Η ζωγραφική και ξυλογλυπτική τέχνη της Σύμης
Στέλλα Μουζακιώτου

Η επίσκεψή μας στη Σύμη, το γραφικό αυτό νησί της Δωδεκανήσου, μας εξέπληξε θετικά, αφού το επιστημονικό υλικό που ξεδιπλώθηκε μπροστά μας ήταν τόσο πλούσιο και τόσο ελάχιστα αξιοποιημένο, που σίγουρα δεν θα άφηνε κανέναν ερευνητή αδιάφορο. Η προσέγγιση της εντοίχιας ζωγραφικής και ξυλογλυπτικής τέχνης μέσα από τα μνημεία του νησιού έχει διττή κατεύθυνση. Αδιαμφισβήτητα πρόκειται για πολύ σημαντικά εικονογραφικά σύνολα μεταβυζαντινής τέχνης, με πλούσιο θεματολόγιο, που μας προσφέρουν ένα ικανό και αξιοποιήσιμο δείγμα της μεταβυζαντινής τέχνης, δίνοντάς μας τη δυνατότητα να διερευνήσουμε σε βάθος και να οδηγηθούμε σε ασφαλή συμπεράσματα για τις καταβολές και την ποιότητα των ζωγραφικών συνόλων τους και τη γόνιμη επίδραση που έχουν ασκήσει άλλα σημαντικά ζωγραφικά σύνολα στα έργα που εξετάζουμε. Στόχος λοιπόν είναι να παρουσιάσουμε στοιχεία που αποκαλύπτουν την καλαισθησία, την πνευματική κατάρτιση και το θεολογικό φρόνημα των φορέων της τέχνης που δραστηριοποιούνται στη συγκεκριμένη περιοχή. Επίσης, στην παρούσα μελέτη θα αναλύσουμε τον τρόπο ερμηνείας της δόκιμης ζωγραφικής από αγιογράφους μη αστικής προέλευσης και θα εξετάσουμε την εξέλιξη της τοιχογραφίας στην περιοχή της Δωδεκανήσου κατά τη μεταβυζαντινή περίοδο.

Στη Σύμη είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη η λατρεία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, γεγονός που πηγάζει από την ευρύτατη αγγελολατρεία των πρώτων χριστιανικών χρόνων στη μικρασιατική Φρυγία. Εννέα μοναστήρια και ξωκλήσια είναι αφιερωμένα σ’ αυτόν, όσα είναι τα αγγελικά τάγματα: Πανορμίτης, Ρουκουνιώτης, Αυλακιώτης, Κοκκιμήδης, Καϊλλιώτης, Περιβλιώτης, Θαρρεινός, Κουρκουνιώτης και Μιχαηλιδάκια. Σημαντική αρχαιολογική αλλά και πνευματική αξία αναγνωρίζουμε στο μοναστήρι του αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη (εικ. 1). Η τοιχοποιία του αποτελείται από ακανόνιστες πέτρες χωρίς διακοσμητική επένδυση, επιχρισμένες με ασβεστοκονίαμα. Οι αγιογραφίες του 15ου αιώνα στον παλαιότερο ναό και του 18ου (1738) στον νεότερο, τις οποίες φιλοτέχνησε ο ιερομόναχος Γρηγόριος ο Συμαίος, ακολουθούν χωρίς να ξεστρατίζουν από το στόχο τους την αυστηρή βυζαντινορθόδοξη παράδοση της αγιογραφίας. Μπορούμε να διακρίνουμε θέματα από τον Κύκλο των Αγγέλων και Αρχαγγέλων όπως: Η εμφάνιση του Αρχαγγέλου στο μάντη Βαρλαάμ, η εμφάνιση του Αρχαγγέλου στον Ιησού του Ναυή και η Κατάληψη της Ιεριχούς (εικ. 2), και ο Αρχάγγελος Μιχαήλ βγάζει το δαιμόνιο από το μοναχό Μιχαήλ (εικ. 3).

