Κωνσταντίνος Καρανάσος, Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και την διαχείριση των μνημείων στην πόλη της Ρόδου κατά την ιταλική κατοχή, 1912-1947

Η διατριβή μου με θέμα «Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και την διαχείριση των μνημείων στην πόλη της Ρόδου κατά την ιταλική κατοχή 1912-47» παρουσιάζει ένα κομμάτι της πρόσφατης ιστορίας της πόλης της Ρόδου.
Πραγματεύεται ζητήματα όπως η διαχείριση των μνημείων και του περιβάλλοντα αυτών χώρου, του μνημειακού χώρου εν γένει της ιστορικής πόλης, θέματα που σχετίζονται με εντάξεις μνημείων αλλά και νεότερων κτισμάτων σε υφιστάμενους πολεοδομικούς οργανισμούς και, τέλος, θέματα σχετικά με τη μετάβαση της αντίληψής μας από το μνημείο ως μονάδα στο μνημείο ως σύνολο. Όλα αυτά τα ζητήματα εξετάζονται όμως υπό το πρίσμα μιας σημαντικής παραμέτρου, η οποία κατά τη διάρκεια της ιταλικής κατοχής έπαιξε καθοριστικό ρόλο: την πολιτική. Η ιταλική κατοχή, ως γνωστό, καλύπτει ως επί το πλείστον τα χρόνια του μεσοπολέμου, κατά οποία οι αποφάσεις στους περισσότερους τομείς κατευθύνονταν από πολιτικές σκοπιμότητες.
Η μελέτη, με την εξέταση ενδεικτικών παραδειγμάτων αποκατάστασης μνημείων της περιτειχισμένης πόλης και του άμεσου περιβάλλοντος αυτής, όπως επίσης και των πολεοδομικών παρεμβάσεων εντός και γύρω από αυτήν, είχε στόχο να απαντήσει σε διάφορα ερωτήματα: πως βρέθηκαν οι Ιταλοί στη Ρόδο εκείνη τη χρονική περίοδο; Τι ζητούσαν σε έναν τόπο, ο οποίος δεν υπήρξε ποτέ μεταξύ των κύριων βλέψεων της αποικιακής τους πολιτικής; Σε τι τελικά αποσκοπούσε η παρουσία τους στην ξεχασμένη αυτή γωνιά του ΝΑ Αιγαίου; Τι συμβόλιζε γι’ αυτούς η Ρόδος, όπως επίσης εάν και για ποιούς λόγους ακολούθησαν στην πόλη αυτή διαφορετικές τακτικές σχεδιασμού σε σχέση με άλλες πόλεις των κτήσεών τους; Και τέλος, πώς κατάφεραν να αφήσουν αδιάψευστα τα ίχνη της παραμονής τους εκεί;
Η μελέτη διαρθρώνεται σε τρία μεγάλα μέρη, τα οποία ακολουθούν τις τρεις κύριες ιστορικές περιόδους της ιταλικής κατοχής της Δωδεκανήσου.

Η πρώτη περίοδος ιταλικής κατοχής (1912-1923)

