Derek T. Irwin, Η ζωή στα εμπορικά πλοία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο

Η ζωή στα αρχαία ελληνικά εμπορικά πλοία είναι ένα θέμα που λίγες φορές έχει συζητηθεί εις βάθος. Μάλιστα, οι περισσότεροι ερευνητές της αρχαίας ναυσιπλοΐας επικεντρώνονται στην οικονομική πτυχή του θαλάσσιου εμπορίου, βασίζοντας τα συμπεράσματά τους στα φορτία που φέρουν τα αρχαία ναυάγια και τη διασπορά των ελληνικών αμφορέων που έχουν βρεθεί σε θέσεις γύρω από τη Μεσόγειο. Παρότι τα ευρήματα αυτών των θέσεων έχουν πολύ μεγάλη σημασία για τους ιστορικούς, δεν μας αποκαλύπτουν τίποτε για την πραγματική ζωή των ανθρώπων στα εμπορικά πλοία και τις συνθήκες υπό τις οποίες εργάζονταν. Σκοπός της διδακτορικής διατριβής μου είναι να καλύψει αυτό το κενό στις γνώσεις μας για τη ζωή των αρχαίων εμπόρων των θαλασσών και τη ζωή στη θάλασσα. Πρόκειται για μία μελέτη της ιστορίας της ζωής στα εμπορικά πλοία στον αρχαίο ελληνικό κόσμο από το τέλος της Εποχής του Χαλκού έως τις αρχές της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου. Δεν αποτελεί μελέτη της οικονομικής ιστορίας και της οργάνωσης του θαλάσσιου εμπορίου, ούτε και των τεχνικών ναυσιπλοΐας. Επικεντρώνεται περισσότερο στους ανθρώπινους και κοινωνικούς παράγοντες του θαλάσσιου εμπορίου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονταν οι έμποροι και τα πληρώματα στα πλοία. Βασίζεται σε εικονογραφικές, επιγραφικές και φιλολογικές πηγές, αλλά λαμβάνει επίσης υπόψη τα συμπεράσματα αρκετών υποβρύχιων αρχαιολογικών ανασκαφών, που πραγματοποιήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες και έριξαν νέο φως στο αρχαίο θαλάσσιο εμπόριο και τη ζωή στα πλοία. Στη συγκεκριμένη μελέτη, ιδιαίτερη προσοχή έχει δοθεί στα τέχνεργα που έχουν ανασυρθεί από ναυάγια, τα οποία ανήκαν είτε στο πλήρωμα είτε στους επιβάτες που είχαν επιβιβαστεί στα πλοία αυτά και προσφέρουν πληθώρα πληροφοριών για τη ζωή στο πλοίο.

