Franca Arduini (επιμ.), The Shape of the Book: From Roll to Codex (3rd century BC-19th century AD), Biblioteca Medicea Laurenziana-Mandragora, Φλωρεντία 2008, 96 σελ.
ISBN: 8874611161
Κατάλογος έκθεσης

Η Βιβλιοθήκη
Η Biblioteca Medicea Laurenziana είναι μία από τις μεγαλύτερες ιστορικές βιβλιοθήκες στον κόσμο, σχεδιασμένη από τον Michelangelo Buonarroti και κατά επιθυμία του Μεδίκου Cosimo I, ανοιχτή από το 1571.
Πυρήνας των συλλογών της η συλλογή βιβλίων των Μεδίκων, η οποία εμπλουτίστηκε στους αιώνες που ακολούθησαν με πολλά ακόμη βιβλία σπάνια ή μοναδικά.
Σήμερα ανήκουν στην Βιβλιοθήκη 11.000 τόμοι χειρογράφων, μερικοί από τους οποίους είναι από τους αρχαιότερους κώδικες με έργα της αρχαίας ελληνικής και λατινικής γραμματείας (Σαπφούς, Καλλιμάχου, Αισχύλου, Σοφοκλή, Τακίτου, Πλινίου, Βιργιλίου). Ένα από τα τρία σωζόμενα αντίγραφα των πλατωνικών διαλόγων σε carta bona βρίσκεται επίσης στην Λαυρεντιανή: το έργο προμήθευσε ο Cosimo de’ Medici στον νεο-νεοπλατωνικό Marsilio Ficino (1433-1499), ο οποίος τούς μετέφρασε για πρώτη φορά στα λατινικά (εκδόθηκαν το 1484) –όλα σε μια προσπάθεια ανασύστασης της πλατωνικής Ακαδημίας στη Φλωρεντία.
Ανάμεσα στα χειρόγραφα της Βιβλιοθήκης περιλαμβάνεται το παλαιότερο σωζόμενο αντίγραφο του ιουστινιάνειου Corpus Juris Civilis (529-534) που εκπονήθηκε λίγα χρόνια μετά την έκδοση του έργου.
Από τα «μεταγενέστερα» χειρόγραφα ιδιαίτερη θέση έχουν τα αυτόγραφα έργα: του Πετράρχη, του Βοκάκιου, αλλά και η ιδιόγραφη αυτοβιογραφία του Benvenuto Cellini.
Μοναδικός για την ιστορία της μουσικής είναι ο κώδικας του Antonio Squarcialupi (γραμμένος και εικονογραφημένος τον πρώιμο 15ο αιώνα), με ballate (τραγούδια για χορό), μαδριγάλια και cacce (είδος μαδριγαλίων) του 13ου και του 14ου αιώνα.
Στις συλλογές της Βιβλιοθήκης υπάρχουν και έργα γραμμένα σε λιγότερο γνώριμους φορείς ή μορφές: η Συλλογή των Παπύρων περιλαμβάνει 2.500 παπύρους, φιλολογικούς (με λογοτεχνικά έργα), αλλά και έγγραφα για υποθέσεις της καθημερινής ζωής (ιδιωτική και υπηρεσιακή αλληλογραφία, συμβόλαια, προικοσύμφωνα, ―η συντριπτική πλειονότητά τους από την Αίγυπτο, το θερμό και ξηρό κλίμα της οποίας τούς διατήρησε έως τις μέρες μας).
Στην Βιβλιοθήκη φυλάσσεται ένα μεγάλο τμήμα από το περίφημο Αρχείο του Ζήνωνος (357 από περίπου 2.000 παπύρους, 3ου αι. π.Χ.), του Μικρασιάτη εμπορικού διαχειριστή του «υπουργού οικονομίας» του Πτολεμαίου Φιλάδελφου, στην Αίγυπτο.
Για τους φιλολογικούς παπύρους της Λαυρεντιανής έχει πραγματοποιηθεί μια ηλεκτρονική έκδοση (cd-rom) από το Πανεπιστήμιο του Cassino το 2002, Papiri letterari della Biblioteca Medicea Laurenziana di Firenze.

