Η υλικότητα των πραγμάτων και η απουσία της: αρχαιολογία και ψηφιακή επιμέλεια
Δρ Δήμητρα Παπακωνσταντίνου

«An archaeological find is only as good as the notes upon it» (Taylor 1948, σ. 154)

Ο υλικός πολιτισμός αποτελεί για την αρχαιολογία τόσο το βασικό αντικείμενο μελέτης όσο και το στοιχείο που την προσδιορίζει ως αυτόνομο ερευνητικό τομέα, ήδη από τα πρώτα χρόνια συγκρότησής της ως επιστήμης. Η σχέση αυτή, ωστόσο, όταν εξετάζεται με βάση τις μεθόδους τεκμηρίωσης που εφαρμόζονται στην αρχαιολογία φαίνεται να παρουσιάζει ένα παράδοξο, καθώς κάθε διαδικασία καταγραφής – από την καταγραφή των αρχαιολογικών δεδομένων σε μια ανασκαφή μέχρι την καταλογογράφηση αντικειμένων σε ένα Μουσείο -, αποτελεί και προϋποθέτει στην ουσία της μια διαδικασία «απο-υλοποίησης» των αντικειμένων. Υπάρχει δηλαδή κάτι περισσότερο, πέρα από τη φυσική υπόσταση των πραγμάτων, το οποίο η αρχαιολογία επιδιώκει να διασώσει μέσω της καταγραφής, ούτως ώστε να διασφαλιστεί η ιστορική γνώση.

Η περίπτωση του αδημοσίευτου αρχαιολογικού υλικού σκιαγραφεί με τον καλύτερο τρόπο το σημαντικό αυτό ζήτημα. Στερημένο από κάθε συμπληρωματική πληροφορία που να αφορά τη στρωματογραφία και χωρίς να παρέχεται καμία δυνατότητα πρόσβασης σε αυτό, το αδημοσίευτο αρχαιολογικό υλικό, παρά την «υλικότητά» του, είναι ουσιαστικά «ανύπαρκτο» για την έρευνα και, κατά συνέπεια, στερείται της ιστορικής του αξίας. Γίνεται λοιπόν φανερό ότι οι φυσικές ιδιότητες των αντικειμένων δεν επαρκούν για να μας δώσουν μια ολοκληρωμένη εικόνα της αρχαιολογικής μαρτυρίας, ενώ δηλώνεται με τον πιο καταφανή τρόπο η αδυναμία μας να αντιμετωπίσουμε τις απαιτήσεις της τεκμηριωτικής πρακτικής, που, για τους ίδιους ακριβώς λόγους, αποτελεί προαπαιτούμενο κάθε σοβαρής ανασκαφικής προσπάθειας.

Το περιβάλλον των Μουσείων είναι λίγο διαφορετικό. Τα αρχαιολογικά ευρήματα φαίνεται πως δεν χάνουν την αισθητική τους αξία, ακόμη και αν παραμένουν αταύτιστα στις μουσειακές συλλογές, ή αν υπομνηματίζονται από ελλιπείς λεζάντες, χωρίς άλλη συμπληρωματική πληροφορία πέρα από την περιγραφή του υλικού τους. Ωστόσο, η συνεχώς αυξανόμενη σημασία που δίνεται στη σχέση της αισθητικής με την ιστορία στις μέρες μας, καθώς και το ολοένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον για τις «βιογραφίες των αντικειμένων» που παρατηρείται στη βιβλιογραφία, τονίζουν την ανάγκη επαναπροσδιορισμού των μεθόδων τεκμηρίωσης, ούτως ώστε ξεπερνώντας το απλό, περιγραφικό επίπεδο, να αναδειχθεί η αξία των συμφραζομένων (context) στην καταγραφή και τη μελέτη του υλικού πολιτισμού.

Η ψηφιακή τεχνολογία, από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής της, παρείχε ένα τεράστιο πεδίο δυνατοτήτων για την καταγραφή και τη διαχείριση της αρχαιολογικής πληροφορίας. Ακόμη, στο πλαίσιο των σύγχρονων συζητήσεων για την ψηφιακή επιμέλεια –δηλαδή, τη διαδικασία συγκρότησης και ανάπτυξης ψηφιακών αποθεμάτων για άμεση και για μελλοντική χρήση–, εξασφαλίζει ένα σταθερό περιβάλλον για τη διατήρηση της πολιτισμικής πληροφορίας και την ανάπτυξή της.

