Φαίνεται ότι, γύρω στο 650 π.Χ., οι Έλληνες πήραν την αιγυπτιακή μονάδα μέτρησης μήκους, τον βασιλικό ή ιερό ή μεγάλο πήχυ (coudée) των 52,39 εκ., και τον διαίρεσαν σε δύο άνισα μέρη, σύμφωνα με τις αναλογίες της χρυσής τομής: 52,39 x 0,618 = 32,38 και 20 εκ. Το μικρότερο μέγεθος (20 εκ.), ίσο με μια ανοιχτή παλάμη, πολλαπλασιαζόμενο επί 7, χρησιμοποιήθηκε ως μονάδα μέτρησης για τα γλυπτά με ύψος κατώτερο του φυσικού. Σε αυτή την περίπτωση, τα 20 εκ. συμπίπτουν με το μήκος του ποδιού του γλυπτού. Αντίθετα, αν χρησιμοποιηθεί το μεγαλύτερο μέγεθος (32,38 εκ.) και πολλαπλασιαστεί επί 7, προσδίδει στο γλυπτό υπερφυσικό μέγεθος και ισοδυναμεί πάλι με το μήκος του ποδιού του υπερφυσικού αγάλματος. Το γεγονός ότι αυτή η μονάδα μέτρησης ονομάστηκε «πους» οφείλεται στη γλυπτική και δεν έχει άμεση σχέση με το φυσικό μέγεθος του ανθρώπινου ποδιού.
Οι πιο γνωστοί πόδες της αρχαιότητας είναι ο πους της Ηράκλειας στην Κάτω Ιταλία, ο πους του κούρου της Τενέας, ο αιγινήτιος πους, ο σολώνιος αττικός πους, ο ιωνικός πους και ο ολυμπιακός πους. Ο πους του κούρου της Νεμέας, που ονομάστηκε modulor (χρυσή μονάδα), ισοδυναμεί με 0,216 μ., και αυτό προσδίδει στο άγαλμα μέγεθος φυσικό.