Η Βιβλιοθήκη και το κοινό
Από το 2007 η Βιβλιοθήκη εγκαινίασε μια σειρά εκθέσεων με τον γενικό περιγραφικό τίτλο La Biblioteca in mostra/The Library on display. Πρόκειται για μικρές σε έκταση εκθέσεις, με επιλεγμένα εκθέματα στο πλαίσιο ενός θέματος ιστορίας της τέχνης, κωδικολογίας, ιστορίας του βιβλίου. Κάθε έκθεση συνοδεύεται από έναν κομψό κατάλογο με εισαγωγικό δοκίμιο στο θέμα και λήμματα γραμμένα από τους ειδικούς της Βιβλιοθήκης ή άλλους ερευνητές, με τρόπο εύληπτο και φιλικό για το ευρύ φιλομαθές κοινό. Γίνονται δύο εκδόσεις του καταλόγου: στα ιταλικά και στα αγγλικά.

Το 2007 πραγματοποιήθηκε η έκθεση «Animali fantastici» με 19 εικονογραφημένα χειρόγραφα 12ου-18ου αιώνα με παραστάσεις σειρήνων, σατίρων, δράκων, κενταύρων, μονόκερων και άλλων πλασμάτων και εκδόθηκε ο ομότιτλος κατάλογος.
Το θέμα των φανταστικών ζώων φαίνεται σαγηνευτικό ακόμη και στις μέρες μας, από την έκδοση το 1955 του τόμου αναφοράς Le Moyen-Âge fantastique: Antiquités et exotismes dans l’art gothique από τον Jurgis Baltrušaitis έως την online έκθεση της Bibliothèque nationale de France «Bestiaire du Moyen Âge», στην οποία υπάρχει ξεχωριστή ενότητα για τα φανταστικά πλάσματα.

Η μορφή του βιβλίου
Η εφετινή έκθεση είχε τίτλο «La forma del libro: dal rotolo al codice (secc. III a.C.-XIX d.C.)» –Η μορφή του βιβλίου: από το ειλητό στον κώδικα, 3ος αι. π.Χ.-19ος αι. μ.Χ.
Η επιμέλεια του βιβλίου και o Πρόλογος έχουν γίνει από την Διευθύντρια της Βιβλιοθήκης κ. Franca Arduini. Το εισαγωγικό δοκίμιο έχει συγγράψει ο Καθηγητής Ελληνικής Παλαιογραφίας (Università degli Studi di Roma La Sapienza) Guglielmo Cavallo.
Η κ. Arduini συνδέει την διοργάνωση της έκθεσης με δύο ιστορικές επετείους: τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Società Italiana per la ricerca dei papiri greci e latini in Egitto (1908), και τα 80 του Istituto Papirologico “Girolamo Vitelli” .
Η έκθεση με 40 εκθέματα από τη Συλλογή Παπύρων και τη Συλλογή Χειρογράφων ανιχνεύει το θέμα της μετάβασης από το βιβλίο με τη μορφή ειλητού (τυλιγμένου παπύρου) στο βιβλίο με τη μορφή που μας είναι γνωστό έως σήμερα, ένα σώμα από δεμένα φύλλα με εξώφυλλο.
Ως προς το εύρος του περιεχομένου των εκθεμάτων/λημμάτων μπορεί να σημειωθεί πως η αρχή γίνεται με ένα σαπφικό απόσπασμα γραμμένο τον 2ο αιώνα π.Χ. και τελειώνει με έναν «φαλλικό διαγωνισμό» (yobutsu-kurabe) σε χάρτινο ιαπωνικό ειλητό 19ου αιώνα.

Η πρώτη ενότητα, της Συλλογής Παπύρων, επιμελημένη από τον Rosario Pintaudi, επιφυλάσσει μια έκπληξη. Η Συλλογή περιλαμβάνει όχι μόνο παπύρους, αλλά και ποικίλα «ελαφρά» υλικά που χρησίμευαν στην Αρχαιότητα ως φορείς του γραπτού λόγου: όστρακα (θραύσματα αγγείων), ξύλινες πινακίδες με κέρινη επίστρωση, μολύβδινα ελάσματα. Έτσι την έκθεση και τον κατάλογο ανοίγει ένα όστρακο του 2ου αιώνα π.Χ. Εκτίθενται πάπυροι από το Αρχείο του Ζήνωνος και άλλοι πάπυροι φιλολογικοί και μη.
Το ειλητό από πάπυρο, επινόηση εισηγμένη από την Αίγυπτο στην Ελλάδα, πριν από τον 4ο αιώνα π.Χ., εικονίζεται στα έργα της αττικής αγγειογραφίας. Πριν την εμφάνισή του είχαν χρησιμοποιηθεί για τη γραφή σκληρότερα υλικά: δέρμα, μολύβδινα ελάσματα, πινακίδες, όστρακα κλπ. Η επιφάνεια γραφής κατασκευαζόταν από επεξεργασμένες λεπτές λωρίδες παπύρου. Τα φύλλα που σχηματίζονταν ενώνονταν (κολλήματα) και αποτελούσαν το ειλητό, με μήκος συχνά έως 3,40 μέτρα. Η γραφή ακολουθούσε την οριζόντια φορά των ινών. Το βιβλίο το διάβαζε κανείς κρατώντας το με το δεξί του χέρι και ανοίγοντάς το οριζόντια. Ό,τι διαβαζόταν, τυλιγόταν με το αριστερό χέρι. Η διευθέτηση του κειμένου γινόταν σε στήλες, τις λεγόμενες σελίδες. Η γραφή ήταν συνεχής, οι λέξεις δεν χωρίζονταν μεταξύ τους και η ανάγνωση δεν ήταν σιωπηλή κατά κανόνα.

