Τέσσερις μήνες πέρασαν από τα προγραμματισμένα εγκαίνια που θα προσέφεραν στην Αθήνα ολοκληρωμένο ένα από τα εντυπωσιακότερα και πλουσιότερα μουσεία της- το Βυζαντινό και Χριστιανικό. Τελικώς τη δόξα του καλοκαιριού πήρε το Νέο Μουσείο Ακρόπολης και η Βίλα Ιλίσια της Δουκίσσης Πλακεντίας παρέμεινε γιαπί.
Τώρα όμως τα περισσότερα από τα 950 αντικείμενα από το 1453 ως και τον 20ό αιώνα, τα οποία συνθέτουν το δεύτερο κομμάτι των μόνιμων συλλογών του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου, βρίσκονται στο νήμα. Και η κορδέλα θα κοπεί- ανεπισήμως- στις 5 Οκτωβρίου, πέντε χρόνια μετά την επανέκθεση του πρώτου μέρους της μόνιμης συλλογής του μουσείου (αμιγώς βυζαντινής με 1.200 εκθέματα) και ύστερα από 10 χρόνια προετοιμασίας και έρευνας.
«Πρόκειται για μια πρωτότυπη προσέγγιση μιας άγνωστης εποχής», λέει ο διευθυντής του μουσείου Δημήτρης Κωνστάντιος. «Είναι η πρώτη φορά που ένα ελληνικό μουσείο επιχειρεί οργανωμένα να διαβάσει τη συγκεκριμένη και διαστρεβλωμένη ιστορική περίοδο, αντιμετωπίζοντας τα εκθέματα όχι μόνο ως αριστουργήματα, αλλά ως μαρτυρίες πολιτισμού. Μέσα από την έκθεση φαίνεται ότι η περίοδος που υποτιμητικά ονομάζουμε τουρκοκρατία και βενετοκρατία είναι μια περίοδος δημιουργίας και αντίστασης- στο πλαίσιο της κατακτημένης κοινωνίας.
Και αυτό ακριβώς αποδεικνύεται μέσα από την επανέκθεση».
Στα 1.450 τ.μ. των εκθεσιακών χώρων θα βρουν θέση όχι μόνο σημαντικής αξίας αντικείμενα, αλλά και αριστουργήματα που στην πλειονότητά τους θα εκτεθούν για πρώτη φορά και θα «μιλήσουν» για την κοινωνία και την τέχνη της βενετικής Κρήτης, την τέχνη στα Επτάνησα, την οθωμανική κατάκτηση, την εκκλησία, τις μονές, τις όψεις της καθημερινής ζωής, τον ρόλο των εντύπων, τη θρησκευτική ζωγραφική στο νεοελληνικό κράτος.
Την παράσταση αναμένεται να κλέψουν ανάμεσα σε άλλα οι τοιχογραφίες ενός ολόκληρου τοίχου του 15ου αιώνα από την Απόλπαινα Λευκάδας. Τα ζωγραφισμένα θωράκια από τον διάσημο Επτανήσιο καλλιτέχνη Μόσκο, όπου φαίνεται η επιρροή που έχει δεχτεί από τις χαλκογραφίες της Δύσης. Το μοναδικό σχέδιο της οροφογραφίας του Παναγιώτη Δοξαρά που έφτιαξε για τον Άγιο Σπυρίδωνα της Κέρκυρας. Τα σημαντικά και τεράστια σχέδια του Βαυαρού Λουδοβίκου Θείρσιου, βασικού εκφραστή της ναζαρινής ζωγραφικής που «εισάγει την τρίτη διάσταση, την οποία έχει απορρίψει η βυζαντινή ζωγραφική», όπως εξηγεί στα «ΝΕΑ» η επιμελήτρια της επανέκθεσης Αναστασία Λαζαρίδου. Οι τοιχογραφίες του 18ου αιώνα από την Παναγιά των Δελφών που γκρεμίστηκε για χάρη των ανασκαφών. Οι επιτάφιοι που έχουν φτιάξει οι επώνυμες κεντήστρες της Πόλης. Οι καραμανλίδικες εικόνες που φέρουν επιγραφές στα τούρκικα γραμμένες με ελληνικά στοιχεία. Τα δύο μεγάλα ανθίβολα (σχέδια για αγιογραφίες) του Σπύρου Παπαλουκά από την Άμφισσα. Αλλά και πιο «ταπεινά» αντικείμενα, όπως τα περίτεχνα φυλαχτά, οι τηνιακοί φεγγίτες από γκρι ασβεστόλιθο ή ακόμη και οι μεταλλικοί κρίκοι με τους οποίους έδεναν τους «δαιμονισμένους» μέσα στην εκκλησία. Ένα σύνολο γεμάτο δύσκολα και ετερόκλητα αντικείμενα που κατάφερε να «δαμάσει» για να παρουσιαστούν σωστά η αρχιτέκτονας Αυγή Τζάκου.
Η αυλαία όμως δεν θα πέφτει με γεύση αμιγώς βυζαντινή. Μια έκθεση που θα εναλλάσσεται κάθε έξι μήνες θα δώσει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να διαπιστώνουν την επιρροή του Βυζαντίου στην τέχνη του 20ού αιώνα, γι΄ αυτό και σε πρώτη φάση λίγο πριν από την έξοδο θα φιλοξενηθούν έργα με θρησκευτικά θέματα των Κόντογλου, Παρθένη κ.ά. που αποτυπώνουν πώς έφτασε η θρησκευτική τέχνη στον προηγούμενο αιώνα.
Όσο για την καφετέρια και το πωλητήριο που θα ολοκληρώσουν την εικόνα του μουσείου αναμένεται να είναι έτοιμα κοντά στα Χριστούγεννα.

Πηγή: Τα Νέα, Μ. Αδαμοπούλου, 18/9/09