Κατά την πρώτη χρονική περίοδο της ιταλικής κατοχής της Δωδεκανήσου (1912-1923), η οποία χαρακτηρίσθηκε από την αβεβαιότητα της παραμονής των ιταλικών στρατευμάτων στην περιοχή σε συνδυασμό με το ασταθές διεθνές πολιτικό κλίμα, τίθενται οι βάσεις των όσων θα «οικοδομηθούν» εκεί μέσα στις δύο επόμενες δεκαετίες (εικ. 1-2). Προς αυτήν την κατεύθυνση, σημαντικότατη ήταν η συμβολή του έργου της Αρχαιολογικής Αποστολής, με διευθυντή της τον Amedeo Maiuri. Ο Maiuri ως επιστημονική προσωπικότητα, αφού οργάνωσε και συστηματοποίησε την αρχαιολογική έρευνα στη Ρόδο, επιβεβαιώνοντας με αυτόν τον τρόπο την πολιτική της διείσδυσης της Ιταλίας στη Δωδεκάνησο, συντόνισε τις πρώτες επεμβάσεις ανάδειξης της ιπποτικής αρχιτεκτονικής με την αποκατάσταση συγκεκριμένων μνημείων της μεσαιωνικής πόλης. Η ανάδειξη των καταλοίπων της ιπποτοκρατίας, πολύ σύντομα άρχισε να χρησιμοποιείται με σκοπό την ενδυνάμωση των ιταλικών βλέψεων στην περιοχή. Κατά τη διετία 1914-16, αποκαθίστανται το πρώην Νοσοκομείο των Ιπποτών όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης και στο πλαίσιο των επεμβάσεων επί της Οδού των Ιπποτών, το κατάλυμα της «γλώσσας» της Ιταλίας με την εγκατάσταση εκεί του Μορφωτικού Ιδρύματος Dante Alighieri (εικ. 1-2). Επίσης, κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αλλά και τα χρόνια που ακολουθούν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο οι επεμβάσεις αποκατάστασης σε πύλες και τμήματα της οχύρωσης της πόλης, σε συνδυασμό με το διάταγμα της ανακήρυξης σε μνημειακή ζώνη του περιβάλλοντα χώρου αυτής, στοιχειοθετούν τη γενικότερη τακτική επισφράγισης της ιταλικής παρουσίας στα Νησιά, μέσω της προβολής και ανάδειξης των αρχιτεκτονικών καταλοίπων του τάγματος των Ιωαννιτών Ιπποτών ως έργα της ιταλικής παράδοσης (εικ. 3).

Η δεύτερη περίοδος ιταλικής κατοχής (1923-36)
Στην επόμενη περίοδο της ιταλικής κατοχής στη Δωδεκάνησο (1923-36), μπαίνει στην ουσία σε εφαρμογή το σχέδιο κατασκευής της ιταλικής Ρόδου. Η οριστική κατοχύρωση της ιταλικής κυριαρχίας στα Νησιά και, στο μεταξύ, η αλλαγή του πολιτικού σκηνικού στη Ρώμη, αποτέλεσαν δίχως άλλο καθοριστικούς παράγοντες για την υλοποίηση του παραπάνω σχεδίου. Αποφασιστικής επίσης σημασίας για τη νέα εικόνα της πόλης υπήρξαν οι επιλογές και η ισχυρή βούληση του πρώτου Κυβερνήτη Mario Lago, που η νέα φασιστική κυβέρνηση διόρισε στα Νησιά. O Lago, πολύ πιθανόν μιμούμενος διοικητές άλλων αποικιών, σύντομα αποφάσισε να βγάλει τη Ρόδο από το «περιθώριο» στο οποίο βρισκόταν, καθιστώντας την ένα σημαντικό τουριστικό προορισμό αλλά και πολιτιστικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας. Ο καθορισμός του πλαισίου για την κατασκευή της Νέας Ρόδου ήταν πρωταρχικής σημασίας για τον Lago, και αυτό δεν ήταν άλλο από την κατάρτιση του Ρυθμιστικού Σχεδίου της πόλης. Το Ρυθμιστικό Σχέδιο είχε ως βάση του την προστασία του περιτειχισμένου, ιστορικού πυρήνα της πόλης και την ανάδειξη του λατινικού-ιπποτικού του χαρακτήρα (εικ. 3). Επεμβάσεις αποκατάστασης επιλεγμένων μνημείων της πόλης, όπως στο κτήριο της Οπλοθήκης, το κτήριο της Καστελλανίας, τα κτήρια γύρω από την πλατεία του Αρχαιολογικού Μουσείου, την Παναγιά του Μπούργκου (εικ. 4-6), αποτελούν συνάμα και επεμβάσεις στο χώρο της πόλης, αποδεικνύοντας ότι οι επιλογές παρέμβασης στα μνημεία καθορίζονταν και από τη γενικότερη πολιτική σχεδιασμού των συγκεκριμένων σημείων του μνημειακού χώρου της μεσαιωνικής Ρόδου. Μέσα από την εξέταση των παραπάνω παραδειγμάτων, διαφάνηκε πολλές φορές η αντιφατικότητα που χαρακτήρισε τη συγκεκριμένη πολιτική σχεδιασμού, αφού δύο αντίθετα συστήματα, η «γραφικότητα» και ο «πουρισμός», απαιτήθηκε να συνδυαστούν στο πλαίσιο του υλιστικού ωφελιμισμού της Ρόδου, ως ανερχόμενου τουριστικού προϊόντος.
Τέλος, η μελέτη των παραδειγμάτων φανερώνει πως ο μνημειακός χώρος της ιπποτικής Ρόδου επηρέασε σε σημαντικό βαθμό το σχεδιασμό του κέντρου της νέας ιταλικής Ρόδου στο Μανδράκι, ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε καθοριστικό στοιχείο στη δημιουργία ενός συστήματος πάρκων και χώρων πρασίνου γύρω από την περιτειχισμένη πόλη, οι οχυρώσεις της οποίας θα ήταν το βασικό σημείο αναφοράς.

