Στον Λευτέρη Πλάτωνα

Οι κατασκευασμένες, επιλεκτικές ή ειδικές (εν)αποθέσεις ανθρωπογενών πρακτικών (σημ. 1) απασχολούν την ευρωπαϊκή αρχαιολογία από τη δεκαετία του 1980, στο πλαίσιο της, κατά το δυνατόν, πληρέστερης κατανόησης των κοινωνιών του παρελθόντος (σημ. 2). Είναι χαρακτηριστικό ότι στην ελληνόγλωσση Προϊστορική Αρχαιολογία η λέξη (εν)απόθεση αντιστοιχεί άλλοτε σε συσσώρευση μορφοποιημένων κινητών αντικειμένων και άλλοτε σε αρχαιολογικό στρώμα με ομοιογενή ρυθμολογικά τέχνεργα της ίδιας χρονολογικής περιόδου ή φάσης (σημ. 3). Ομοίως, ο όρος αποθέτης δεν έχει πάντοτε σαφή σημασία και χρήση, γι’ αυτό και συχνά περιγράφεται ως θήκη, κρύπτη, κασέλα, κίστη, τσέπη, φωλιά (σημ. 4). Σε γενικές, πάντως, γραμμές, αναφέρεται σε μια πυκνή και προπάντων σκόπιμη και μη ανακτήσιμη, πρωτογενή ή δευτερογενή, συσσώρευση τεχνέργων, που έχει εναποτεθεί σε οριοθετημένους ή υποτυπωδώς διαμορφωμένους υπόγειους και μη προσβάσιμους χώρους (σημ. 5). Κατά συνέπεια, η περίφραση αποθέτης θεμελίωσης αναφέρεται σε μία ειδική κατηγορία σταθερών κατασκευών με αυτόνομη ερευνητική αξία και ερμηνευτική δυναμική (σημ. 6), που σχετίζεται με τη στοχευμένη και κοινωνικά οργανωμένη εναπόθεση πολυποίκιλων φυσικών και υλικών αγαθών στις τάφρους θεμελίωσης και τους «μεταβατικούς» χώρους (κατώφλια, θύρες, τοιχοποιίες) των κτηρίων (σημ. 7).

Συχνά, στο πλαίσιο ενός διορθωτικού επανεστιασμού της έρευνας, αντί του εδραιωμένου στη βιβλιογραφία όρου αποθέτης θεμελίωσης (σημ. 8), προτείνονται διάφοροι άλλοι, όπως αναθηματικός-αφιερωματικός (σημ. 9) ή κτηριακός αποθέτης (σημ. 10), οι οποίοι υποτίθεται περιλαμβάνουν (μικρο)αποθέσεις σε ολόκληρο τον φέροντα οργανισμό ενός οικοδομήματος και όχι μονάχα στα θεμέλιά του (σημ. 11). Άλλοτε, πάλι, αυτές οι αποθέσεις χαρακτηρίζονται ως επιτοίχιες (wall deposits), υποδαπέδιες-ενδοδαπέδιες (sub/underin floor deposits) (σημ. 12), ή ακόμη και ως αρχαιολογικά (μικρο)περιβάλλοντα της τοιχοποιίας ή μεταξύ των τοιχοδομιών (in wallbetween wall contexts) (σημ. 13). Πάντως, παρά την ασυμφωνία στο επίπεδο της ορολογίας, κοινός τόπος των παραπάνω δηλωτικών εκφράσεων και εννοιών είναι η περιγραφή ενός μη ορατού, διακοσμητικού και χρηστικού locus occultus που, καθώς δεν είναι εύκολο να εντοπιστεί και να παραβιαστεί, διαφυλάσσει, σαν χρονοθύλακας (σημ. 14), μια πράξη εμπιστοσύνης στο μέλλον, η οποία επιβιώνει, έστω με τη μορφή πρόληψης, ώς τις μέρες μας (σημ. 15).