Η σχέση της αρχαιολογίας με την ψηφιακή τεχνολογία σχολιάζεται συνήθως με έμμεσο ή μεταφορικό τρόπο. Στη σχέση αυτή, η έννοια της «υλικότητας» αποκτά έναν καθαρά πρακτικό ρόλο, καθώς επικεντρώνεται στη σημασία της «αρχαιολογικής εμπειρίας» για θέματα συντήρησης ή επανάκτησης του ψηφιακού υλικού. Φράσεις όπως αυτή του Peter Brantley ότι «το πρόβλημα της ψηφιακής συντήρησης δεν είναι πρόβλημα για μελλοντικούς βιβλιοθηκονόμους αλλά για μελλοντικούς αρχαιολόγους», δηλώνουν, ακριβώς, το ρόλο της αρχαιολογίας ως εγγυητή των υλικών τεκμηρίων μιας εκάστοτε τεχνολογίας, με σκοπό τη διασφάλιση της μελλοντικής τους χρήσης.

Υπάρχει, ωστόσο, και μια διαφορετική σκοπιά από την οποία μπορεί να προσεγγίσει κανείς την έννοια της υλικότητας, και αυτήν την προσέγγιση θα επιχειρήσουμε εδώ. Αντλώντας από τις πρόσφατες θεωρητικές συζητήσεις στην αρχαιολογία για το ρόλο των υλικών καταλοίπων στο κοινωνικό γίγνεσθαι, θα διερευνήσουμε το ρόλο των διαφορετικών προσεγγίσεων για την τεκμηρίωση του υλικού πολιτισμού, θα σχολιάσουμε το περιβάλλον που αυτά δημιουργούν και θα αναφερθούμε στις επιπτώσεις που μπορεί να έχουν στις ερευνητικές πρακτικές της επιστήμης.

Υλικότητα, νεωτερικότητα και κριτική στις αρχαιολογικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις

Η έννοια της υλικότητας έχει συζητηθεί στην αρχαιολογία κυρίως από το 1960 και ύστερα, τονίζοντας διαφορετικά κάθε φορά χαρακτηριστικά του υλικού πολιτισμού, όπως η λειτουργική, η τεχνολογική, η συμβολική και η κοινωνική του αξία. Πρόσφατα, μάλιστα, δημιουργήθηκαν και συγκεκριμένοι τομείς έρευνας, με αποκλειστικό αντικείμενο μελέτης την ανάλυση του «κόσμου των αντικειμένων» και της σχέσης τους με τον άνθρωπο ως καταναλωτικά αγαθά (material culture studies, consumption studies).

Ωστόσο, παρά το αυξανόμενο ενδιαφέρον, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η αδυναμία όλων αυτών των προσεγγίσεων να συμπεριλάβουν στα μοντέλα τους τη σημασία της υλικότητας των αντικειμένων στην κοινωνική τους διάσταση: να αναγνωρίσουν δηλαδή το γεγονός ότι τα αντικείμενα, με τη φυσική τους παρουσία, έχουν σημαντική επιρροή στη ζωή των ανθρώπων και μπορούν να οδηγήσουν στη δημιουργία νέων κοινωνικών μορφωμάτων και μετασχηματισμών.

Ο Γάλλος κοινωνιολόγος της επιστήμης Bruno Latour εντοπίζει την αιτία αυτής της αδυναμίας στο συγκεκριμένο τρόπο αντίληψης και θέασης του κόσμου μέσα από δίπολα αντιθέσεων (binary oppositions), ως συνέπεια της νεωτερικότητας. Μία από τις βασικότερες διακρίσεις μέσα από τη θέαση αυτή αποτελεί ο διαχωρισμός της ύλης από το πνεύμα, του οργανικού από το μη οργανικό, της φύσης από τον πολιτισμό, ή, κατά τον Latour, της «καθαρής» γνώσης από την άσκηση της εξουσίας. Η διάκριση αυτή παρεμποδίζει την κατανόηση της λειτουργίας των κοινωνιών, καθώς αυτές φαίνεται να στηρίζονται ολοένα περισσότερο σε πολυσύνθετες, υβριδικές μορφές σχέσεων, και να αναπτύσσονται ανάμεσα στους δύο κόσμους. Η διαπίστωση αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο ερευνητή, εξηγεί την αδυναμία των μεθοδολογικών μας προσεγγίσεων με σκοπό την κατανόηση του υλικού πολιτισμού, τονίζοντας συγχρόνως πως κάθε προσπάθεια διαχωρισμού ή οριοθέτησης των δύο αντιθετικών εννοιών, όπως έχει επιχειρήσει να κάνει η ανθρωπολογία, είναι καταδικασμένη να αποτύχει.

