Κι αν ο «μαύρος χρυσός» διαμορφώνει σήμερα τα σύγχρονα σύνορα, καθορίζει πολιτικές, «γεννά» πολέμους, παίζει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του πεπρωμένου των εθνών, στην ανάπτυξη των στρατιωτικών στρατηγικών και των στρατηγικών του παγκόσμιου εμπορίου, στο παρελθόν ήταν τα πολύτιμα μέταλλα (ο πραγματικός χρυσός και το ασήμι), που υπήρξαν το μέσο και η αιτία, το όχημα και το «όπλο» για τη μετατροπή του μικρού και ανίσχυρου βασίλειου των Μακεδόνων στη Βόρεια Ελλάδα, σε μια σημαντική ηγεμονία και την πρώτη μεγάλη Αυτοκρατορία της Ευρώπης.

«Κατά την εποχή του Φιλίππου τα πολύτιμα και βασικά μέταλλα είχαν πολύ μεγαλύτερη αξία από σήμερα, σε σχέση με το ημερομίσθιο, και αποτέλεσαν σημαντική πηγή πλούτου σε σύγκριση με άλλες δραστηριότητες, όπως η γεωργία και το εμπόριο. Για παράδειγμα, ένας πεπειραμένος στρατιώτης στην αρχαία Μακεδονία πληρωνόταν με μια δραχμή την ημέρα, δηλαδή με περίπου 3,48 γραμμάρια αργύρου. Συγκριτικά, το 2017 η αμοιβή ενός πεπειραμένου στρατιώτη στον αμερικανικό στρατό απαιτούσε 326 γραμμάρια αργύρου σε τρέχουσες τιμές, περίπου 90 φορές περισσότερο». Αυτά ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Αυστραλός καθηγητής γεωλογίας –με ειδίκευση στην οικονομία της γεωλογίας– James Ross, σε διάλεξή του στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, με τίτλο «Τα πολύτιμα μέταλλα και η άνοδος των δυο μέγιστων Μακεδόνων: Φιλίππου Β’ και Αλεξάνδρου Γ’». Επρόκειτο για την εναρκτήρια ομιλία σειράς διαλέξεων που διοργανώνει το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο των Φίλων του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, με στόχο τη γνωριμία του κοινού της Θεσσαλονίκης με σημαντικούς αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας, νέες ανασκαφικές και διεπιστημονικές έρευνες και τα πορίσματά τους.

Σύμφωνα με τον καθηγητή Ross: «Τα περισσότερα κοιτάσματα βρίσκονταν έξω από το μικρό βασίλειο των 20.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων που ο Φίλιππος παρέλαβε ως βασιλιάς το 359 π.Χ. Την εποχή εκείνη υπήρχε εκτεταμένη εκμετάλλευση των κοιτασμάτων χρυσού, αργύρου και χαλκού στους γειτονικούς λαούς της Ιλλυρίας, της Παιονίας, της Θράκης, του Κοινού των Χαλκιδέων και άλλων ελληνικών αποικιών. Μέχρι το 348 π.Χ. ο Φίλιππος κατέκτησε τουλάχιστον οκτώ επαρχίες στη Βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια με πολλά μεταλλεία χρυσού, αργύρου, χαλκού και σιδήρου, καθώς και σημαντικές κοιλάδες πλούσιες σε προσχωματικό χρυσό, αυξάνοντας την έκταση του Βασιλείου του περισσότερο από τέσσερις φορές. Έτσι επέβαλε την κυκλοφορία δύο νομισμάτων, των χρυσών και των αργυρών, και από τότε η Μακεδονία μετατράπηκε στο ισχυρότερο και πλουσιότερο κράτος στη νοτιοανατολική Ευρώπη της εποχής εκείνης».

Τα τελευταία χρόνια, το μακροχρόνιο ενδιαφέρον του James Ross για την αρχαιολογία έχει επικεντρωθεί σεενα διεθνές ερευνητικό έργο με τίτλο «Crucibles of History», το οποίο εξετάζει –με τη συμμετοχή επιστημόνων και ερευνητών απο την Ελλάδα, την Τουρκία, το Ιράν και την Αυστραλία– την επίδραση των μετάλλων στην εξέλιξη-διαμόρφωση της Ιστορίας.