Μέχρι στιγμής, έχουν ταυτιστεί αρκετοί μινωικοί αποθέτες θεμελίωσης (σημ. 16). Ο πραγματικός αριθμός τους, ωστόσο, παραμένει άγνωστος, γεγονός που οφείλεται στην περιορισμένη αρχαιολογική τους «ορατότητα» στο πεδίο, στα πενιχρά ή συγκεχυμένα ανασκαφικά δεδομένα, καθώς επίσης στην απουσία σχετικών γραπτών πηγών και καλλιτεχνικών απεικονίσεων (σημ. 17). Πρώτος ο A. Evans, χαρακτήρισε ως αποθέτη θεμελίωσης ένα λίθινο κιβωτίδιο με πολύτιμες πρώτες ύλες, που είχε τοποθετηθεί κάτω από τον βόρειο τοίχο της Νότιας Οικίας στην Κνωσό (σημ. 18). Εξάλλου, στο ίδιο το «ανάκτορο» φαίνεται πως υπάρχουν αρκετοί αποθέτες θεμελίωσης που δεν ερμηνεύτηκαν ευθύς εξαρχής ως τέτοιοι (σημ. 19). Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν ο αποθέτης στο Δωμάτιο με τις Λεκανίδες (Vat Room Deposit) (σημ. 20) και τα Ιερά Θησαυροφυλάκια (Temple Repositories) (σημ. 21), οι ταφονομικές συνθήκες και τα ευρήματα των οποίων υπαινίσσονται το ενδεχόμενο δημιουργίας τους στο πλαίσιο μίας επιλεκτικής τελετουργικής πράξης, πιθανόν με αφορμή κάποια φάση μετασκευής του «ανακτόρου» (σημ. 22). Στο ίδιο πλαίσιο ερμηνεύονται το περιεχόμενο ενός λάκκου στο Δωμάτιο 46α, πίσω από την Αίθουσα του Θρόνου (σημ. 23), καθώς και άλλες «επιλεκτικές»-«ειδικές» (εν)αποθέσεις τόσο στο κνωσιακό «ανάκτορο» όσο και σε οικίες στην ευρύτερη περιοχή του (σημ. 24). Γεγονός είναι, πάντως, ότι στα περισσότερα, μέχρι στιγμής γνωστά, μινωικά «ανάκτορα» έχουν αποκαλυφθεί περισσότεροι του ενός αποθέτες θεμελίωσης (σημ. 25). Αποθέτες αυτού του τύπου έχουν επίσης εντοπιστεί (σημ. 26) σε (αγρ)επαύλεις ‒Νίρου Χάνι (σημ. 27), Αγία Τριάδα (σημ. 28)‒, οικίες πόλεων ‒Καστέλι Χανίων (σημ. 29), Κνωσός (σημ. 30), Κομμός (σημ. 31), Μόχλος (σημ. 32), Παλαίκαστρο (σημ. 33), Πετράς (σημ. 34)‒, μνημειώδεις τάφους ‒Πύργος (σημ. 35), Βωρού (σημ. 36), Σίσι (σημ. 37)‒, στο ιερό κορυφής του Γιούχτα (σημ. 38) και σε εγγειοβελτιωτικό έργο στις Χοιρόμανδρες της Ζάκρου (σημ. 39).

Η μέχρι τώρα μελέτη των μινωικών αποθετών θεμελίωσης έχει δείξει ότι το πλήθος τους σε ένα κτήριο δεν είναι σταθερό, ενώ τόσο η μορφή όσο και το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από ποικιλία (σημ. 40). Στην τελευταία αναγνωρίζονται, ως «σταθερότυποι», η αριθμητική υπεροχή των, συχνά ανεστραμμένων (σημ. 41), άωτων κωνικών κυπέλλων και πρόχων, καθώς και η παρουσία υπολειμμάτων από αιματηρές, αναίμακτες και έμπυρες θυσίες (σημ. 42). Η χρονολόγηση, επίσης, των περισσότερων από τους αποθέτες αυτούς στην ταραχώδη, από τις επάλληλες φυσικές καταστροφές, ΜΜ ΙΙΙΒ – ΥΜ ΙΑ περίοδο, ίσως δεν είναι τυχαία (σημ. 43).