Η κριτική των αρχαιολογικών πρακτικών που επιχειρείται στο πλαίσιο της θεωρητικής αρχαιολογίας στη σύγχρονη βιβλιογραφία, επικεντρώνεται ακριβώς στο ότι η επιστήμη της αρχαιολογίας έχει ακολουθήσει αυτή τη νεωτερική αντίληψη και ταξινόμηση του κόσμου σε αντιθετικά δίπολα χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Σχολιάζεται, έτσι, το γεγονός ότι στις αρχαιολογικές δημοσιεύσεις δεν γίνεται καμία προσπάθεια διερεύνησης και ανάδειξης των δυνατοτήτων και του ρόλου του υλικού πολιτισμού να συμμετέχει ενεργά στη διαμόρφωση του ιστορικού και κοινωνικού γίγνεσθαι. Αντίθετα, ο υλικός πολιτισμός προσεγγίζεται συνήθως ως μια ανολοκλήρωτη αναπαράσταση του παρελθόντος, ενώ ο ίδιος ο πολιτισμός παρουσιάζεται ως μία έννοια που περιβάλλει τον κόσμο των υλικών πραγμάτων, δίνοντάς τους σχήμα και διαμορφώνοντας την εξωτερική τους επιφάνεια, χωρίς όμως ποτέ να τα διαπερνά μέχρι τον πυρήνα τους ή να αγγίζει τους όρους της ύπαρξής τους.

Ωστόσο, όπως εύστοχα παρατηρεί ο B. Olsen, αν υπάρχει κάτι που πραγματικά χαρακτηρίζει την ιστορία του ανθρώπινου είδους, αυτό δεν είναι άλλο από τη συνεχιζόμενη αύξηση του υλικού πολιτισμού γύρω του, δηλαδή το γεγονός ότι «όλο και περισσότεροι από τους στόχους μας αφορούν μη οργανικά ερεθίσματα, όλο και περισσότερες από τις πράξεις μας διαμεσολαβούνται μέσω μη οργανικών πραγμάτων».

Η νέα πρόταση για μια προσέγγιση «ευαίσθητη» στην υλικότητα των πραγμάτων, τονίζει τον ενεργό ρόλο του υλικού πολιτισμού στο κοινωνικό και ιστορικό γίγνεσθαι, ερμηνεύοντας κάθε αρχαιολογικό εύρημα ως τον κόμβο ενός δικτύου, που φέρνει σε επαφή διαφορετικά στοιχεία και ιδιότητες και τα διατηρεί στο χρόνο. Αντί να απλοποιεί τον κόσμο σε δύο οντολογικά αντίθετους πόλους, τη φύση και τον πολιτισμό, τον ορίζει ως ένα ετερογενές δίκτυο που συνδέει όλα τα είδη των υλικών και μη οντοτήτων μέσα από πρακτικές διαμεσολάβησης και ερμηνείας. Η προσέγγιση αυτή κερδίζει έδαφος στη θεωρητική αρχαιολογία, έχοντας προσελκύσει το ενδιαφέρον πολλών ερευνητών τόσο για τις νέες κατευθύνσεις που μπορεί να προσφέρει σε μεθοδολογικό επίπεδο, όσο και για τις αρχαιολογικές ερμηνείες και την ικανότητα διερεύνησης νέων τρόπων παρουσίασης και κατανόησης του παρελθόντος. Ενδεικτικός του σχετικού ενδιαφέροντος ήταν και ο αριθμός των εισηγήσεων γύρω από την υλικότητα στο 6ο Διεθνές Συνέδριο Παγκόσμιας Αρχαιολογίας (World Archaeological Congress) που έγινε στο Δουβλίνο της Ιρλανδίας το καλοκαίρι του 2008 (University College Dublin, 29 Ιουνίου – 4 Ιουλίου 2008).

Παρά το ενδιαφέρον σε θεωρητικό επίπεδο, ωστόσο, η παρούσα συζήτηση θα επικεντρωθεί στην έννοια της υλικότητας σε σχέση με τις τεκμηριωτικές πρακτικές.

Υλικότητα, τεκμηριωτικές διαδικασίες και αρχαιολογική πρακτική

Η τεκμηρίωση αποτελεί ίσως έναν από τους πιο πρόσφορους τομείς έρευνας για την εξέταση της έννοιας της υλικότητας σε σχέση με τα αρχαιολογικά ευρήματα και τις πρακτικές της αρχαιολογικής επιστήμης.

