Το τεύχος 109 πραγματεύεται τον έρωτα στην αρχαιότητα και την πρόσληψη της έννοιας στις μεταγενέστερες εποχές. Δεν θα μπορούσε λοιπόν παρά να ξεκινά με την πλατωνική σύλληψη του έρωτα. Το άρθρο του Βασίλη Kάλφα εξηγεί πώς, ενώ στην προσωκρατική σκέψη ο έρωτας παρουσιάζεται ως προσωποποίηση της δύναμης ή της αιτίας κίνησης των όντων στο σύμπαν, στον Πλάτωνα παίρνει έναν πρωτόγνωρο ρόλο: γίνεται η πιο ισχυρή και πολύπλοκη ανθρώπινη επιθυμία, που έχει τη δυνατότητα να μετασχηματιστεί σε ένα είδος θεϊκής μανίας, που ωθεί τον άνθρωπο προς την ένωση με τις Iδέες. Στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, ο έρωτας ταυτίζεται με τον φιλόσοφο, τον «φίλο» της σοφίας: «ο Έρως είναι φιλόσοφος, και ως φιλόσοφος που είναι ευρίσκεται μεταξύ της σοφίας και της μωρίας». Και στον Φαίδρο, η προνομιακή σχέση του έρωτα προς το Ωραίο ανοίγει μια επίγεια προοπτική προς τις Ιδέες. Η φιλοσοφία ορίζεται ως μια ζωντανή επικοινωνία ψυχών: του εραστή-δασκάλου και του ερώμενου-μαθητή.

Στις Μεταμορφώσεις του Απουλήιου, πάλι, διαβάζουμε πώς προκειμένου να συμμαζευτεί ο έφηβος και ανυπότακτος Έρωτας, που ως και τον παντοδύναμο Δία είχε ταλαιπωρήσει, αναγκάζοντάς τον να μεταμορφώνεται μια σε φίδι, μια σε άλογο, σε άγριο ζώο, ή πουλί, η συνέλευση των Θεών αποφάσισε να τον παντρέψει με την Ψυχή, τον πρώτο έρωτα… του Έρωτα. Οι μύθοι γύρω από τον μικρό φτερωτό θεό βρίσκουν ιδανικές εκφράσεις στις απεικονίσεις του στο χώρο της τέχνης. Ο Νίκος Κατσικούδης μάς παρουσιάζει τα γλυπτά του Έρωτα στην κλασική και την ελληνιστική περίοδο. Εικονίζεται φτερωτός σε εφηβική, παιδική ή νηπιακή ηλικία, στο βάθρο του λατρευτικού αγάλματος του Διός στην Ολυμπία (σύμφωνα με τον Παυσανία), σε θρόνο στη Βοστόνη να κρατάει ζυγαριά, στα αρχιτεκτονικά γλυπτά του Παρθενώνα. Ακόμη, συναντάμε τον Έρωτα τοξότη του Λυσίππου, τον κοιμώμενο Έρωτα της Νέας Υόρκης και τον Έρωτα κιθαρωδό στην Τύνιδα.

Ποικίλες όμως ήταν και οι θεωρητικές προσεγγίσεις του Έρωτα, ανάλογα με την εποχή και το πνεύμα των καιρών. Η Χρυσή Γιαννουλάκη φέρνει αντιμέτωπη τη φροϊδική με την πλατωνική θεωρία, χρησιμοποιώντας ως αφετηρία την έννοια του ναρκισσισμού. Ο Freud ήταν επιφυλακτικός, τουλάχιστον στα δημόσια γραπτά του, σε εμπειρίες όπως ο έρωτας ή οι μυστικιστικές εμπειρίες, ο Πλάτων το αντίθετο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, μπορεί το έργο του τελευταίου να φωτίσει το άχρονο συναίσθημα ευδαιμονίας που συνοδεύει τις ερωτικές ή μυστικιστικές απολαύσεις. Η αναζήτηση των δυνατοτήτων που διατίθενται στον άνθρωπο προκειμένου να επιστρέψει στον απολεσθέντα παράδεισο της ναρκισσιστικής αυτάρκειας και ευδαιμονίας δίχως ταυτόχρονα να οδηγηθεί στο χώρο της παθολογίας, μας φέρνει απαρέγκλιτα στον έρωτα – το πιο κοινό από τα πάθη.

Αυτό το πιο κοινό από τα πάθη διερευνάται από μια διαφορετική οπτική στο άρθρο «Η επιθυμία της Κίρκης», που υπογράφει ο Δημήτρης Ι. Κυρτάτας. Ο έρωτας απασχόλησε την ελληνική αρχαιότητα, από την αρχαϊκή έως την ύστερη εποχή, όμως ο προβληματισμός γινόταν ευχερέστερος με αναφορές σε μύθους, όπως ήταν το επεισόδιο της Κίρκης, το οποίο επικαλέστηκε αιώνες αργότερα και ο Πλούταρχος για να διατυπώσει τις απόψεις του γύρω από τις ηδονές και τους ερωτικούς πειρασμούς. Η ομηρική αφήγηση από τη μια πλευρά παρουσιάζει την Κίρκη ως απειλητική μάγισσα που μεταμόρφωνε τους επισκέπτες της σε ζώα και που κράτησε δέσμιο τον Οδυσσέα με τον έρωτά της, ενώ από την άλλη προσκαλεί σε μια σύγκριση με την Πηνελόπη.

Το πρώτο μέρος του αφιερώματος κλείνει με τους «Ανυπεράσπιστους έρωτες» των Προραφαηλιτών. Η Ευθυμία Γεωργιάδου-Κούντουρα και ο Σταύρος Δεληγιώργης παρουσιάζουν τα έργα αυτής της μυστικής εταιρείας νέων ΄Αγγλων ζωγράφων, ποιητών και κριτικών, που γοητευμένοι από τις ρομαντικές φαντασιώσεις, ανακαλύπτουν στον ύστερο Μεσαίωνα και στις Γραφές εικονογραφικά θέματα και εμπνέονται από τους τρεις μεγάλους Φλωρεντινούς – τον Πετράρχη, τον Δάντη και κυρίως τον Βοκκάκιο και τις δραματικές ερωτικές ιστορίες του Δεκαημέρου.

Πελαγία Τσινάρη