Ταυτόσημη θεματολογία ακολουθεί και ο αγιογράφος στο ξωκλήσι του αρχαγγέλου Μιχαήλ Κοκκιμήδη (εικ. 4). Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό μνημείο, χτισμένο σε περίοπτη θέση, στο οποίο οδηγεί ένα ανηφορικό και κακοτράχαλο μονοπάτι. Η γραφικότητα του χώρου συμπληρώνεται με την αποκάλυψη ενός μικρού θησαυρού για τη ζωγραφική τέχνη της μεταβυζαντινής περιόδου. Η κτητορική του επιγραφή τοποθετεί χρονικά την αγιογράφησή του το 1697, με τη συνδρομή του ιερομονάχου Καλλιστράτου. Το εικονογραφικό του πρόγραμμα περιλαμβάνει σκηνές από το Δωδεκάορτο και το Βίο του Χριστού, όπως: Ο Ευαγγελισμός, η Βάπτιση, η Υπαπαντή, η Μεταμόρφωση, η Βαϊοφόρος, η Εις Άδου Κάθοδος, ο Επιτάφιος, η Σταύρωση κ.ά. Επίσης σε χαμηλότερο επίπεδο στο χώρο του κυρίως ναού, εντοπίζουμε σκηνές από τα προαναφερθέντα Θαύματα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (εικ. 5). Η ζωγραφική πείρα του αγιογράφου του ναού αξιολογείται με τρόπο που αποκλείει την αμήχανη επανάληψη των προτύπων που χρησιμοποιεί, αφού καταφέρνει να εμπλουτίσει τις συνθέσεις του με λεπτομέρειες που τον διαφοροποιούν από παραστάσεις άλλων αγιογράφων του νησιού με ίδια θεματολογία.

Συνεχίζοντας το οδοιπορικό μας στο νησί στεκόμαστε με δέος μπροστά στο μοναστήρι του Μεγάλου Σωτήρη, που και αυτό αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της ζωγραφικής και ξυλογλυπτικής τέχνης της Σύμης. Το μοναστήρι είναι μετόχι της μονής Πανορμίτη, έχει φρουριακή τείχιση και στο εσωτερικό του υπάρχουν άλλα τρία ναΰδρια, των αγίων Χαραλάμπους και Αντωνίου, που είναι παλαιότερα και της Κοίμησης της Θεοτόκου του Χάλαρη, που είναι μεταγενέστερο. Το καθολικό της μονής είναι αφιερωμένο στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και είναι κατάστικτο από τοιχογραφίες που έχουν φιλοτεχνηθεί το 1727, σύμφωνα με την κτητορική του επιγραφή. Ο αγιογράφος είναι ο ίδιος που ιστόρησε το μοναστήρι του αρχαγγέλου Μιχαήλ του Κουρκουνιώτη που βρίσκεται σε κοντινή απόσταση και πιθανότητα ταυτίζεται, τεχνοτροπικά τουλάχιστον, με τον γνωστό μοναχό καλλιτέχνη Γρηγόριο, που το έργο του εντοπίζεται στη Ρόδο, τη Σύμη και την Τήλο και τοποθετείται χρονικά στον 18ο αι. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα εικονογραφικά θέματα της Αποκαθήλωσης (εικ. 6) και του Επιτάφιου Θρήνου (εικ. 7). Πρόκειται για συνθέσεις με πλούσιο περιγραφικό χαρακτήρα. Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, η στάση, οι χειρονομίες και η δραματικότητα στα πρόσωπα είναι αρκετά νατουραλιστικές, ώστε να δίνουν την αίσθηση εκφράσεων σε εξέλιξη.