Κατά τη διαδικασία καταγραφής τους, τα υλικά τεκμήρια μιας ανασκαφής «επανεντάσσονται» και «επαναπροσδιορίζονται» με βάση ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, αυτό του παρόντος, και με βασικό εργαλείο το «λόγο», δηλαδή την περιγραφή και τη σύγκριση. Η τεκμηρίωση είναι πρώτα απ’ όλα μια διαδικασία επιλογής μέσω της οποίας προσπαθούμε να κατανοήσουμε και να «αιχμαλωτίσουμε» το παρελθόν, απομονώνοντας συγκεκριμένα από τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες των υλικών του καταλοίπων και περιγράφοντάς τα. Η περιγραφή των φυσικών χαρακτηριστικών του υλικού πολιτισμού αποτέλεσε για πολλά χρόνια τη βάση της αρχαιολογικής πρακτικής, και μάλιστα ξεκίνησε πολύ πριν από τη συγκρότηση της αρχαιολογίας ως επιστήμης. Πρόκειται για την κατεξοχήν διαδικασία κατά την οποία η ύλη μετατρέπεται σε λόγο ενώ η δύναμή της έγκειται στο γεγονός ότι αναφέρεται σε στοιχεία απτά και ελέγξιμα.

Από τη στιγμή που το παρελθόν διαχωρίστηκε από το παρόν και έγινε αντικείμενο μελέτης, από την περίοδο της Αναγέννησης και μετά, τα υλικά κατάλοιπά του, κατά συνέπεια και οι συλλογές των Μουσείων, άρχισαν να χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία της ψευδαίσθησης μιας «επαρκούς» αναπαράστασης του κόσμου. Αυτό έγινε μέσω της «αποκοπής» των αντικειμένων από το συγκεκριμένο τους πλαίσιο και της οργάνωσής τους με βάση συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Πολύ σύντομα, η ίδια η οργάνωση της συλλογής – ή οποιασδήποτε άλλης ομάδας αντικειμένων – θα κάλυπτε οτιδήποτε θα ήθελε να μάθει κανείς γι’ αυτά, δημιουργώντας ένα διαφορετικό πλαίσιο σχέσεων ανάμεσα στα πράγματα, το οποίο θα αντικαθιστούσε τις κοινωνικές σχέσεις.

Αυτός ο τρόπος σκέψης, που βασιζόταν αρχικά στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αντικειμένων, είχε ως στόχο την επιβεβαίωση του εξελικτικού μοντέλου. Ταυτόχρονα αποσκοπούσε στην όσο το δυνατό ταχύτερη και μεγαλύτερη, ποσοτικά, ανεύρεση υλικών καταλοίπων, τα οποία τοποθετημένα στη σωστή χρονολογική σειρά θα βοηθούσαν στην επαλήθευση του μοντέλου, παραμερίζοντας κάθε άλλη πληροφορία για τις σχέσεις των αντικειμένων μεταξύ τους.

Η προσπάθεια επανένταξης των αντικειμένων στο πολιτισμικό, κοινωνικό και δι-υποκειμενικό τους πλαίσιο για το παρελθόν και το παρόν, είναι φαινόμενο των μέσων του 20ου αιώνα και αποτελεί συνέπεια της κριτικής των ορίων που οι προηγούμενες προσεγγίσεις έθεταν για την επιστήμη. Σήμερα, έχει οδηγήσει σε μια υπερ-πληθώρα πληροφοριών γύρω από τα αρχαιολογικά ευρήματα, η οποία επαληθεύει την ιδέα ότι τα αντικείμενα μπορούν να προσεγγίζονται ως «κόμβοι σε ετερογενή δίκτυα», όπως αναφέρεται στη θεωρητική αρχαιολογία, ενώ βασίζεται ολοένα και περισσότερο στη συνδρομή του ψηφιακού περιβάλλοντος των ηλεκτρονικών υπολογιστών, με εξειδικευμένες βάσεις δεδομένων και δυναμικά κείμενα (ή υπερκείμενα, hypertexts).

