Η στρογγυλή τράπεζα με θέμα «Οι Κυκλάδες από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο: οικονομία και κοινωνία» πραγματοποιήθηκε στη Λυών της Γαλλίας, στο Maison de l’Orient et de la Méditerranée, από τις 12 έως τις 13 Νοεμβρίου 2009. Ο προβληματισμός είναι γνωστός: οι γραπτές πηγές, κυρίως οι φιλολογικές, μεταφέρουν μια εικόνα εγκατάλειψης κατά τη ρωμαϊκή περίοδο – τα νησιά του Αιγαίου, σύμφωνα με τους αρχαίους συγγραφείς, αποτελούσαν κυρίως τόπο εξορίας. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχουν εκδοθεί νέες ιστορικές μελέτες για τις Κυκλάδες, όπως αυτή του P. Brun, για το Αιγαίο κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο (Les archipels égéens dans l’Antiquité grecque, Vème-IIème av. J.-C., Besançon 1996), ή η μελέτη του Π.Μ. Νίγδελη για το πολίτευμα και την κοινωνία των Κυκλάδων, βασισμένη κυρίως στις επιγραφές (Πολίτευμα και κοινωνία των Κυκλάδων κατά την ελληνιστική και αυτοκρατορική εποχή, Θεσσαλονίκη 1990). Οι ιστορικές έρευνες για τις Κυκλάδες συνεχίζονται ενώ η αρχαιολογική έρευνα ανανεώνει τις γνώσεις μας για τις πόλεις των Κυκλάδων. Συμφωνούν όμως τα πορίσματα της σύγχρονης έρευνας με την εικόνα που προαναφέρθηκε και που ήταν μέχρι σήμερα αποδεκτή ;

Η διημερίδα περιλάμβανε τις εξής ενότητες: η πρώτη ενότητα είχε θέμα τους μεγάλους αρχαιολογικούς χώρους μέσα από τις γραπτές πηγές και τα αρχαιολογικά κατάλοιπα, η δεύτερη εξέτασε το πέρασμα από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή περίοδο, η τρίτη αφορούσε την παραγωγή, τη διακίνηση και τις συναλλαγές και η τέταρτη την κοινωνία και τη θρησκεία.

Στην εισαγωγική ανακοίνωση, ο Roland Etienne εξέτασε τις Κυκλάδες ως γεωγραφική οντότητα και ως αντικείμενο επιστημονικής μελέτης. Θύμισε στο κοινό ότι η περιφέρεια και τα σύνορα της περιοχής είναι σχετικά ασαφή και ότι, ακόμα και στην αρχαιότητα, για τους αρχαίους συγγραφείς οι Κυκλάδες ήταν τα νησιά που βρίσκονταν γύρω από τη Δήλο. Κατά συνέπεια, ορισμένα νησιά δεν αναφέρονταν ποτέ. Οι πληροφορίες που μας μεταφέρουν οι περιηγητές στα νεότερα χρόνια δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια εικόνα της αρχαίας γνώσης. Οι μελετητές προσπάθησαν να διαγνώσουν μία ενότητα και μία πρωτοτυπία στις Κυκλάδες μέσα από τον κυκλαδικό πολιτισμό και τα γνωστά μας κυκλαδικά ειδώλια. Η έννοια του νησιού και της ιδιαιτερότητάς του κρατάει εξέχουσα θέση στις μελέτες των τελευταίων χρόνων, οι οποίες τονίζουν τη «μοναξιά» που χαρακτηρίζει τη ζωή στο νησί αλλά και τη δύναμη, την αυτονομία και τη δημιουργικότητά της, τη σημαντική θέση των νησιών μέσα σε μια μεγάλη λίμνη, όπως για παράδειγμα στο βιβλίο του F. Braudel, La Méditerranée et le monde méditerranéen à l’époque de Philippe II, Paris 1966, χάρη στη μεταξύ τους σύνδεση («connectivity»), όπως τονίζουν οι P. Horden και N. Purcell στο βιβλίο τους, The Corrupting Sea. A Study of Mediterranean History, Οξφόρδη 2000 (σ. 137-143).