Προκειμένου να κατανοήσουμε τη ζωή στα αρχαία πλοία, πρέπει πρώτα απ’ όλα να κάνουμε μια παρουσίαση των πλοίων που χρησιμοποιούνταν στην αρχαιότητα, όπως και των ανθρώπων που ταξίδευαν σε αυτά. Κατά συνέπεια, το πρώτο μέρος της μελέτης μας πραγματεύεται τους τύπους των πλοίων που κατασκεύαζαν οι αρχαίοι Έλληνες και που χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά εμπορικών αγαθών. Επιγραφικές, φιλολογικές και αρχαιολογικές πηγές χρησιμοποιήθηκαν με σκοπό να προσδιορίσουμε τους τύπους και τα μεγέθη των πλοίων που ήταν σε λειτουργία κατά την αρχαιότητα. Επίσης, διενεργήσαμε εις βάθος έρευνα σε σχέση με τη σύνθεση του πληρώματος ενός εμπορικού πλοίου. Διαπιστώσαμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες ήταν σε θέση να κατασκευάσουν αξιόπιστα, πλόιμα εμπορικά πλοία, κατάλληλα για την πλεύση σε αφιλόξενες θάλασσες και ικανά να μεταφέρουν μεγάλο όγκο εμπορευμάτων. Μάλιστα, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι οι Έλληνες είχαν μεγαλύτερα και καλύτερα πλοία απ’ ό,τι πίστευαν μέχρι τώρα πολλοί ιστορικοί. Η μελέτη μας μας οδήγησε ακόμη στο συμπέρασμα ότι στα αρχαία ελληνικά εμπορικά πλοία υπήρχε μία πολύ ξεκάθαρη ιεραρχία πληρώματος, και κάθε μέλος του πληρώματος είχε να εκπληρώσει πολύ συγκεκριμένα και σαφή καθήκοντα στο πλοίο.
    Στη συνέχεια της μελέτης μας, επιχειρούμε να αναλύσουμε τις υλικές συνθήκες και το επίπεδο ανέσεων που απολάμβαναν το πλήρωμα και οι επιβάτες που ταξίδευαν με εμπορικό πλοίο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Διαπιστώσαμε ότι οι συνθήκες που επικρατούσαν σε ένα αρχαίο εμπορικό πλοίο εξασφάλιζαν μάλλον στοιχειώδεις ανέσεις, αν και ορισμένα πλοία φαίνεται πως διέθεταν καμπίνες και υποδομή για μαγείρεμα. Η θεωρία πως στα εμπορικά πλοία του αρχαίου ελληνικού κόσμου μαγείρευαν βασίζεται σε πληθώρα αρχαιολογικών ευρημάτων, καθώς και σε ορισμένες φιλολογικές πηγές. Μαγειρικά σκεύη που ήρθαν στο φως σε αρχαία ναυάγια και φέρουν σημάδια φθοράς όπως και ίχνη καύσης υποδηλώνουν ότι το πλήρωμα πιθανότατα μαγείρευε εν πλω. Μάλιστα, ο φορητός χαρακτήρας της ελληνικού μαγειρείου θα επέτρεπε στο πλήρωμα να στήνει την «κουζίνα» στο κατάστρωμα ή στο εσωτερικό του πλοίου για να μαγειρέψει και στη συνέχεια να την αποθηκεύει ως την επόμενη χρήση. Γι’ αυτό το λόγο και θεωρούμε πολύ πιθανό ότι τα πληρώματα των εμπορικών πλοίων είχαν τη δυνατότητα να ετοιμάσουν γεύματα επάνω στο πλοίο χρησιμοποιώντας φορητά μαγειρικά σκεύη μέχρι την κλασική ή την ελληνιστική περίοδο, οπότε τα πλοία άρχισαν να διαθέτουν μόνιμα μαγειρεία.
    Στους αρχικούς στόχους αυτής της μελέτης δεν συμπεριλαμβανόταν η εξέταση των θρησκευτικών πτυχών. Παρ’ όλα αυτά, στην πορεία της έρευνάς μας διαπιστώσαμε ότι η θρησκεία έπαιζε έναν εξαιρετικά σημαντικό ρόλο στην καθημερινή ζωή των αρχαίων Ελλήνων. Μέσα από την ανάλυση επιγραφικών και φιλολογικών πηγών, αλλά και χάρη σε πρόσφατα αρχαιολογικά ευρήματα, έχουμε πλέον περισσότερα στοιχεία που βοηθούν στην κατανόηση της θρησκευτικής πτυχής της ζωής εν πλω, αλλά και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές των ναυτικών. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι οι ναυτικοί λάτρευαν μια σειρά από θεότητες και ότι όχι απλώς προσεύχονταν σε αυτούς τους θεούς στο λιμάνι και εν πλω, αλλά και ότι εκτελούσαν θρησκευτικά τελετουργικά στα πλοία τους.

Προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι συνθήκες εργασίας των ναυτικών των εμπορικών πλοίων, κρίθηκε απαραίτητο να ληφθούν υπόψη οι διαδρομές και οι προορισμοί αυτών των πλοίων, αλλά και ο εξοπλισμός και τα εξαρτήματα πλοήγησης που είχαν στη διάθεσή τους ο καπετάνιος και το πλήρωμα. Αρκετοί ιστορικοί έδειξαν ενδιαφέρον στο πεδίο αυτό, και τους οφείλουμε ευγνωμοσύνη για τις εργασίες τους. Ωστόσο, δεν συμφωνώ πάντα με τα συμπεράσματά τους. Τα αποτελέσματα της έρευνάς μου με οδήγησαν στην πεποίθηση ότι ο αρχαίος έλληνας ναυτικός κατείχε άριστα την τέχνη της ναυσιπλοΐας και δεν δίσταζε να πλέει σε μακρινούς προορισμούς, μακριά από τη στεριά, ή τη νύχτα. Δεν πιστεύω ότι η ακτοπλοΐα ήταν ο κανόνας, ούτε ότι υπήρχε μια αυστηρά καθορισμένη περίοδος πλεύσης. Αισθάνομαι ότι υπάρχουν αρκετά στοιχεία που στηρίζουν αυτή την άποψη. Είναι επίσης σαφές, με βάση τα αποτελέσματα της έρευνάς μου, ότι οι πλοίαρχοι των αρχαίων ελληνικών πλοίων είχαν αρκετά εργαλεία πλοήγησης στη διάθεσή τους. Είχαν ικανές γνώσεις αστρονομίας και χρησιμοποιούσαν τη θέση των άστρων για τον νυχτερινό πλου. Ορισμένοι ίσως χρησιμοποιούσαν τον γνώμονα, τον αστρολάβο και άλλα όργανα για τη ναυσιπλοΐα. Επιπλέον, συμπεραίνω ότι υπήρχαν αρκετοί φάροι στις ακτές της Μεσογείου που λειτουργούσαν ως ορόσημα και βοηθούσαν στην πλοήγηση. Κατά συνέπεια, η άποψή μου είναι ότι οι αρχαίοι έλληνες ναυτικοί ήταν πολύ πιο ικανοί απ’ ό,τι πιστεύεται.