Το νέο αυτό περιβάλλον προσέγγισης της αρχαιολογικής πληροφορίας αναδεικνύει την πολυπλοκότητα αλλά και τις δυνατότητές της, ενώ ταυτόχρονα δημιουργεί την ανάγκη επαναξιολόγησης των αρχαιολογικών πρακτικών. Η διαπίστωση αυτή οδήγησε πρόσφατα πολλούς αρχαιολόγους στο ερώτημα αν τελικά το παρελθόν διατηρείται καλύτερα μέσω της διαφύλαξης των αντικειμένων μιας ανασκαφής ή μέσω της τεκμηριωμένης επιστημονικά δημοσίευσης του υλικού της, καθώς και αν τα πραγματικά δεδομένα των αρχαιολόγων δεν είναι οι θέσεις και τα αντικείμενα που ανασκάπτουν, αλλά τα κείμενα και οι γραφικές αναπαραστάσεις που επιχειρούν να τα περιγράψουν.

Στο πλαίσιο της συζήτησης για την ψηφιακή τεχνολογία και τα νέα ψηφιακά αποθέματα, η μετατόπιση του ενδιαφέροντος από τον προβληματισμό σχετικά με τον τρόπο συντήρησης των αποθεμάτων στο θέμα της ψηφιακής επιμέλειας, που στόχο της έχει τη δυναμική αναπαραγωγή και τον εμπλουτισμό της εκάστοτε πληροφορίας, αποτελεί ίσως μια συζήτηση παράλληλου ενδιαφέροντος, καθώς για την ψηφιακή επιμέλεια, σημασία δεν φαίνεται να έχει η διαφύλαξη των «αντικειμένων» αυτών καθεαυτά, αλλά των μεταξύ τους σχέσεων.

Πού μας αφήνει όμως αυτή η διαπίστωση ως προς το θέμα της υλικότητας; Αν δεχθούμε ότι πάνω απ’ όλα τα αντικείμενα προσδιορίζονται από τις σχέσεις τους, η υλικότητα εξατμίζεται; Ή υπάρχει εκτός από τις φυσικές ιδιότητες των αντικειμένων και ένα άλλο είδος υλικότητας που θα πρέπει κανείς να λάβει υπόψη του; Την υλικότητα δηλαδή που δημιουργείται από τη σχέση των αντικειμένων μεταξύ τους, που προκαλεί συμμετοχικές εμπειρίες και που μπορεί να γίνει η αιτία νέων κοινωνικών μορφωμάτων;

Τα νέα μέσα τεκμηρίωσης και η προοπτική της ψηφιακής επιμέλειας είναι ένα ιδανικό περιβάλλον για να διερευνήσουμε τέτοιου είδους ερωτήματα που φαίνεται να διευρύνουν και να φωτίζουν ορισμένα στοιχεία στην έννοια της υλικότητας που έμεναν μέχρι τώρα στο σκοτάδι.

Υλικότητα, νέα μέσα και ψηφιακή επιμέλεια

«Δεν μπορείς να βρεις τίποτε μέσα στα βιβλία που να μπορεί να εξιστορήσει την πρωτόγονη εμπειρία κατά τη διάρκεια της οποίας το αντικείμενο συγκροτεί το υποκείμενο, επειδή τα βιβλία είναι γραμμένα έτσι ώστε να θάβουν αυτήν την εμπειρία, να μπλοκάρουν κάθε πρόσβαση προς αυτή, και επειδή η βουή του λόγου πνίγει ό,τι έχει συμβεί σε αυτό το περιβάλλον της απόλυτης σιγής» (Latour 1993, σ. 82 – μετάφραση από τα αγγλικά: Δ. Παπακωνσταντίνου).

Η πρωτόγονη εμπειρία στην οποία αναφέρεται ο Latour, κατά τη διάρκεια της οποίας η ύλη συμμετέχει στη συγκρότηση του ανθρώπινου υποκειμένου, είναι πολύ καλά γνωστή στους αρχαιολόγους και θα μπορούσε κάλλιστα να περιγράφει τη διαδικασία της ανασκαφικής πρακτικής στο πεδίο. Από την άλλη πλευρά, οι αρχαιολογικές δημοσιεύσεις και η τεκμηριωτική διαδικασία γενικότερα, μπορεί να θεωρηθεί ότι, πραγματικά, αντανακλούν μια διαδικασία «ενταφιασμού» της ανασκαφικής εμπειρίας στο πεδίο και όλων όσα αυτή συνεπάγεται, τόσο για την παραγωγή της αρχαιολογικής πληροφορίας όσο και για τους ίδιους τους συμμετέχοντες.