Η τρίτη περίοδος ιταλικής κατοχής (1936-1947)
Κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα της ιταλικής κατοχής της Δωδεκανήσου (1936-1947), οι πολιτικές κατευθύνσεις της Διοίκησης επηρεάζουν αποφασιστικά τη διαχείριση των μνημείων και το σχεδιασμό του χώρου της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου. Η παρουσία του Cesare Maria De Vecchi στη διοίκηση των Νησιών συμπίπτει με την περίοδο κατά την οποία το καθεστώς της Ρώμης αποκτά τον πιο έντονα απολυταρχικό του χαρακτήρα και τα σημεία ταύτισής του με τα ένδοξα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας γίνονται ολοένα και περισσότερα. Η φρενήρης προβολή οποιουδήποτε στοιχείου σχετιζόταν με τα χρόνια εκείνα, αποκαλούμενη ως “romanità”, αναπόφευκτο ήταν να μεταφερθεί και στη Ρόδο, επηρεάζοντας τη σκοπιμότητα στις αποκαταστάσεις των μνημείων. Η ανάγκη διδακτικής παρουσίασης καθώς επίσης και η σκηνογραφική και εικαστική προσέγγιση του αποτελέσματος των επεμβάσεων, οδήγησαν στην καταστρατήγηση πολλών από τις αρχές που είχαν γίνει αποδεκτές μόλις μερικά χρόνια νωρίτερα στη Διεθνή Συνδιάσκεψη των Αθηνών του 1931, των ειδικών για την προστασία και συντήρηση των μνημείων. Ως εκ τούτου, μέσα σε αυτή τη χρονική περίοδο είχαμε την πιο εμβληματική επέμβαση της τριακονταετούς ιταλικής κατοχής, ήτοι την αποκατάσταση από τα ερείπιά του, του Παλατιού του Μεγάλου Μαγίστρου (εικ. 8), προκειμένου αυτό να στεγάσει την κατοικία του Κυβερνήτη, όπως επίσης και σημαντικότατες αναστηλώσεις αρχαίων μνημείων με χαρακτηριστικότερες εκείνες των μνημείων της Ακρόπολης της Λίνδου και της Ακρόπολης της αρχαίας Ρόδου. Στις επεμβάσεις αυτές δεν δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στη διάσωση του αυθεντικού υλικού, όσο στο αισθητικό αποτέλεσμα της νέας εικόνας που θα αποκτούσε το εκάστοτε μνημείο. Οι ανασκαφές για την ανάδειξη ρωμαϊκών καταλοίπων επεκτάθηκαν και εντός της περιτειχισμένης πόλης. Η αποκάλυψη του ρωμαϊκού Τετράπυλου συνέβη επομένως την κατάλληλη χρονική περίοδο υπογραμμίζοντας το «ρωμαϊκό» παρελθόν της κτήσης. Παράλληλα, η ανάδειξη της λατινικής-ιπποτικής ταυτότητας της περιτειχισμένης πόλης συνεχίσθηκε με αμείωτους ρυθμούς. Η αποκατάσταση του πρώτου Καθεδρικού Ναού των Ιωαννιτών Ιπποτών, της Παναγιάς του Κάστρου, με την απομάκρυνση και των τελευταίων τούρκικων προσθηκών στην κύρια πρόσοψή του, επιβεβαίωνε τον λεγόμενο εξαγνισμό (purificazione) του χώρου από τα ξένα στοιχεία, κάτι παρόμοιο με αυτό που είχε επιτελεσθεί στις προσόψεις των κτηρίων που διαμόρφωναν το μέτωπο της ιταλικής Ρόδου στο Μανδράκι.
Προθέσεις για έναν «εξορθολογισμό» του αστικού ιστού μέσω μιας σειράς επεμβάσεων, όπως συνέβη σε αρκετές ιταλικές πόλεις, οι οποίες στην ουσία καταστρατηγούσαν τις αρχές του Ρυθμιστικού Σχεδίου του 1926, εκδηλώθηκαν με το νέο Σχέδιο της πόλης του 1942. Η υλοποίησή τους όμως τελικά αποφεύχθηκε εξαιτίας του πολέμου, οι συνέπειες του οποίου υπήρξαν ολέθριες για τον τόπο.
Η παράδοση της πόλης της Ρόδου στην ελληνική Διοίκηση συνοδεύθηκε με κάποιες προτάσεις αποκατάστασης των πληγέντων από τους βομβαρδισμούς του ’44 ιπποτικών μνημείων, όπως επίσης και ανοικοδόμησης με νέες κατασκευές του διαταραχθέντος αστικού της ιστού. Ο χαρακτήρας της πόλης για τους ιταλούς όφειλε να είναι ένας και μοναδικός, ο ιπποτικός.