Η δεύτερη ενότητα, με λήμματα των Eugenia Antonucci, Franca Arduini, Sabina Magrini και Ida Giovanna Rao, βασίζεται στη Συλλογή Χειρογράφων. Παρουσιάζονται βιβλία σε διάφορες γλώσσες και από διάφορες περιοχές, ξεκινώντας από ένα Πραξαπόστολο από την Κωνσταντινούπολη του 11ου αιώνα και έναν επιμήκη τόμο του Le Roman de la rose από τη Γαλλία του 14ου αιώνα. Σχετικά με την παρουσία των χειρογράφων από την Ανατολή και τη Δύση, μπορεί να σημειωθεί παρενθετικά πως την επόμενη χρονιά (2009) αναμένεται η εκτενής μελέτη συγκριτικής κωδικολογίας από την Καθηγήτρια Maria Luisa Agati, Il libro manoscritto da Oriente a Occidente: per una codicologia comparata.

Περίπου τον ύστερο 1ο αιώνα μ.Χ. το ειλητό αρχίζει να συνυπάρχει και σταδιακά να αντικαθίσταται από μια νέα μορφή βιβλίου, τον κώδικα, μια επινόηση ρωμαϊκή. Ήταν ήδη γνωστά τα πολύπτυχα από συνενωμένες ξύλινες πινακίδες. Η καθοριστική αλλαγή ήταν η αντικατάσταση των πινακίδων από φύλλα περγαμηνής (επιφάνεια γραφής από επεξεργασμένο δέρμα ζώου) ή παπύρου. (Το χαρτί είχε εμφανιστεί στην Κίνα τον 1ο αιώνα μ.Χ., έγινε γνωστό στους Άραβες τον 8ο αιώνα και άρχισε να χρησιμοποιείται σε έκταση από τον 13ο).
Τα πλεονεκτήματα του κώδικα ήταν η εξοικονόμηση υλικού, καθώς μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και οι δύο όψεις, η άνεση στην ανάγνωση, καθώς δεν ήταν απαραίτητο να έχει κανείς απασχολημένα τα δυο του χέρια, και η μεγαλύτερη χωρητικότητα σε κείμενο. Κυρίως όμως ήταν πολύ ευκολότερο να φυλλομετρήσει κανείς το βιβλίο, να ψάξει ή να ξαναδιαβάσει κάτι. Ο κώδικας υιοθετήθηκε αμέσως για την κυκλοφορία των χριστιανικών κειμένων και από τον 4ο αιώνα μ.Χ. ουσιαστικά είχε αντικαταστήσει το ειλητό, όπως και η περγαμηνή τον πάπυρο. Το ειλητό παρέμεινε για ειδική χρήση: λειτουργική στη χριστιανική Ανατολή, λειτουργική αλλά και για χρονικά, γενεαλογίες, έργα αλχημείας ή ιατρικής στη Δύση. Άνοιγε κάθετα όμως τον Μεσαίωνα.