Όσον αφορά στη λειτουργία τους, έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, δίχως, ωστόσο, η μία να αναιρεί την άλλη (σημ. 44). Γεγονός είναι ότι η πράξη της σκόπιμης απόθεσης στα οργανικά μέρη ενός οικοδομήματος, όπως η θεμελίωση, η τοιχοποιία και το δάπεδο, εκπορεύεται, σε μεγάλο βαθμό, από την επιθυμία και επιδίωξη του ανθρώπου να εξασφαλίσει για τα κτήριά του τη μέγιστη δυνατή προστασία και μακροζωία (σημ. 45). Η συγκεκριμένη πρακτική κατευθύνεται από την αρχέγονη συμπεριφορική φόρμουλα της απόκρυψης, βασικό ιδεοκίνητρο του «μαγικοθρησκευτικού» συστήματος αξιών ήδη από την εποχή των πρώτων (ημι)μόνιμων (προ)αγροτικών εγκαταστάσεων (σημ. 46). Η απόκρυψη αντικειμένων και συνάμα προσωπικών ή δημόσιων μηνυμάτων εγγράφεται στη σφαίρα τελετουργικών και συμβολικών παραδόσεων που όμως δεν είναι τόσο ορατές, όπως αυτές που σχετίζονται, για παράδειγμα, με το θάνατο.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι αποθέτες θεμελίωσης συνιστούν την έμπρακτη προβολή της έμφυτης ανάγκης του ανθρώπου για υπέρβαση των δυνατοτήτων του και «χειραγώγηση» των φυσικών δυνάμεων μέσα από μιμητικές και επαναλαμβανόμενες πράξεις που περιλαμβάνουν ποικίλα υλικά και λεκτικά σύμβολα. Η επανάληψη της ίδιας τελετουργικής συνταγής, με αφορμή, συνήθως, μια αλλαγή-σταθμό στον κύκλο της ζωής ενός κτηρίου, προϋποθέτει ένα αυστηρό μηχανιστικό και αιτιοκρατικό πλαίσιο, που βασίζεται στη δυϊστική αντίληψη διαίρεσης του κόσμου σε ένα ορατό-υλικό και ένα αόρατο-πνευματικό επίπεδο (σημ. 47). Το δεύτερο αιτιολογεί ανεξήγητες, εν δυνάμει επικίνδυνες καταστάσεις, όπως είναι ο θάνατος και τα φυσικά φαινόμενα, τις οποίες καλούνται να υπερβούν και κυρίως να ελέγξουν και να εξευμενίσουν δεδομένες «μαγικοθρησκευτικές» (σημ. 48) τελετουργίες.

Στο πλαίσιο αυτό, αγγεία καθημερινής χρήσης, όπως οι πρόχοι (σημ. 49) και τα άωτα κωνικά κύπελλα, μετατρέπονται σε προσφορές και μεταμορφώνονται σε φορείς της ανταπόκρισης των ανώτερων δυνάμεων στο αίτημα του ενεργούντος. Παράλληλα, το πλήθος των άωτων κωνικών κυπέλλων, ίσως υπαινίσσεται την, πραγματική ή συμβολική, παρουσία του πλήθους και την, κατά περίπτωση και υπό προϋποθέσεις, κοινοτική προσέγγιση του υπερφυσικού, ειδικά σε περιπτώσεις θεμελίωσης ή ανακαίνισης «ανακτόρων» (σημ. 50). Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι η τελετουργία της θεμελίωσης έχει αποκλειστικά δημόσιο χαρακτήρα, δεδομένου ότι τα αμιγέστερα στοιχεία μαγείας διεισδύουν, συνήθως, στα λαϊκότερα στρώματα μιας κοινωνίας και επιβιώνουν στο περιθώριο της επίσημης θρησκείας, με την οποία, ωστόσο, διατηρούν μια δυσδιάκριτη, παραπληρωματική σχέση συμβίωσης (σημ. 51). Πέρα από το ζήτημα των ορίων ανάμεσα στη θρησκεία και τη μαγεία (σημ. 52), γεγονός είναι ότι το σύστημα της επίσημης μινωικής λατρείας (σημ. 53) εμπεριέχει στοιχεία μαγικών πρακτικών, εμφανή σε συγκεκριμένες εικονιστικές και υλικές μαρτυρίες (σημ. 54).