Η μελέτη μου καταδεικνύει, ωστόσο, ότι τα θαλασσινά ταξίδια ήταν αδιαμφισβήτητα επικίνδυνα. Οι φυσικοί κίνδυνοι της θαλασσοπορίας δεν χρειάζεται να υπογραμμιστούν εδώ, αν και θίγονται στη μελέτη μου. Οι έμποροι των θαλασσών ήταν αντιμέτωποι με πολλούς κινδύνους, μεταξύ των οποίων ο άσχημος καιρός, η κακή ορατότητα, οι ύφαλοι, οι σύρτεις, και λοιπά. Σαν να μην έφταναν αυτά, οι ναυτικοί κινδύνευαν να δεχθούν επίθεση από πειρατές και ληστές, ή και απλούς καιροσκόπους στη στεριά. Οι κίνδυνοι αυτοί αναφέρονται σε πολλά κείμενα, από τους κλασικούς χρόνους και ύστερα. Οι πρόσφατες αρχαιολογικές ανακαλύψεις τείνουν να επιβεβαιώσουν την άποψή μου ότι, κατά συνέπεια, θα πρέπει να ήταν διαδεδομένος ο εφοδιασμός των ναυτικών με όπλα, για να προστατεύονται από τις επιθέσεις.
    Πιστεύω ότι η μελέτη μου καταδεικνύει ότι οι αρχαίοι Έλληνες κατασκεύαζαν αξιόπιστα εμπορικά πλοία σημαντικής χωρητικότητας και ότι οι έλληνες ναυτικοί ήταν ικανότατοι θαλασσοπόροι. Επίσης ότι το αρχαίο ελληνικό πλοίο ήταν μια σύνθετη ολότητα, που διέθετε δική της δομή, δικούς της κανόνες και αντιλήψεις. Στη μελέτη αυτή τονίζονται οι κίνδυνοι του θαλάσσιου εμπορίου, όπως και οι επιστημονικές γνώσεις και οι ικανότητες ναυσιπλοΐας των ελλήνων ναυτικών και εμπόρων των πλοίων. Παρ’ όλα αυτά, γνωρίζω ότι πολλά ερωτήματα που αφορούν τη ζωή στη θάλασσα παραμένουν αναπάντητα. Ελπίζω ωστόσο ότι η μελέτη αυτή θα συμβάλει στην καλύτερη κατανόηση της ζωής στα εμπορικά πλοία του αρχαίου ελληνικού κόσμου και θα ανανεώσει το επιστημονικό ενδιαφέρον για το πεδίο αυτό.

Μετάφραση από τα αγγλικά: Πελαγία Τσινάρη
 

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Basch L., «A propos de la navigation de nuit dans l’Antiquité», Archaeologia 74 (1974), σ. 79-81.
– , Musée imaginaire de la marine antique, Αθήνα 1987.
D.J. Blackman (επιμ.), Marine Archaeology: Proceedings of the twenty-third symposium of the Colston Research Society held in the University of Bristol, April 4th to 8th 1971, Λονδίνο 1971.
Casson L., Ships and Seamanship in the Ancient World, Βαλτιμόρη 1995².
Morrison J.S. / Williams R.T., Greek oared ships (900 – 322 B.C.), Cambridge 1968.
Morton J., The Role of the Physical Environment in Ancient Greek Seafaring, Leiden / Boston 2001.
Muckelroy K., Maritime Archaeology, Cambridge 1978.
Parker A.J., Ancient Shipwrecks of the Mediterranean and the Roman Provinces, Οξφόρδη 1992.
Pomey P. (επιμ.), La navigation dans l’Antiquité, Aix-en-Provence 1997.
Pomey P. / Tchernia A., «Le tonnage maximum des navires de commerce romains», Archaeonautica, 2 (1978), σ. 233-251.
Rougé J., «Le droit de naufrage et ses limitations en Méditerranée avant l’établissement de la domination de Rome», στο R. Chevallier (επιμ.), Mélanges d’archéologie et d’histoire offerts à André Piganiol, Παρίσι 1966, σ. 1467-1479.
– , Recherches sur l’organisation du commerce maritime en Méditerranée, Παρίσι 1996.
Souza de P., Piracy in the Graeco-Roman World, Cambridge 1999.

Για τη διατριβή
Τύπος: Διδακτορική διατριβή (Thèse de doctorat en Sciences de l’Antiquité), Université Paris 10 – Nanterre, Παρίσι, Γαλλία
Πρωτότυπος τίτλος: «La vie à bord des navires de commerce dans le monde grec»
Υποστήριξη: 18 Δεκεμβρίου 2008
Μέλη της εξεταστικής επιτροπής: Pierre Carlier (καθηγητής Université de Paris 10), Pierre Rouillard (καθηγητής, Université de Paris 10), Marie-Pierre Noël (καθηγήτρια, Université Paul Valéry-Montpellier III), Pascal Arnaud (καθηγητής, Université de Nice).
Περιγραφή: ένας τόμος – 392 σελίδες κείμενο, 36 πίνακες
Γλώσσα: γαλλικά

Derek Irwin
fishderk@hotmail.com