε να υπερβεί τις παραδοσιακές λογοτεχνικές φόρμες της εποχής του εξελίσσοντας ένα νέο είδος μυθιστορήματος που συμπεριέχει στοιχεία αυτοβιογραφίας, κοινωνικής κριτικής, φιλοσοφικών αναζητήσεων και ταξιδιωτικών εμπειριών. Παράλληλα, εστιάζει το ενδιαφέρον και στη χώρα μας αφού το εν λόγω βιβλίο, γραμμένο το 1941, μεταφέρει τις εντυπώσεις του συγγραφέα από το ταξίδι του στην Ελλάδα λίγο πριν από το ξέσπασμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ιστορία, έτσι όπως αναπαράγεται στην εφημερίδα «Los Αngeles Τimes», έχει ως εξής: το 1939 και ενώ τα σύννεφα της πολεμικής σύρραξης σκίαζαν απειλητικά την Ευρώπη, ο 46χρονος, τότε, Χένρι Μίλερ εγκατέλειψε το Παρίσι θεωρώντας ότι ένας κύκλος της ζωής του είχε κλείσει. Ως εξόριστος στη γαλλική πρωτεύουσα είχε καταφέρει να αρθρώσει προσωπικό λόγο και είχε ήδη δημοσιεύσει τα βιβλία που έμελλαν να γίνουν το σήμα κατατεθέν του: τον «Τροπικό του Καρκίνου», τον «Τροπικό του Αιγόκερω» και τη «Μαύρη άνοιξη».

Εκείνο περίπου το διάστημα δέχτηκε την πρόταση του φίλου του βρετανού συγγραφέα Λόρενς Ντάρελ, ο οποίος ζούσε στην Κέρκυρα, να επισκεφθεί την Ελλάδα. Στην αρχή περιπλανήθηκε χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα ενώ είχε την ευκαιρία να συναντήσει επιφανείς εκπροσώπους της τέχνης και του πνεύματος, για χάρη των οποίων παρέτεινε τη διαμονή του στη χώρα μας. Τελικά, αναγκάστηκε να φύγει κατόπιν πιέσεων που δέχθηκε από την αμερικανική πρεσβεία για λόγους ασφαλείας, καθώς ο πόλεμος είχε πλέον ξεσπάσει.

Το βιβλίο του Μίλερ χωρίζεται σε τρία μέρη, με το καθένα από αυτά να επικεντρώνεται στην επίσκεψη του συγγραφέα σε ισάριθμους τόπους της χώρας μας, «ομφαλούς του ανθρώπινου πνεύματος»: τις Μυκήνες, την Κνωσό και τους Δελφούς. «Το γεγονός ότι αυτοί οι τόποι υπήρχαν ακόμη και διατηρούσαν τα αρχαία ονόματά τους έμοιαζε απίστευτo» γράφει χαρακτηριστικά ο Μίλερ.

Ο συγγραφέας υποστηρίζει ότι καθένα από τα μέρη που επισκέφθηκε είχε τη δική του, διαφορετική δύναμη. Ταυτόχρονα, καθένα εξέπεμπε μια μαγική γαλήνη. «Είμαι βέρος Νεοϋορκέζος, γεννήθηκα στη μεγαλύτερη και στην πιο άδεια πόλη στον κόσμο. Στέκομαι στις Μυκήνες και προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη εδώ πριν από αιώνες. Αισθάνομαι σαν μια κατσαρίδα που σέρνεται στα απομεινάρια μιας χαμένης δόξας… ακολουθούμε, άραγε, τον ίδιο δρόμο;» Όπως και κάθε άλλο μέρος της Ελλάδας, υποστηρίζει ο Μίλερ, οι Μυκήνες, φορτισμένες από τη δολοφονία του Αγαμέμνονα, χωρίζονται σε «πριν» και «μετά». Οι δύο κόσμοι διασταυρώνονται: «Το έγκλημα εμπεριέχει τον γρίφο, βαθύ όπως η ίδια η σωτηρία» γράφει χαρακτηριστικά.

Αναφερόμενη στο βιβλίο με αφορμή την αμερικανική επανακυκλοφορία του, η εφημερίδα «Los Αngeles Τimes», σημειώνει ότι ο «Κολοσσός του Μαρουσιού» παρέμεινε το αγαπημένο πόνημα του συγγραφέα του και σίγουρα το πλέον εύθυμο. «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η Γη περιλαμβάνει τόσο πολλά» αναφέρει κάπου ο Μίλερ. «Περπάτησα τυφλός, με διστακτικά βήματα. Ήμουν περήφανος και υπερφίαλος, εγκλωβισμένος στη ζωή του ανθρώπου της πόλης. Το φως της Ελλάδας άνοιξε τα μάτια μου, διαπέρασε τους πόρους μου, επεξέτεινε όλο μου το είναι. Επέστρεψα στον κόσμο».

Πηγή: Το Βήμα, 29/7/10