Συμπεράσματα και αξιολόγηση
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η πόλη της Ρόδου δεν μπορεί να ενταχθεί σε μια γενικευμένη πρακτική αποικιακής αντίληψης. Οι ιδιαιτερότητές της, όπως τα αδιάψευστα ίχνη της ιπποτικής της φάσης, τα οποία, αν και συχνά κρυμμένα κάτω από τις τούρκικες αλλοιώσεις μπορούσαν εύκολα να αποκαλυφθούν και να αναδειχθούν, το γενικότερο πλούσιο ιστορικό της παρελθόν, αλλά και οι δυνατότητές της ως προς την τουριστική ανάπτυξη, τις οποίες οι Ιταλοί απλώς επεσήμαναν και καλλιέργησαν, την έκαναν πραγματικά μια ξεχωριστή περίπτωση.

Τελικά, δεν θα πρέπει να πιστεύεται ότι οι Ιταλοί βρέθηκαν τυχαία στην Ρόδο και τα υπόλοιπα Νησιά, όπως οι πολιτικές συγκυρίες της εποχής εκείνης άφησαν να εννοηθεί. Προτού φθάσουν στο νησί γνώριζαν σε μεγάλο βαθμό τις ιδιαιτερότητες και τις δυνατότητές της. Άλλωστε, αυτό επιβεβαιώνεται από τις, έστω και λιγοστές, δημοσιεύσεις των γεωγραφικών ερευνών, που προηγήθηκαν της κατάληψής της. Η Ρόδος τους έδωσε την δυνατότητα, με το εποικοδόμημα που κατασκεύασαν, να επαληθεύσουν τον ρόλο της Ιταλίας στην ανατολική Μεσόγειο. Γι’ αυτούς η Ρόδος συμβόλιζε τη «στρατιωτική βάση» της Δύσης στην Ανατολή και αυτό προσπάθησαν με κάθε μέσο να υπογραμμίσουν.

Η τριακονταετής και πλέον ιταλική κατοχή της Δωδεκανήσου κληροδότησε στην ελληνική διοίκηση ένα αξιόλογο μνημειακό σύνολο στο οποίο, αν και είχε τονισθεί σκόπιμα μέσω των συγκεκριμένων επεμβάσεων ο λατινικός του χαρακτήρας, διατηρούνταν σε αρκετά σημεία η πολυσύνθετη μορφή του. Κληροδότημα όμως μπορεί επίσης να θεωρηθεί και η μέριμνα για την προστασία του, η οποία έγινε συνείδηση στις ελληνικές αρχές από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ενσωμάτωσης της Δωδεκανήσου στην Ελλάδα (1948). Επίσης, φαίνεται πως η ιταλική κατοχή συνέβαλε αποφασιστικά στο να αποκτήσει η έννοια του μνημείου στον τόπο αυτό, νωρίτερα από την υπόλοιπη Ελλάδα, πολεοδομική διάσταση, αφού λίγα χρόνια αργότερα, το 1960, η μεσαιωνική πόλη της Ρόδου μαζί με την Πάτμο και τη Λίνδο ανακηρύχθηκαν διατηρητέα μνημεία, χαράσσοντας έτσι την πορεία ευαισθητοποίησης σχετικά με τη μέριμνα των ιστορικών συνόλων και στην υπόλοιπη χώρα. Στα επόμενα χρόνια, η έννοια της προστασίας του ιστορικού περιβάλλοντος της περιτειχισμένης πόλης, όπως αυτή είχε αρχικά διατυπωθεί ήδη μέσα στην πρώτη δεκαετία της ιταλικής κατοχής, λειτούργησε με τέτοιο τρόπο ώστε να ξεκινήσει η προετοιμασία της «οργανωμένης συνολικής παρέμβασης» στο διατηρητέο μνημειακό συγκρότημα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την ενίσχυση των προσπαθειών των τοπικών φορέων για τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών αποτελεσματικής επέμβασης στα μεσαιωνικά μνημεία. Η δημιουργία από το Υπουργείο Πολιτισμού του «Γραφείου Μεσαιωνικής Πόλης της Ρόδου» το 1985, εκφράζει ακριβώς αυτή τη συνειδητή προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση.

