Σε ένα διαφορετικό «σκηνικό» στήθηκε και λειτουργεί το Μουσείο του Σπηλαίου της Θεόπετρας, ως προς την παραβολή των αντικειμένων, δίνοντας στον επισκέπτη τη δυνατότητα μιας διαφορετικής οπτικής όταν επισκεφθεί και ανιχνεύσει από κοντά το χώρο.

«Σκοπός μας εξαρχής ήταν να κρατήσουμε την ατμόσφαιρα ενός χώρου σπηλαίου μέσα σε ένα προϋπάρχον κτίσμα, καθώς και να δώσουμε στον επισκέπτη τη δυνατότητα να μεταφερθεί πολλές χιλιάδες χρόνια πίσω, στην πρώιμη προϊστορία», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, Δρ Αρχαιολόγος, επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του Υπουργείου Πολιτισμού, για να προσθέσει: «Έτσι, επιλέξαμε, πέραν της έκθεσης των ίδιων των αρχαίων δημιουργημάτων, να αναπαραστήσουμε ζωγραφικά εικόνες της καθημερινής ζωής και δημιουργίας, όπως «αναφύονται», μέσα από τις ανασκαφές αλλά και τη βιβλιογραφία, και οι οποίες [εικόνες] “ερμηνεύουν”, αν θέλετε, τη λειτουργία και το ρόλο των ίδιων των δημιουργημάτων».

Όπως εξηγεί στη συνέχεια: «Θέλαμε να αποφύγουμε τη συνήθη παραβολή αντικειμένων μέσα σε βιτρίνες με λεζάντες, συχνά ακατανόητες από μη ειδικούς, και να στήσουμε ένα “σκηνικό” συνέχειας της ζωής και της εξέλιξης του ανθρώπου ανά τους αιώνες και τις χιλιετίες (από τη Μέση Παλαιολιθική, περίπου 130.000 χρόνια πριν, μέχρι το τέλος της Νεολιθικής, περίπου 4000 χρόνια π.Χ.), μέσα από το οποίο θα διακρίνεται η σταδιακή κατάκτηση νέων γνώσεων που οδήγησε στη νεολιθική τεχνολογία (λιθοτεχνία, επεξεργασία οστού, σταδιακή κατάκτηση της κεραμικής τεχνολογίας)». Ιδιαίτερη προθήκη αφιερώθηκε στα κοσμήματα, λόγω, όπως εξηγεί, της μεγάλης χρονικής περιόδου που αυτά καλύπτουν, αρχίζοντας από φυσικά αντικείμενα, όστρεα γλυκού νερού και δόντια ελαφιών που τρυπήθηκαν για να αναρτηθούν ήδη από την Παλαιολιθική περίοδο –αποτελώντας τα παλαιότερα κοσμήματα στη Θεσσαλία– και φτάνοντας μέχρι τη Χαλκολιθική περίοδο με τα αξιακά αντικείμενα βαλκανικής προέλευσης, με κορυφαίο, όπως διευκρινίζει η Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, ένα χρυσό δακτυλιόσχημο κόσμημα.

Στη δημιουργία σπηλαιώδους ατμόσφαιρας, αναφέρει επίσης η ίδια, συμβάλλουν και οι δύο αληθινές ταφές «που μεταφέραμε και εκθέτουμε, μία της Ανώτερης Παλαιολιθικής και μία της Μεσολιθικής περιόδου, (14500 και 7000 π.Χ. αντίστοιχα), ενώ και το κρανίο μιας τρίτης, παλαιολιθικής επίσης, που δεν σώθηκε ακέραια, εκτίθεται στην ίδια ενότητα». Σημαντική αναφορά κάνει, επίσης, για τους καρπούς και τα ζώα αναφέροντας ότι: «Όλα τα είδη ζώων τα οποία βρέθηκαν στο σπήλαιο και αντιπροσωπεύουν διαφορετικές χρονικές περιόδους αλλά και διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, που εναλλάχθηκαν επανειλημμένως, παρουσιάζονται τόσο με τα ίδια τα οστά, όσο και με εικόνες των ζώων, από τα οποία προέρχονται. Ομοίως, τα ελάχιστα σε μέγεθος καμένα σπόρια που συλλέξαμε κοσκινίζοντας τα χώματα μάς δίνουν πληροφορίες για την εξέλιξη της χλωρίδας, από άγρια στο μεγαλύτερο διάστημα, σε καλλιεργημένη στο τέλος, με την απεικόνιση των αντίστοιχων σημερινών φυτών, που εξακολουθούν να επιβιώνουν ως είδη χιλιάδες χρόνια μετά».

Τέλος, όπως επισήμανε η Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα: «Η μεταφορά μιας εστίας από τις πολλές που βρέθηκαν στο σπήλαιο και χρονολογήθηκαν στα 60.000 χρόνια και αντίγραφο από τα αποτυπώματα ανθρώπινων πελμάτων, ηλικίας περίπου 130.000 χρόνων, αποτελούν μοναδικά τεκμήρια της τόσο πρώιμης ζωής μέσα σε αυτό. Οι ενότητες τελειώνουν με την αναπαράσταση μιας στοιχειώδους “καλύβας”, που θα μπορούσε να προφυλάσσει και να “ιδιωτικοποιεί”, κάποιες ευπαθείς ίσως ανθρώπινες ομάδες ενοίκων, γιατί προκύπτουν τέτοιες ενδείξεις από τα ευρήματα. Σε αυτό το μουσείο οι επισκέπτες θα δουν την αρχή της ανθρώπινης παρουσίας και του πολιτισμού στη Θεσσαλία, που οδήγησαν στις ώριμες πλέον νεολιθικές κοινωνίες και σε όσες, ακόμη πιο εξελιγμένες, ακολούθησαν».