Η ανακοίνωση της Claire Hasenohr είχε σκοπό να αποκαταστήσει την εικόνα της ρωμαϊκής Δήλου – ή μέρους της. Οι ανασκαφές των αρχών του 20ου αιώνα καταστρέψαν τα υψηλότερα στρώματα που προσέφεραν μαρτυρίες για τη ζωή στο ιερό και στους γύρω χώρους μετά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Συμπληρώνοντας τις ήδη δημοσιευμένες μελέτες για την οικιστική εξέλιξη της Δήλου (Ph. Bruneau, «Contribution à l’histoire urbaine de Délos à l’époque hellénistique et à l’époque impériale», Bulletin de Correspondance Hellénique, 92, 1968, σ. 633-709), η ανασκαφική έρευνα συνεχίζεται παράλληλα με τη μελέτη του αρχειακού και φωτογραφικού υλικού. Η Claire Hasenohr ερευνά συγκεκριμένα την περιοχή της αγοράς των Κομπηταλιαστών, ανατολικά του ιερού και νότια του «ιερού λιμένος» της Δήλου. Ανέφερε την κατασκευή θερμών στο νότιο μέρος της αγοράς, πάνω σε αρχαιότερα ερείπια, αλλά και τη διάλυση κατά τη ρωμαϊκή περίοδο ενός τιμητικού μνημείου ώστε να επαναχρησιμοποιηθεί το οικοδομικό του υλικό (μάρμαρο) για την κατασκευή σπιτιών και άλλων κτιρίων στην ίδια περιοχή.

Η Stéphanie Maillot παρουσίασε ένα σημαντικό μνημείο της Δήλου, κτισμένο στο δεύτερο μισό του 1ου αιώνα π.Χ. Πρόκειται το τείχος του Τριαρίου το οποίο χτίστηκε μετά την εισβολή του πειρατή Αθηνοδώρου το 69 π.Χ. και ανήκει σε οικοδομικό πρόγραμμα των Ρωμαίων για την προστασία του ιερού και του ιστορικού κέντρου της Δήλου.

Η ανακοίνωση της Hélène Wurmser με θέμα την οικία στις Κυκλάδες κατά τη ρωμαϊκή περίοδο έθεσε το ερώτημα του ορισμού της «ρωμαϊκής οικίας στον ελλαδικό χώρο ή της οικίας στον ελλαδικό χώρο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο;». Παρουσίασε τις κατοικίες σε πόλεις όπως η Θήρα και η Δήλος οδηγούμενη στο συμπέρασμα ότι παρότι μεταφέρονται ορισμένα αρχιτεκτονικά στοιχεία από το ρωμαϊκό κόσμο στον ελληνικό, όπως η περίστυλη αυλή –που θυμίζει το atrium– αυτά δεν είχαν την ίδια λειτουργία και έτσι πρόκειται περισσότερο για «ανοικοδόμηση» οικιών στη ρωμαϊκή περίοδο αντί για μεταφορά του ρωμαϊκού πρότυπου και για συνέχιση της αρχιτεκτονικής παράδοσης, με συχνή χρήση αρχαιότερου υλικού. Η εικόνα που παρουσιάζεται σήμερα είναι δυστυχώς ανεπαρκής διότι βασίζεται κυρίως στις δημοσιεύσεις παλαιών ανασκαφών ενώ ελάχιστες πρόσφατες ανασκαφές έχουν δημοσιευτεί.