Η αλλαγή είχε επίπτωση και σε άλλα δύο θέματα που φαίνονται δεδομένα σήμερα: την εικονογράφηση και τα γράμματα. Η μικρογράμματη γραφή (τα «μικρά») κάνει την εμφάνισή της τον 8ο-9ο αιώνα και τα κείμενα, γραμμένα με μεγαλογράμματη γραφή περνούν μια διαδικασία μεταχαρακτηρισμού.
Ως προς την εικονογράφηση, οι στήλες των παπύρων διακόπτονταν από εικόνες σχετικές με το κείμενο. Στους κώδικες όμως η εικόνα είναι συχνά ολοσέλιδη ή καταλαμβάνει μόνη της ολόκληρη στήλη, ή συνδέεται και σχολιάζει το κείμενο με παραπεμπτικά σημεία. Πολλές φορές η προσπάθεια να αντιληφθεί κανείς το πνεύμα της εικονογράφησης και τον τρόπο που ο παραγγελιοδότης του βιβλίου «σχολιάζει» το κείμενο, παρουσιάζεται ή δημιουργεί ένα παράλληλο κείμενο, είναι ιδιαίτερα κοπιώδης και επισφαλής.
Αξιοπρόσεκτο στην παρουσίαση για τη «μορφή του βιβλίου» είναι ο σεβασμός των λημμάτων στην αξία και τη σύνδεση δύο μορφών γνώσης, κειμένου και εικόνας. Ίσως κάπου λανθάνει η διαπίστωση της Ανθολογίας (IV.4) Όλβιος είναι εκείνος που τον θυμόμαστε όχι από την κενή εικόνα, αλλά από το σοφό βιβλίο.

Εάν μπορεί κανείς να απομονώσει κάποιο από τα προσκτήματα της Βιβλιοθήκης, μπορεί να σημειωθεί η παρουσία του κώδικα Pluteo 74.7. Πρόκειται για μια πολυτελή Ιατρική Ανθολογία γραμμένη και εικονογραφημένη στο αυτοκρατορικό βιβλιογραφικό εργαστήριο της Κωνσταντινούπολης, την περίοδο 925-950. Το χειρόγραφο είχε αγοραστεί το 1492 στον Χάνδακα από τον ουμανιστή Ιανό Λάσκαρι για λογαριασμό του Lorenzo de’ Medici.

Από τα αυτόγραφα της Βιβλιοθήκης, παρουσιάζεται μια Λατινική Ανθολογία συγκροτημένη και γραμμένη από τον Giovanni Boccaccio (1313-1375). Ο συγγραφέας σχημάτισε την Ανθολογία σε μια περίοδο αρκετών ετών. Ο κώδικας είναι πολύτιμος όχι μόνο ως μαρτυρία για τα ενδιαφέροντα του Βοκάκιου, αλλά και γιατί είναι η μοναδική μας πηγή για ορισμένα κείμενα, όπως ένας κέντρων με λατινικά παραθέματα, και ένα απόσπασμα του ποιήματος του Lovato Lovati για τον Τριστάνο και την Ιζόλδη. Ο Lovati υπήρξε πηγή έμπνευσης και για τον Πετράρχη και για τον Βοκάκιο. Φαίνεται εύλογη επίσης η ανθολόγηση από «ελάσσονα» ποιήματα του Βιργιλίου (Culex, Dirae, Priapea), και έργα των Οβιδίου (Ibis, Amores), Guillaume de Blois (Alda), Arnulf d’Orleans (Lydia).

Επιλογικά
Οι μικρές εκθέσεις/εκδόσεις της Laurenziana παρουσιάζουν ενδιαφέρον όχι μόνο για τα θέματά τους, αλλά και για δύο ακόμη λόγους:
Για την αξιοθαύμαστη οικονομία τους σε έναν ευρύτερο χώρο με μοναδικό μουσειακό και μνημειακό πλούτο: η εφετινή έκθεση θα μπορούσε να βρίσκεται απλώς στη σκιά της διοργάνωσης μιας σειράς δραστηριοτήτων υπό τον τίτλο «Firenze 2008: Un anno ad arte».
Ένας δεύτερος λόγος είναι η διακριτική υπόμνηση της αξίας του υλικού φορέα για την γραπτή παράδοση: τα κείμενα –κείνται– δεν έχουν απωλέσει την σημασία τους με τις νέες αντιλήψεις για την φέρουσα ύλη, που φέρνει η ψηφιοποίηση και οι νέες τεχνολογίες. Το βιβλίο παραμένει ισχυρό έρεισμα της γνώσης. Μοιάζει να παραμένει εύστοχη η φθονερή εξήγηση της πολυμάθειας του πατριάρχη Φώτιου από τους αντιπάλους του, τα πολλά του βιβλία: Βίβλος επ’ αυτόν έρρει πάσα.

Κατερίνα Γκίκα