«Κεντρικό ρόλο στα επιτεύγματα του Φιλίππου Β’ και στον τρόπο με τον οποίο έθεσε τα θεμέλια για την επακόλουθη επιτυχία του Μεγάλου Αλεξάνδρου έπαιξαν τα πολύτιμα και βασικά μέταλλα και η δημιουργία του πλούτου στον οποίο στηρίχθηκε η παντοδυναμία και κυριαρχία της Μακεδονίας της εποχής του. Το στρατηγικό όραμα, το θάρρος, οι ηγετικές ικανότητες, οι πολιτικές δεξιότητες, η ωριμότητα και η αστείρευτη ενέργεια αποτέλεσαν τα βασικά χαρακτηριστικά της επιτυχίας του Φιλίππου, για να μεταμορφώσει ένα ανίσχυρο Βασίλειο στο πρώτο ευρωπαϊκό κράτος, μέσα σε μια μόνον γενιά και να αλλάξει την πορεία της παγκόσμιας ιστορίας…» σημειώνει ο καθηγητής, ενώ μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο συνεργάτης του στο ερευνητικό πρόγραμμα, αναπληρωτής καθηγητής κοιτασματολογίας και γεωχημείας στο ΑΠΘ, Βασίλης Μέλφος (με τον οποίο –και δύο ακόμη συναδέλφους τους απο το Καποδιστριακό και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο– συνυπογράφουν το κείμενο της διάλεξης) τονίζει πως «…δεν ήταν τυχαίο το ότι ο Φίλιππος πρώτα φρόντισε να εκστρατεύσει και να αποκτήσει τον έλεγχο σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού, αργύρου και χαλκού στις περιοχές με χρυσοφόρα εδάφη βόρεια, ανατολικά και δυτικά του βασιλείου του και αρκετά χρόνια αργότερα να εκστρατεύσει εναντίον των Αθηνών».

Μέσα στα επόμενα έξι χρόνια ο Φίλιππος Β’ σχεδόν διπλασίασε την έκταση του βασιλείου του και απέκτησε τον επιπλέον έλεγχο σημαντικών κοιτασμάτων χρυσού, αργύρου και χαλκού στην Ιλλυρία. Επίσης ασκούσε αυξημένη επιρροή στις ανίσχυρες και λιγότερο πλούσιες πόλεις της Ελλάδας. «Το διμεταλλικό νόμισμα κυριαρχούσε πλέον στη Βόρεια Ελλάδα και σε μεγάλο μέρος του Αιγαίου. Η πιο αξιοσημείωτη, τρίτη και τελευταία, περίοδος της κυριαρχίας του Φιλίππου, από το 342 μέχρι τη δολοφονία του το 336 π.Χ., σημαδεύτηκε από την κατάκτηση μεγάλου τμήματος της Θράκης με τους πλούσιους μεταλλευτικούς και γεωργικούς πόρους και από τη συνένωση των Ελλήνων για πρώτη φορά, με σκοπό να ξεκινήσει την εκστρατεία εναντίον των Περσών. Τα επιτεύγματά του μέσα σε μία μόνο γενιά άλλαξαν για πάντα τη Μακεδονία και την Ελλάδα και συνέθεσαν το πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό υπόβαθρο για την κατάκτηση της Εγγύς Ανατολής από τον Μέγα Αλέξανδρο. Αυτό που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην επιτυχία του Φιλίππου ήταν η διορατικότητά του στο να θέσει υπό τον έλεγχό του τα κοιτάσματα των πολύτιμων μετάλλων στη βόρεια Ελλάδα και στα Βαλκάνια. Ο πλούτος που αποκτήθηκε από αυτά του επέτρεψαν σε μεγάλο βαθμό την επίτευξη των φιλοδοξιών του σε συνδυασμό με την ικανότητα του γιου του να δημιουργήσει τη δική του ένδοξη ιστορία» κατέληξε καταχειροκροτούμενος ο Αυστραλός καθηγητής, μετά τη διάλεξή του στην αίθουσα «Μ. Ανδρόνικος» του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.