Τα μνημεία της πόλης που αποκαταστάθηκαν από τους Ιταλούς αλλά και τα νέα κτήρια που εντάχθηκαν στον ιστό της, χρησιμοποιήθηκαν από την ελληνική διοίκηση για τη στέγαση υπηρεσιών, όπως άλλωστε συνέβη και με τα διοικητικά κτίσματα στο μέτωπο του Μανδρακίου. Ενώ όμως τα τελευταία ταυτίσθηκαν πολύ γρήγορα με τη φασιστική διακυβέρνηση της ιταλικής Διοίκησης προκαλώντας τη δυσαρέσκεια των κατοίκων, εκείνα της περιτειχισμένης πόλης αντιμετωπίσθηκαν από την αρχή ως αναπόσπαστα στοιχεία του οργανισμού της. Μέσα στις επόμενες δεκαετίες του ’60 και του ’70 τα αποκατεστημένα τμήματα της μεσαιωνικής πόλης της Ρόδου μετατράπηκαν σε σταθερές, αντιπροσωπευτικές εικόνες του τουριστικού προϊόντος, απαραίτητου για την τόνωση του ανερχόμενου ρεύματος των επισκεπτών.

Ως εκ τούτου, η Οδός των Ιπποτών και το Παλάτι του Μεγάλου Μαγίστρου (εικ. 9-10), με τη μορφή που είχαν αποκτήσει μετά από τις ιταλικές επεμβάσεις, αποκρυσταλλώθηκαν ως κύρια σημεία αναφοράς (ορόσημα) της πόλης. Οι εικόνες των μνημείων διαδόθηκαν σε ολόκληρο τον κόσμο και καθιερώθηκαν στη διεθνή συλλογική μνήμη και συνείδηση ως οι πλέον χαρακτηριστικές, όχι μόνο της ιστορικής πόλης, αλλά και της ίδιας της αρχιτεκτονικής των Ιωαννιτών Ιπποτών. Παράλληλα, η προβολή των αποκατεστημένων κατά την ιταλοκρατία μνημείων συνεχίσθηκε και μετά την ενσωμάτωση της Δωδεκανήσου, ακριβώς επειδή λειτουργούσαν ως κύρια συστατικά στοιχεία του ιπποτικού «ατμοσφαιρικού» σκηνικού, το οποίο με τη σειρά του αποτελούσε κερδοφόρο τουριστικό αξιοθέατο της πόλης.

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το έργο που έφεραν σε πέρας τα χρόνια εκείνα οι υπηρεσίες της ιταλικής Διοίκησης της Δωδεκανήσου. Οι Έλληνες ιθύνοντες το αναγνώρισαν ευθύς εξαρχής με την ενσωμάτωση του διαμερίσματος των Νησιών στον εθνικό κορμό της χώρας. Το έργο όμως αυτό αναγνωρίζεται ακόμα και μέχρι τις μέρες μας, εξήντα δηλαδή χρόνια από το πολυπόθητο εκείνο για την Ελλάδα γεγονός. Άλλωστε, σκοπός του παραπάνω έργου ήταν ακριβώς τα ορατά ίχνη του να παραμείνουν ως αδιάψευστοι μάρτυρες των όσων επιτελέσθηκαν εκείνα τα τριανταπέντε χρόνια στον τόπο αυτό, όπως επίσης και να υπενθυμίζουν πως ό,τι επιτελέσθηκε προέκυψε ύστερα από σαφείς πολιτικές επιλογές.