Η δεύτερη ενότητα του συνεδρίου προσέγγισε τις μεταβολές ή τις συνέχειες που σημειώνονται κατά το πέρασμα από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή περίοδο. Η Χαρίκλεια Παπαγεωργιάδου-Μπάνη παρουσίασε την κοινωνία και τα νομίσματα των Κυκλάδων στη ρωμαϊκή περίοδο, δηλαδή μετά την pax romana που ακολούθησε τη νίκη του Οκταβίου στο Άκτιο το 31 π. Χ. Η περίοδος αυτή όμως δεν αποτέλεσε περίοδο οικονομικής ευημερίας: η κοπή νομίσματος από μια πόλη μπορεί να σχετίζεται με κρίση ή με φορολογικά μέτρα. Στο συνοπτικό πίνακα των νομισμάτων των Κυκλάδων εμφανίζονται πολλές κοπές στα νησιά τη περίοδο των Αντωνίνων καθώς και ευεργεσίες εκ μέρους των επιφανών πολιτών.

Η ανακοίνωση της Marie-Thérèse Le Dinahet είχε θέμα τα ταφικά έθιμα στις Κυκλάδες κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Τα ταφικά μνημεία, οι επιτύμβιες στήλες και οι τάφοι στις νεκροπόλεις των πόλεων της Θήρας, της Πάρου και της Σικίνου φανερώνουν τον πλούτο επιφανών πολιτών των Κυκλάδων.

Ο François Queyrel μελέτησε ένα εργαστήριο γλυπτικής των Κυκλάδων της ρωμαϊκής περιόδου στο ιερό του Ποσειδώνος και της Αμφτρίτης στα Κιόνια της Τήνου. Παρουσίασε παραδείγματα αγαλμάτων από τα νησιά, όπως ένα θωρακοφόρο από τα Ύρια της Νάξου, ο οποίος χρονολογείται στην ίδια περίοδο με τα παραδείγματα από την Τήνο.

Η τρίτη ενότητα αφορούσε την παραγωγή, το εμπόριο και τις συναλλαγές στις Κυκλάδες. Η πρώτη ομιλήτρια, Catherine Bouras, παρουσίασε τα λιμάνια των Κυκλάδων κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Ενώ οι αρχαίοι συγγραφείς παρουσιάζουν έναν τόπο ερειπωμένο και ακατοίκητο στη ρωμαϊκή περίοδο, τα αρχαιολογικά κατάλοιπα και οι επιγραφικές πηγές δείχνουν μια συνεχή δραστηριότητα όσον αφορά τις θαλάσσιες διαδρομές, την κυκλοφορία και τις συναλλαγές. Αν και τα ευρήματα είναι αποσπασματικά και δεν προσφέρουν μια γενική εικόνα, αξίζει να σημειωθεί ότι ευρήματα από τη Θήρα, όπου ο επιφανής πολίτης Κλειτοσθένης χτίζει βαλανεία στα επίνεια της πόλης, και τα Κατάπολα Αμοργού, όπου στο πλαίσιο σωστικών ανασκαφών ήρθαν στο φως πολυτελείς ρωμαϊκές οικίες με ψηφιδωτά δάπεδα, συμβάλλουν στην αποκατάσταση μιας δραστήριας κοινωνίας στη ρωμαϊκή περίοδο.

Η ανακοίνωση της Annette Peignard-Giros είχε σκοπό να δείξει τις εμπορικές συναλλαγές μέσα από τη μελέτη της λιγοστής κεραμικής της ρωμαϊκής περιόδου στη Δήλο. Δυστυχώς, τα θραύσματα κεραμικής που φυλάσσονται στις αποθήκες είναι λίγα διότι είχαν ήδη απομακρυνθεί κατά τις ανασκαφές του περασμένου αιώνα, μαζί τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της ρωμαϊκής περιόδου. Η κεραμική που έχει συγκεντρωθεί αποτελείται από τους λύχνους που μελέτησε ο Philippe Bruneau, με προέλευση από την Ιταλία, Κνίδο και Μικρά Ασία, Κόρινθο, Αττική και Αφρική, και από ερυθροβαφή κεραμική ανατολικής και δυτικής προέλευσης, και από δυτικής προέλευσης ερυθροβαφή (arretine) καθώς και από λεπτότεχνη κεραμική (π.χ. barbotine). Τα σχήματα στις διάφορες ομάδες ανήκουν στα πιο διαδεδομένα και χρονολογούνται κυρίως από το δεύτερο μισό του 1ου αι. π.Χ. έως το πρώτο μισό του 1ου αι. μ.Χ.