Στο πλαίσιο της ψηφιακής τεκμηρίωσης και της επιμέλειας, το ζήτημα αυτό αντιμετωπίζεται αρκετά αποτελεσματικά. Η συλλογική εργασία που απαιτούν και τα δύο συμβάλλει στη δημιουργία ενός καινούργιου περιβάλλοντος, το οποίο γεννά συνεχώς νέες εμπειρίες και νέους τρόπους διαδικασιών αξιολόγησης και συνεργασιών. Η έννοια της συλλογικής εργασίας είναι εδώ το «κλειδί», καθώς αναδεικνύει ένα από τα βασικά στοιχεία για την επιτυχία κάθε εργασίας τεκμηρίωσης και την εκπλήρωση του βασικού της στόχου, που είναι το άνοιγμα στον κόσμο και η πρόσβαση του υλικού από διαφορετικές επιστημονικές κοινότητες. Η συγκεκριμένη διαδικασία είναι πολύ διαφορετική από τις παραδοσιακές διαδικασίες τεκμηρίωσης, που συνήθως μετατρέπουν τη συλλογική εργασία του πεδίου στη μοναχική και μάλλον εσωστρεφή διαδικασία, «πράξεως ισχύος» του συγγραφέα ή των συγγραφέων των ανασκαφικών δημοσιεύσεων, και είναι σίγουρα πολύ πιο αποδοτική και γόνιμη στις επιρροές και τα αποτελέσματά της, ιδιαίτερα λόγω των απαιτήσεων συνεχούς αξιολόγησης και ταξινόμησης του υλικού.

Ένα από τα πολυάριθμα παραδείγματα από το χώρο της ψηφιακής επιμέλειας θα επέτρεπε να αναδειχθεί καλύτερα αυτό το σημείο. Το ARCANE είναι ένα πενταετές ερευνητικό πρόγραμμα, στο οποίο συμμετέχουν 125 ερευνητές, 81 πανεπιστημιακά ιδρύματα και 28 χώρες. Στόχος του είναι η παραγωγή μιας αξιόπιστης χρονολόγησης (σχετικής και απόλυτης) για την 3η χιλιετία π.Χ. σε ολόκληρη την περιοχή της Ανατολικής Μεσόγειου και της Εγγύς Ανατολής, η οποία θα βασίζεται στη σύγκριση και το συνδυασμό των επιμέρους χρονολογήσεων κάθε περιοχής.
Σε «αναλογικό» περιβάλλον, ένα παρόμοιο πρόβλημα θα γινόταν αντικείμενο συζητήσεων σε συνέδρια, και στην καλύτερη περίπτωση θα αντιμετωπιζόταν με βάση τυπολογικές συγκρίσεις και τη δημοσίευση των προβληματισμών του κάθε ερευνητή, χωρίς όμως να προτείνει έναν τεκμηριωμένο και αποδεκτό τρόπο σύγκλισης.
Η απόφαση να γίνει αντικείμενο ψηφιακής επιμέλειας αυτού του είδους το υλικό, γεννήθηκε μέσα από την ανάγκη μιας κοινώς αποδεκτής μεθοδολογίας και την προσπάθεια διασφάλισης της σχέσης των δεδομένων από περιοχή σε περιοχή μέσα από την κινητοποίηση του μεγαλύτερου δυνατού τμήματος της ακαδημαϊκής κοινότητας που ασχολείται με το θέμα. Το συγκεκριμένο πρόγραμμα έχει οδηγήσει σε αξιολογήσεις και βελτιώσεις των στρατηγικών διαχείρισης και χρήσης της αρχαιολογικής πληροφορίας. Μάλιστα, ύστερα από διάφορες συζητήσεις μεταξύ των μελών του, αποφασίστηκε τελικά να συμπεριληφθούν ως αξιόπιστα μόνο τα «ασφαλώς στρωματογραφημένα ευρήματα» και τα «ανασκαφικά σύνολα για τα οποία η στρωματογραφική αλληλουχία είναι ασφαλής». Η διαδικασία λοιπόν είναι απλή και το νέο ψηφιακό περιβάλλον δεν κάνει τίποτε άλλο από το να δημιουργεί έναν πιο άμεσο χώρο αλληλεπίδρασης, επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών. Ωστόσο, σημαντικό αποτέλεσμα αποτελεί η δέσμευση των συμμετεχόντων σε αρχές τις οποίες, αν και όλοι αποδέχονται, μέσα από τις καθημερινές τους πρακτικές μπορεί τελικά να τις παραμελούν, και, πάντως, μέσα από τις επιμέρους δημοσιεύσεις και την αποσπασματικότητα της εκάστοτε ανασκαφής, είναι πολύ δύσκολο να αξιολογήσει κανείς.