Επιλεγμένη βιβλιογραφία
Gerola Giuseppe, “I Monumenti medievali delle Tredici Sporadi (Appunti di viaggio), Annuario della Scuola Archeologica di Atene, I (1914), σ. 169-356, και II (1916), σ. 1-101.
Livadiotti M., Rocco G. (επιμ.), La presenza italiana nel Dodecaneso tra il 1912 e il 1948. La ricerca archeologica. La conservazione. Le scelte progettuali, Edizioni del Prisma, Catania 1996.
Maiuri Amedeo, Guida dei monumenti e del museo archeologico di Rodi, Tipo-litografia del Commando del Corpo d’Occupazione, Ρόδος 1918.
Maiuri Amedeo, Rodi-Zona Monumentale, “Bollettino d’arte, Cronaca delle Belle Arti VII”, Ρώμη 1920, σ. 36-40.
Maiuri Amedeo, Jacopi Giulio, Rapporto generale sul Servizio Archeologico a Rodi e nelle Isole dipendenti dall’anno 1912 all’anno 1927, Parte I: Musei-Scavi-Esplorazioni, Parte II: Monumenti di Arte Cavaleresca, “Clara Rhodos Ι”, Ρόδος 1928.
Martinoli Simona, Perotti Eliana, Architettura coloniale italiana nel Dodecaneso 1912-1943, Edizioni Fondazione Giovanni Agnelli, Τορίνο 1999.
Mesturino Vittorio, Il Castello di Rodi durante l’occupazione dei Cavalieri Gerosolimitani di S. Giovanni. Sviluppi architettonici durante i restauri promossi dal Governo italiano, Τορίνο 1978.
Revelli Paolo, L’Egeo (Dall’età micenea ai tempi nostri), Ιstituto Italiano di Arti Grafiche (Bergamo), Società Editoriale Italiana, Μιλάνο 1912.
Αντωνιάδης Κ., “Ιταλική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα (μια προκαταρκτική εκτίμηση)”, Δελτίο Συλλόγου Αρχιτεκτόνων, τόμ. 4-5 ( 1985).
Κολώνας Βασίλης, Ιταλική αρχιτεκτονική στα Δωδεκάνησα 1912-1943, Ολκός, Αθήνα 2002.

Κωνσταντίνος Καρανάσος
kkaran@ath.forthnet.gr, kstnkaranassos@gmail.com

Για τη διατριβή
Τύπος: Πανεπιστημιακή διατριβή, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο (Ε.Μ.Π.)
Πρωτότυπος τίτλος: Η πολιτική για τον σχεδιασμό του χώρου και την διαχείριση των μνημείων στην πόλη της Ρόδου κατά την ιταλική κατοχή 1912-47
Επόπτες καθηγητές: Καθ. Μ. Μπίρης (Ε.Μ.Π.), Αναπλ. Καθ. Π. Τουρνικιώτης (Ε.Μ.Π.), Αναπλ. Καθ. Β. Κολώνας (Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας)
Διάρκεια: 1998-2008
Υποστήριξη: 4 Μαΐου 2009
Μέλη της εξεταστικής επιτροπής: Καθ. Μ. Μπίρης (Ε.Μ.Π.), Αναπλ. Καθ. Π. Τουρνικιώτης (Ε.Μ.Π.), Αναπλ. Καθ. Β. Κολώνας (Παν. Θεσσαλίας), Καθ. Γ. Παρμενίδης (Ε.Μ.Π.), Καθ. Δ. Καρύδης (Ε.Μ.Π.), Αναπλ. Καθ. Β. Πετρίδου (Πολυτεχνείο Κρήτης), Επικ. Καθ. Ν. Λιανός (Δημοκρίτειο Παν. Θράκης)
Περιγραφή: 2 τόμοι, 400 σελίδες κείμενο, 220 σελίδες σχέδια και φωτογραφίες, 4 φύλλα Α3 τοπογραφικά σχέδια-χάρτες πόλης
Γλώσσα: ελληνικά