Περίτεχνο, με υπερβολικό διάκοσμο, γνήσιο δείγμα της τέχνης Baroque, αποτελεί το χρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο του καθολικού (εικ. 8), όπου κυριαρχούν τα φυτικά κοσμήματα, οι κορινθιάζοντες πεσσίσκοι και η εντυπωσιακή Πυραμίδα με τον Εσταυρωμένο και τα Λυπηρά (εικ. 9). Έχει σκαλιστεί με έκτυπη τεχνική ζωντανεύοντας θέματα που επισφραγίζουν τη δικαίωση της πλούσιας παράδοσης ξυλογλυπτικής τέχνης στον τόπο αυτό. Το έκτυπο ανάγλυφο σε συνδυασμό με τα χρωματικά ποικίλματα, που «δένονται» μεταξύ τους χωρίς να προκαλούν το μάτι του θεατή, προσφέρουν μια αισθητική ισορροπία στην όλη διακόσμηση του τέμπλου.

Σημαντική στάση της περιήγησής μας στο νησί, ύστερα από αμέτρητες εκπλήξεις και προκλήσεις σε ερευνητικό επίπεδο, αποτελεί η μονή Πανορμίτη (εικ. 10, 11). Πότε ακριβώς ιδρύθηκε δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένο, σίγουρα όμως το μοναστήρι υπήρχε τον 15ο αι., όπως βεβαιώνεται από χειρόγραφο του 1460. Το καθολικό της μονής, που είναι αφιερωμένο στον Ταξιάρχη Μιχαήλ, φέρει εντοιχισμένη μαρμάρινη επιγραφή που αναφέρει ότι ο ναός ανακαινίσθηκε με την επίβλεψη και τις οδηγίες του αρχιτέκτονα Αναστάσιου Καρναβά από τη Ρόδο, το 1783. Η αξιόλογη εικονογράφησή του φιλοτεχνήθηκε το 1792 από τον γνωστό Συμαίο αγιογράφο ιερομόναχο Νεόφυτο και τον επίσης Συμαίο Κυριάκο Καρακωστίου ή Καρακωστή. Το κατάγραφο εσωτερικό του καθολικού (εικ. 12) δονείται από κίνηση που πλημμυρίζει τη ζωγραφική επιφάνεια. Ο χώρος της παράστασης διαρθρώνεται από τους αγιογράφους με απαιτήσεις σκηνογραφικής ερμηνείας που προοικονομεί τη δράση και συνηχεί στο πάθος των μορφών. Το καθολικό διαθέτει εντυπωσιακό ξυλόγλυπτο τέμπλο ρυθμού Baroque, σκαλισμένο το 18ο αι. από το Δράκο Ταλιαδούρο από την Κω. Οι σκουρόχρωμες αποχρώσεις του διακόσμου σε σκοτεινό βάθος δυσκολεύουν το θεατή στη διακρίβωση των διακοσμητικών του θεμάτων.

Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι οι αγιογράφοι που φιλοτέχνησαν το διάκοσμο γνώριζαν τα τεχνικά εφόδια του αγιογραφικού επαγγέλματος και είχαν διδαχθεί μια δοκιμασμένη τεχνική που τους εξασφάλιζε κάποιο εικονογραφικό λεξιλόγιο συνθέσεων και μορφών. Η κατεύθυνση όμως αυτή δεν τους προσέφερε μια συγκεκριμένη αισθητική θεωρία και ένα σταθερό ύφος, γι’ αυτό παρατηρείται ενίοτε έλλειψη συνοχής και ομοιογένειας σε ορισμένες θεματικές συνθέσεις. Η χαλαρότητα του εικονογραφικού προγράμματος που εντοπίζεται σε αρκετά μνημεία και ορισμένες παρανοήσεις ή παραλείψεις στις λεπτομέρειες των εικονογραφημένων θεμάτων αποκαλύπτουν ελλιπή κατάρτιση των ζωγράφων ως προς τη δογματική σημασία της εικονογραφίας, γεγονός όμως σύνηθες στη μεταβυζαντινή εποχή, αφού οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν δημιουργούσαν πρόσφορο έδαφος για την ανάπτυξη αυτών των διαφοροποιήσεων.