Η τελευταία ενότητα προσέγγισε την κοινωνία και τη θρησκεία κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η πρώτη ανακοίνωση, του Marco Galli, εξέτασε τους λόγους για τους οποίους ανεγέρθηκαν θέρμες στην Αγορά των Δηλίων.

Η Enora Le Quéré παρουσίασε το ρόλο των ευεργετών στη ρωμαϊκή περίοδο. Η μελέτη του επιγραφικού υλικού των Κυκλάδων για τη συγκεκριμένη περίοδο αποκαλύπτει ορισμένες μεγάλες οικογένειες επιφανών πολιτών, με δραστηριότητα που καταγράφεται για τρεις γενιές. Διακρίνονται για τη θέση τους στη πολιτική ζωή των πόλεων αλλά και για τον ευεργετισμό τους προς τις πόλεις, χρηματοδοτούν επισκευές κτιρίων και ανοικοδόμηση νέων οικοδομημάτων.

Η τελευταία ανακοίνωση, του Julien Mermoz, παρουσίασε την αυτοκρατορική λατρεία στις Κυκλάδες σαν πολιτικό και θρησκευτικό φαινόμενο.

Τα συμπεράσματα της διημερίδας συνόψισε η Marie-Thérèse Le Dinahet, τονίζοντας ταυτόχρονα την αξία του διαλόγου μεταξύ των ερευνητών, χάρη στον οποίο κατανοούμε καλύτερα τις Κυκλάδες στη ρωμαϊκή περίοδο. Το έργο του Patrice Brun για τις Κυκλάδες στην κλασική και την ελληνιστική περίοδο, κυρίως μέσα από τις γραπτές πηγές, δεν έφτασε ως τη ρωμαϊκή περίοδο. Σκοπός λοιπόν αυτής της στρογγυλής τράπεζας ήταν να καλυφθεί το κενό αυτό στην έρευνα, προσφέροντας νέα στοιχεία για την εικόνα των Κυκλάδων κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο. Πράγματι το τείχος του Τριαρίου δεν χτίστηκε τυχαία αλλά αποτέλεσε σημαντικό οχυρωματικό και αμυντικό μνημείο. Τέθηκε το ερώτημα του πλούτου και της οικονομικής ευημερίας τα χρόνια της pax romana, ενώ οι μελέτες για τη Δήλο έδειξαν ότι η πόλη αντί να εξαφανιστεί, ξαναχτίστηκε, επισκευάστηκε και επαναχρησιμοποίησε τα υπάρχοντα, κυρίως στην παραθαλάσσια περιοχή της αγοράς των Κομπηταλιαστών. Άνθισαν οι παραθαλάσσιοι οικισμοί ενώ οι επιγραφές των Γραμμάτων στη Σύρο μαρτυρούν τη δυναμική θαλάσσια επικοινωνία, κυρίως με τη Μικρά Ασία. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και η μελέτη της ρωμαϊκής κεραμικής της Δήλου. Η ανακοίνωση του M. Galli έδειξε την θρησκευτική αναβίωση στη Δήλο και το ρόλο του ευεργετισμού του Ηρώδη του Αττικού. Φάνηκε επίσης η παράδοση στις κατοικίες της αυτοκρατορικής περιόδου, οι οποίες ακολουθούν τα ελληνικά πρότυπα με νέα αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά, χωρίς να εισάγεται ο ρωμαϊκός τύπος. Στοιχεία για τη συνέχεια της παράδοσης έδειξε και η μελέτη των ταφικών μνημείων, τα οποία μαρτυρούν ένα «νησιώτικο πατριωτισμό». Παρουσιάστηκε ακόμη η ποιότητα των εργαστηρίων γλυπτών της Τήνου, ενώ τέθηκε το ερώτημα της καταγωγής του πλούτου των εξεχόντων πολιτών των Κυκλάδων.

Catherine Bouras