Ατομική έκθεση φωτογραφίας του Λεωνίδα Κουργιαντάκη με τίτλο «Έκθεση σε 7″» παρουσιάζεται στο κεντρικό κτήριο του Μουσείου Μπενάκη (Κουμπάρη 1) έως τις 3 Απριλίου 2016. Ο Λεωνίδας Κουργιαντάκης, λοξοδρομώντας από την επαγγελματική εργασία του φωτογράφου του μουσείου που αποτυπώνει κάθε έκθεση με τους περαστικούς της θεατές, έφτασε να συνθέσει ένα προσωπικό έργο. Κι αυτό το πέτυχε αντιστρέφοντας τους επιβεβλημένους εργασιακούς όρους, απαλείφοντας τους θεατές και φωτογραφίζοντας άδειες τις αίθουσες, μεταφέροντας τον εαυτό του ως μετωνυμία του θεατή στο επίκεντρο της λήψης και μετατρέποντας την κάθε έκθεση από κεντρικό θέμα σε φόντο της κάθε φωτογραφίας.

Φαινομενικά, το φωτογραφικό μάτι είναι εκείνο που παραμένει αναλλοίωτο και σταθερό καθώς παρελαύνουν οι εκθέσεις. Υπό μια όμως έννοια, έχουμε να κάνουμε με την ίδια πάντα έκθεση (μια πληθώρα παραλλαγών και εκδοχών της ίδιας έκθεσης), με την πολλαπλή έκφραση του εκθέτειν, το οποίο αποτελεί την ουσία κάθε μουσείου, και τη σχέση του με το περαστικό βλέμμα του θεατή φωτογράφου. Ένα βλέμμα που αλλάζει κι εξελίσσεται με την πάροδο των ετών. Όπως επίσης και με τη σωματοποιημένη του μορφή που μεταβάλλεται με τη σειρά της μέσα στο χρόνο. Πρόκειται, εν ολίγοις, για μια αντιστροφή, με τον φωτογράφο να αλλάζει και να μεταμορφώνεται εντός ενός σταθερού εκθεσιακού πλαισίου. Όπως δυνητικά μεταμορφώνεται κι ο θεατής που έρχεται σε επαφή και ώσμωση με το μυστήριο της τέχνης.

Θέμα, με άλλα λόγια, της έκθεσης αυτής είναι το ενσαρκωμένο βλέμμα του φωτογράφου μέσα στην ίδια του τη φωτογραφία. Αλλά και μέσα στον εκθεσιακό και εργασιακό του χώρο. Η έκθεση πασχίζει να προσδιορίσει παιχνιδιάρικα τον φωτογράφο ως βλέμμα, ως σώμα και ως επάγγελμα. Ο εργαζόμενος στο μουσείο είναι ένας μόνιμος θεατής των έργων του ιδρύματος, ενώ ταυτόχρονα ο φωτογράφος είναι ένα μονίμως άγρυπνο μάτι των χώρων και των εκθεμάτων του. Ο δε φωτογράφος του μουσείου, ένας συγκερασμός όλων των παραπάνω.

Ο περιπλανώμενος φωτογράφος δεν είναι λοιπόν παρά η ενσαρκωμένη υπενθύμιση του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από τη φωτογραφική μηχανή. Σε κάθε φωτογραφία οποιασδήποτε έκθεσης του μουσείου Μπενάκη, μας λέει ο Κουργιαντάκης, δεν αποτυπώνεται αποκλειστικά και μόνο το έργο ενός καλλιτέχνη, αλλά και η καλλιτεχνική ματιά ενός φωτογράφου. Η κάθε έκθεση διασώζεται στο χρόνο μαζί με το βλέμμα του φωτογράφου που την απαθανάτισε και κατ’ επέκταση μαζί με το βλέμμα των ανθρώπων του μουσείου στα χέρια των οποίων εμπιστεύεται το έργο του ο κάθε καλλιτέχνης.

Με τη συγκεκριμένη έκθεση ο Κουργιαντάκης μας προσφέρει ένα φωτογραφικό, αλλά και καλλιτεχνικό, εικαστικό σχόλιο πάνω στο ρόλο και τη λειτουργία του Μουσείου και κατ’ επέκταση στην έννοια του εκθέτειν. Ως φωτογράφος πέρασε από μια διεκπεραιωτικού τύπου φωτογραφία, από το φωτογραφικό τεκμήριο ενός ξένου καλλιτεχνικού έργου, στην προσωπική δημιουργία. Κάθε του φωτογραφική εικόνα είναι κατ’ αρχάς μια καλλιτεχνικά άρτια φωτογραφία, ένα αυτόνομο φωτογραφικό δημιούργημα, αλλά και μια ψηφίδα ενός ενιαίου εικαστικού έργου που έχει ως άξονα τα έργα και τις ημέρες του μουσείου Μπενάκη. Η έκθεση αυτή είναι τρόπον τινά ένα hommage στο χώρο εργασίας του, από έναν αθόρυβο κι ευαίσθητο καλλιτέχνη φωτογράφο.

Την έκθεση συνοδεύει η δίγλωσση έκδοση Λεωνίδας Κουργιαντάκης. Έκθεση σε 7″, Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα. Η έκδοση περιλαμβάνει 67 φωτογραφίες και κείμενα του Άγγελου Δεληβορριά και του Σπύρου Γιανναρά.

Συντελεστές έκθεσης

H έκθεση αλλά και η έκδοση δεν θα ήταν δυνατές χωρίς την ένθερμη υποστήριξη των συνεργατών του Μουσείου Μπενάκη. Το χαρτί για τις φωτογραφικές εκτυπώσεις ευγενικά προσέφερε ο Γιάννος Μαυροματάκης, τις κορνίζες ο Νίκος Σδράλης, τις γραφιστικές εφαρμογές ο Νίκος Πασχαλίδης και τον ελαιοχρωματισμό της αίθουσας ο Ευθύμιος Μακαρούνας. Οι μεταφράσεις της έκδοσης πραγματοποιήθηκαν από την Αναστασία Καραμάνη και η επιμέλεια των ελληνικών κειμένων από τη Στέλλα Τσάμου. Την καλλιτεχνική επιμέλεια του εντύπου ανέλαβε η Εύη Κώτσου, ενώ την παραγωγή του προσεφέρε ο Γ. Κωστόπουλος.

Επιμέλεια έκθεσης: Σπύρος Γιανναράς, Αλίκη Τσίργιαλου. Αρχιτεκτονικός σχεδιασμός: Ναταλία Μπούρα. Γραφιστικές εφαρμογές: Ντόρα Πικιώνη.