Η τυπολογική, τεχνοτροπική και αισθητική προσέγγιση των θεμάτων που ξεδιπλώνονται στη ζωγραφική επιφάνεια μαρτυρούν ότι οι αγιογράφοι επιλέγουν εικονογραφικά προγράμματα με περιεκτικό και διδακτικό περιεχόμενο, που ικανοποιεί και καλύπτει σε αρκετά μεγάλο βαθμό τις θρησκευτικές ανάγκες των πιστών της περιοχής και προσφέρει υλικό για τη μελέτη της τεχνοτροπικής ποικιλίας των μεταγενέστερων μαϊστόρων επιτυγχάνοντας τη δημιουργική συνέχεια της εικονογραφικής παράδοσης.

Η βυζαντινή ζωγραφική οργανώνεται στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εικαστικής αρχής: ότι η αίσθηση αντιλαμβάνεται πρώτα το χρώμα, επομένως το χρώμα προηγείται της γραμμής. Οδεύοντας πάνω σε αυτό το αισθητικό μονοπάτι, οι ζωγράφοι των μνημείων της Σύμης δημιούργησαν τις συνθέσεις τους με καθαρότητα και απλότητα στη γραμμή, στοιχεία που απομακρύνουν από τη φλυαρία και την πολυπλοκότητα, που σίγουρα λειτουργούν ως τροχοπέδη στην πνευματική αποστολή της εικόνας. Η εσωτερική συνομιλία και η συνύπαρξη των αλληλοεξαρτούμενων γραμμών που συμπορεύονται και συμπληρώνουν η μία την άλλη αποκαλύπτει τη ρευστότητα και την ευελιξία ως χαρακτηριστικά της τέχνης τους. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στόχος της βυζαντινής ζωγραφικής είναι η επίτευξη της «κοινωνίας» μεταξύ της ζωγραφικής μορφής και του θεατή. Στον ιδιόμορφο βυζαντινό πολιτισμό, η εικαστική γλώσσα δεν είναι παθητικό και αφηρημένο γεγονός που υπάρχει απέναντι από το θεατή στο δικό της χωρόχρονο. Αντίθετα, είναι ενεργητικό γεγονός. Ενεργεί και κινείται προς το θεατή, από τον οποίο ζητείται επίσης ανάλογη κίνηση προκειμένου να συναντήσει την εικόνα και να συνδιαλεχθεί με το εικονιζόμενο θέμα της. Στόχος λοιπόν των ζωγράφων είναι η σύναψη αισθητικής συνομιλίας της μορφής με το θεατή, στοιχείο που προκύπτει από τη δημιουργική αναπαραγωγή των προτύπων της ζωγραφικής τέχνης και όχι από τη στείρα και αβασάνιστα μιμητική προσέγγισή της.

Εκτός όμως από το ζωγραφικό ενδιαφέρον, η εκκλησιαστική τέχνη της Σύμης, όπως προείπα, μας προσφέρει πλούσιο υλικό στο χώρο της ξυλογλυπτικής. Τα νέα διακοσμητικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται, από τον 18ο αιώνα και μετά, ανήκουν στο σύνολό τους στο χώρο του Baroque. Με την άντληση θεμάτων και τεχνικής από το ρυθμό αυτό, σε αντίθεση με τη μάλλον κλειστή και στατική Αναγέννηση, αναζητείται διαρκής κίνηση, έντονη δραματικότητα –μέσα από τις έντονες φωτοσκιάσεις– και παράλληλη έκφραση συνεχούς ανησυχίας. Αντί του κύκλου που περιορίζεται από το νόμο του κέντρου, τώρα προτιμάται η πιο ελεύθερη έλλειψη. Κυριαρχούν γραμμές με κίνηση και οι ασαφείς οπτικές εντυπώσεις (ιλουζιονισμός). Μέσα στις αντιμαχόμενες κυρτές και κοίλες γραμμές και επιφάνειες, το φορτικό διάκοσμο ανθοπλοκάμων και σπειρών τοποθετούνται οι εικόνες, ή εμφανίζονται ιπτάμενοι άγγελοι και εκστατικά βακχικά προσωπεία. Πρόκειται για ένα κόσμο ασάφειας και μυστηρίου, στοιχεία που προκαλούν το ενδιαφέρον του θεατή. Παρά όμως, την καταλυτική επίδραση της Δύσης, στο χώρο της ξυλογλυπτικής τέχνης, οι ξυλογλύπτες της Σύμης κατορθώνουν να παρουσιάσουν έργα εμπνευσμένα και πρωτότυπα, σύμφωνα με την ιδιοσυγκρασία και το προσωπικό τους ύφος, εναρμονισμένα πάντα στο ιδιαίτερο και ξεχωριστό ελληνικό περιβάλλον.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να τονίσω ότι η συγκεκριμένη δημοσίευση αποτελεί ένα πολύ μικρό τμήμα μιας ευρύτερης μελέτης της συγγραφέως και φωτογραφικής καταγραφής 128 εκκλησιαστικών μνημείων με πλούσια ζωγραφική και ξυλογλυπτική διακόσμηση, υλικό το οποίο παραμένει αδημοσίευτο.