Για να κατανοήσει κανείς καλύτερα τη συζήτηση περί υλικότητας στο πλαίσιο αυτό, θα ήταν ίσως χρήσιμη η αναδρομή στις πρώτες μελέτες του McLuhan για την ψηφιακή τεχνολογία και τις αναφορές του στη «λανθάνουσα υλικότητα» του κάθε τεχνολογικού μέσου. Η φράση «το περιεχόμενο ενός μέσου είναι και αυτό ένα άλλο μέσο», περιγράφει με τον καλύτερο τρόπο τα στάδια μετάλλαξης της πληροφορίας κατά τη διαδικασία ψηφιακής τεκμηρίωσης και ό,τι αυτή συνεπάγεται, αναδεικνύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη δύναμη και τις δυνατότητες της ψηφιακής επιμέλειας. Στο ίδιο πλαίσιο, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι σύγχρονες συζητήσεις για θέματα ψηφιακής τεχνολογίας, τονίζουν την ανάγκη προσέγγισης των νέων μέσων ως «φορέων κοινωνικής πρακτικής» και ως παραγόντων δημιουργίας ενός ολόκληρου περιβάλλοντος επικοινωνίας, και όχι απλά ενός συγκεκριμένου υλικού μέσου επικοινωνίας.
Σημασία σ’ αυτές τις συζητήσεις έχει το γεγονός ότι, και εδώ, η υλικότητα των νέων ψηφιακών μέσων προσεγγίζεται όχι τόσο ως προς την υλική τους υπόσταση αλλά ως προς την υπερ-πληθώρα της πληροφορίας που αυτά παράγουν και διαχειρίζονται, το νέο περιβάλλον –υλικό και μη– που δημιουργούν και τις νέες σχέσεις που αυτό συνεπάγεται. Έννοιες που όλες θα μπορούσαν να περιγράψουν με τον καλύτερο τρόπο τον υλικό πολιτισμό και το ρόλο του στην ιστορία.

Συμπέρασμα

Η ιδέα ότι κάθε μέσο δημιουργεί ένα συγκεκριμένο περιβάλλον επικοινωνίας, θυμίζει πολύ τις συζητήσεις στην κοινωνιολογία και τη φιλοσοφία σχετικά με το «περιβάλλον» (την έξη, habitus) που δημιουργείται από τη διαβίωση του ατόμου μέσα στον κόσμο, και τον τρόπο με τον οποίο οι αναμνήσεις του και η σχέση του με αυτόν αποθηκεύονται στο ίδιο του το σώμα ως πρακτικές και συνήθειες. Αυτές οι συνήθειες –στην περίπτωσή μας οι τεκμηριωτικές πρακτικές–, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξουν, και αυτό είναι ένα γεγονός με το οποίο η ψηφιακή τεχνολογία θα έρχεται πάντοτε αντιμέτωπη. Όλοι γνωρίζουμε πως υπάρχουν χρήστες που αντί του πιο φιλικού και δια-δραστικού λογισμικού προτιμούν να έχουν εκτυπώσεις από την κάθε οθόνη. Μερικές φορές, μάλιστα, ακόμη και οι ίδιοι οι «άνθρωποι των μέσων» βρίσκουν, με τρόμο, την ίδια ακριβώς ανακούφιση στα αναλογικά μέσα και «τον κόσμο του χαρτιού». Ωστόσο, αυτό δεν είναι λόγος για να αρνείται κανείς τις δραστικές αλλαγές που έχουν επιφέρει οι νέες τεχνολογίες και το ευρύ φάσμα των νέων δυνατοτήτων που τα ψηφιακά μέσα προσφέρουν στην έρευνα.

Παρόμοιες συζητήσεις για την έννοια της υλικότητας διατρέχουν πάντα τον κίνδυνο να αναλωθούν σε ατέρμονες διαμάχες σχετικά με τη φύση των αντικειμένων, το τι είναι ύλη και ποια είναι η σχέση της με το είναι, και γενικά θέματα που προβληματίζουν τους φιλοσόφους για αιώνες. Στόχος της παρούσας συζήτησης δεν ήταν, φυσικά, να λύσει αυτό το πρόβλημα, αλλά μάλλον να το θέσει σε διαφορετική βάση. Ανεξάρτητα από τις συζητήσεις σε θεωρητικό επίπεδο περί της πραγματικότητας της ύλης ή της υλικότητας του πραγματικού, αυτό που έχει σημασία είναι οι ερμηνευτικές συμβάσεις στις οποίες τελικά καταλήγουμε μέσα από μια συγκεκριμένη θεώρηση του κόσμου, και οι οποίες, αν τις αφήσουμε αδιερεύνητες ή αν δεν τις επανεξετάσουμε, περιορίζουν τις υλικές, τεχνολογικές και διαδικαστικές δυνατότητες των ερευνητικών μας πρακτικών. Άλλωστε, η θεώρηση του κόσμου με διαφορετικούς τρόπους είναι ίσως επιβεβλημένη για μια επιστήμη όπως η αρχαιολογία που ως στόχο της έχει την κατανόηση της διαφορετικότητας του κόσμου μέσα στο χρόνο.

Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε (στα αγγλικά) στα Πρακτικά του Συνεδρίου της Διεθνούς Επιτροπής για την Τεκμηρίωση (CIDOC) του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM), The Digital Curation of Cultural Heritage / Ψηφιακή επιμέλεια των πολιτισμικών αγαθών, που πραγματοποιήθηκε στην Αθήνα, στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς, από τις 15 έως τις 18 Σεπτεμβρίου 2008.

Βιβλιογραφία

ARCANE Project, www.arcane.uni-tuebingen.de/presentation.html (8 Ιανουαρίου 2009).

A. Baines, Κ. Brophy, «What’s another word for thesaurus? Data standards and classifying the past», στο Th. L. Evans, P. Daly (επιμ.), Digital Archaeology: bridging method and theory, Routledge, Λονδίνο / Νέα Υόρκη 2006, σ. 236-250.

J. Clifford, «Objects and selves – an afterword», στο G. W. Stocking, Jr. (επιμ.), Objects and Others: Essays on Museums and Material Culture, «History of Anthropology, 3», The University of Wisconsin Press, Madison (Wisconsin) 1988, σ. 236-246.

H. U. Gumbrecht, K. L. Pfeiffer (επιμ.), Materialities of Communications, μτφρ. William Whobreym, Stanford University Press, Stanford 1994.

E. Hooper-Greenhill, Museums and the shaping of knowledge, Routledge, Λονδίνο 1992.

JeeHee Hong, Material, materiality (2003), csmt.uchicago.edu/glossary2004/material.htm (13 Μαΐου 2008).

T. Ingold, The Perception of the Environment: Essays on Livelihood Dwelling and Skill, Routledge, Λονδίνο 2000.

B. Latour, We Have Never Been Modern, μτφρ.Catherine Porter, Harvard University Press, Cambridge (MA) 1993.

G. Lucas, Critical Approaches to Fieldwork: Contemporary and Historical Archaeological Practice, Routledge, Λονδίνο / Νέα Υόρκη 2001.

M. McLuhan, Understanding Media: The Extensions of Man, The MIT Press, Cambridge 1994.

M. Merleau-Ponty, The Phenomenology of Perception, Routledge & Kegan Paul, Λονδίνο 1962.

R. Merrillees, «Unpublished Excavations: a view from CAARI», στο S. Hadjisavvas, V. Karageorghis (επιμ.), The Problem of Unpublished Excavations, Department of Antiquities & A.G. Leventis Foundation, Λευκωσία 2000, σ. 53-57.

B. Olsen, «Material Culture after Text: Re-Membering Things», Norwegian Archaeological Review, 36/2 (2003) σ. 87-104.

D. Papaconstantinou, «Archaeological context as a unifying process. An Introduction», στο D. Papaconstantinou (επιμ.), Deconstructing context: a critical approach to archaeological practice, Oxbow Books, Οξφόρδη 2006, σ. 1-21.

D. Papaconstantinou, «Mediterranean archaeologies: a comment on the structure of archaeological communities in the Mediterranean region», στο S. Antoniadou, A. Pace (επιμ.), Mediterranean Crossroads, Ίδρυμα Πιερίδη, Αθήνα 2007, σ. 85-107.

W. Taylor, A Study of Archaeology, «Memoirs of the American Anthropological Association 69», Νέα Υόρκη 1948.

R. Williams, Marxism and Literature, Oxford University Press, Οξφόρδη 1977.

Δρ Δήμητρα Παπακωνσταντίνου
Papaconstantinou@benaki.gr

Η Δήμητρα Παπακωνσταντίνου σπούδασε Αρχαιολογία στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, και ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές της σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου με εξειδίκευση στην Προϊστορική Αρχαιολογία. Σήμερα εργάζεται στο Τμήμα Πληροφορικής του Μουσείου Μπενάκη.

[αρχή]