Πρόσφατα, διατυπώθηκε η άποψη ότι οι μινωικοί αποθέτες θεμελίωσης αντανακλούν την προσπάθεια του ανθρώπου να ενδυναμώσει τους δεσμούς του με το φυσικό και το δομημένο περιβάλλον του, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα την ομαλή αποδοχή του δεύτερου από το πρώτο (σημ. 55). Ενώ πιθανός θεωρείται και ο αναμνηστικός ρόλος τους, ειδικότερα όταν εγγράφονται σε «ανακτορικές» συνάφειες και εμπεριέχουν κατάλοιπα από τη διεξαγωγή επιτόπιων «μαγικοθρησκευτικών» τελετουργιών (σημ. 56). Ενδεικτικά αναφέρονται οι Λάκκοι του Αγίου Αντωνίου στη Ζάκρο, όπου ως αντικείμενο αυτών των τελετουργιών έχει πολύ εύστοχα θεωρηθεί η αναθηματική απόθεση υλικού από την εκκαθάριση κάποιου σημαντικού κτηρίου, ίσως ως εγκαινίου, για την έναρξη της οικοδόμησης του νέου «ανακτόρου» (σημ. 57). Η τελετουργική εναπόθεση υλικού και στην επόμενη περίοδο (Ζάκρος V) σχετίζεται, κατά τον Λ. Πλάτωνα, με την έναρξη των εργασιών ανοικοδόμησης, έπειτα από μια σειρά καταστροφικών πληγμάτων στη θέση λίγο πριν από την οριστική καταστροφή (σημ. 58). Αξίζει να σημειωθεί, ότι στους «Λάκκους του Αγίου Αντωνίου» σώζονται ενδείξεις που υπαινίσσονται το χρόνο και την εποχή τέλεσης των τελετουργιών αυτών, οι οποίες θα πρέπει να συνοδεύονταν και από δρώμενα που δεν αφήνουν υλικά κατάλοιπα, όπως η μουσική, το τραγούδι, ο χορός, οι διάφορες ρήσεις κ.λπ. (σημ. 59). Με παρόμοιο, ίσως, τρόπο θα μπορούσε να ερμηνευτεί και ο Λάκκος στον Πετρά Σητείας (σημ. 60).

Συμπερασματικά, οι μινωικοί, και όχι μόνο, αποθέτες θεμελίωσης συνδέονται καταρχήν με τη «μαγικοθρησκευτική» διάσταση της αντίληψης του χώρου και, κυρίως, με τη διαδικασία καθιέρωσής του, η οποία τον καθιστά ιερό και νόμιμο (σημ. 61). Η τελευταία επιδιώκεται με την επανάληψη αρχετυπικών πρακτικών, στο πλαίσιο μιας μικρογραφικής Κοσμογονίας, ο υπαρξιακός και ποιοτικός χαρακτήρας της οποίας επιβάλλει τη συγκατάθεση και τη συνεχή παρουσία της Υπέρτατης Δύναμης (σημ. 62).

 

Χριστίνα Παπαδάκη

Αρχαιολόγος

* Το παρόν άρθρο προέρχεται από σχετικό κεφάλαιο της διδακτορικής μου διατριβής, που έχει ως θέμα της τους «αποθέτες» και εκπονείται στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, με επόπτη καθηγητή τον Λ. Πλάτωνα, τον οποίο ευχαριστώ θερμά, και από τη θέση αυτή, για την πολύτιμη βοήθειά του σε όλα τα στάδια της έρευνας. Ευχαριστώ επίσης πολύ τις Γαβριλάκη Ειρήνη, Γκαλανάκη Καλλιόπη, Μαρκουλάκη Σταυρούλα και Αθανασία Κάντα για τις παρατηρήσεις τους στο κείμενο.