Βιβλιογραφία
Ασκητού Γ., Η εν Σύμη ιερά Σταυροπηγιακή και Πατριαρχική μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ Ρουκουνιώτη, Ρόδος 1961.

Βασιλειάδη Δ., Θεώρηση της αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής υπό ανήσυχη οπτική γωνία, Αθήνα 1972.

Καρανικόλα Α., «Κατάλογος χειρογράφων προερχομένων εκ της Σχολής Σύμης», Ελληνικά, 23 (1970), σσ. 38-56.

Κουκιάρη Σ. (Αρχιμ.), Τα θαύματα – εμφανίσεις των Αγγέλων και Αρχαγγέλων στη Βυζαντινή τέχνη των Βαλκανίων, Αθήνα-Γιάννενα 1989.

Κουτελάκη Χ., Ξυλόγλυπτα Τέμπλα της Δωδεκανήσου μέχρι το 1700, Αθήνα 1986.

Μαμαλίγκα-Ζαχαρίου Ε., Η Μεγάλη Εικόνα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του Ρουκουνιώτη στη Σύμη, Σύλλογος Συμαίων Αθηνών-Πειραιώς «Ο Πανορμίτης» 2006.

Μελισσουργάκη-Αρφαρά Μ., Σύμη, ένα ελληνικό νησί, Αθήνα 1991.

Μουζακιώτου Σ., Το καθολικό της ιεράς μονής Δημιόβης Μεσσηνίας. Ιστορική και ξυλογλυπτική μελέτη (Μεταπτυχιακή εργασία), Αθήνα 2001.

Μουζακιώτου Σ., Τέσσερις ναοί στον Ταΰγετο Μεσσηνίας. Ζωγραφική και ξυλογλυπτική τέχνη (Διδακτορική διατριβή), Αθήνα 2008.

Σκευοφύλακος Μ.Θ., Ο Πανορμίτης και η περιώνυμη μονή του, Αθήναι 1980.

Τσαπαρλή Ευ., Ξυλόγλυπτα τέμπλα Ηπείρου 17ου – α΄ ημίσεος 18ου αι. – Πρότυπα ξυλόγλυπτα, Αθήναι 1980.

Χαβιάρα Ν., Τα μοναστήρια της Σύμης, α΄, εν Αθήναις 1962.

Χατζηφώτη Ι. Μ., Η Ιερά μονή Πανορμίτου Σύμης, Αθήνα 1978.

Χατζηφώτη Ι. Μ., Ρουκουνιώτης, Πανορμίτης, Μεγάλος Σωτήρης. Τα τρία μεγάλα μοναστήρια της Σύμης, Αθήνα 1999.

Χατζηφώτη Ι. Μ., Σύμη. Ο Βιγλάτορας του ελληνικού Αρχιπελάγους, Αθήνα 1996.

Στέλλα Μουζακιώτου
Δρ Μεταβυζαντινής Τέχνης
Επιστημονική Συνεργάτις, Τ.Ε.Ι. Αθήνας