Τον τελευταίο χρόνο του Μεσοπολέμου, οι αρχαιολόγοι Κωνσταντίνος Κουρουνιώτης, που εκτός από το πλούσιο ανασκαφικό του έργο είχε διατελέσει και διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, και Carl  Blegen, καθηγητής στο Σινσινάτι, αναζητούσαν μυκηναϊκές θέσεις, οικισμούς και τάφους στη Μεσσηνία, ίσως ενδόμυχα και το ίδιο το ανάκτορο του Νέστορος.

Ο Κουρουνιώτης είχε ξεκινήσει τις έρευνές του στο μυκηναϊκό παρελθόν της Μεσσηνίας ήδη από το 1912, στον θολωτό τάφο της Τραγάνας, και τις συνέχισε με την ανασκαφή του στον μυκηναϊκό τάφο στο Κορυφάσιο (1926), μετά δηλαδή την αναγκαστική του επιστροφή (1922) από τις ανασκαφές στη Μικρά Ασία, στη Νύσσα κοντά στις Τράλλεις.

Ο Blegen, που μετά τον Schliemann είχε ολοκληρώσει την ανασκαφική έρευνα στην Τροία (1932-1938) –αποδεικνύοντας με αρχαιολογικά τεκμήρια ότι την έβδομη πόλη της Τροίας, αυτή στην οποία αναφερόταν ο ‘Ομηρος, όντως την κατέστρεψαν οι Αχαιοί–, μετέφερε το 1938 το επιστημονικό του ενδιαφέρον στη Μεσσηνία, κι όταν συναντήθηκε με τον Κουρουνιώτη αποφάσισαν να συνεργαστούν στις αρχαιολογικές τους αναζητήσεις στην περιοχή. Οι δύο αρχαιολόγοι οδηγημένοι το 1939 και στον Επάνω Εγκλιανό από τον φιλάρχαιο, αγρότη Χαράλαμπο Χριστοφιλόπουλο, πραγματοποίησαν εκεί δοκιμαστική ανασκαφική τομή όπου εντόπισαν μεταξύ άλλων ένα πλήθος πήλινων πινακίδων της Γραμμικής Β γραφής, σε χώρο που ονόμασαν αρχείο. Όλα τα οικοδομικά και τα κινητά ευρήματα της τάφρου έδειχναν ότι επρόκειτο για μεγαλειώδη μυκηναϊκή εγκατάσταση, προφανώς δηλαδή αυτό το ίδιο το ανάκτορο του Νέστορος που αναζητούσαν. Οικονομικοί λόγοι όμως δεν τους επέτρεψαν να συνεχίσουν την έρευνα και έτσι οι δύο αρχαιολόγοι έστειλαν τις πινακίδες στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, κατάχωσαν την ανασκαφική τομή και προγραμμάτισαν να την επαναλάβουν τον επόμενο χρόνο. Τον επόμενο χρόνο όμως κηρύχτηκε ο πόλεμος, ακολούθησε η Κατοχή και ο Εμφύλιος στην Ελλάδα και μόλις το 1952 η ανασκαφή συνεχίστηκε, μόνον όμως από τον Blegen, γιατί ο Κουρουνιώτης είχε πεθάνει το 1945. Τα οικοδομικά κατάλοιπα του ανακτόρου, όπως και τα κινητά ευρήματα που αποκαλύπτονταν μέχρι το 1966, όταν δηλαδή ολοκληρώθηκε η ανασκαφή του Blegen, ήταν εκπληκτικά και αποτέλεσαν ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ελληνικής αρχαιολογίας, όχι μόνο γιατί ήταν σπουδαία και μοναδικά τα ίδια, αλλά –θα μπορούσε να ειπωθεί– και γιατί ο Blegen είχε συχνά ως σύμβουλο και οδηγό του τον Όμηρο.

Με την ανασκαφή Blegen αποκαλύφθηκε ένα εκπληκτικό ανακτορικό συγκρότημα: το ανάκτορο του Νέστορος και, στα δυτικά του, το ανάκτορο του πατέρα του Νηλέα – και τα δύο με αξιόλογα οικοδομικά κατάλοιπα  (εικ. 1-3), αλλά ακόμα και ένα τρίτο που επισημάνθηκε βαθύτερα, κάτω από το ανάκτορο του Νέστορος, το οποίο φυσικά ποτέ δεν θα δούμε, αλλά οφείλουμε να το προστατεύσουμε, αφού, όπως θα φανεί στη συνέχεια, είναι ευάλωτο στους σημερινούς κινδύνους που το αφανίζουν. Στο ανάκτορο του Νέστορος, υπήρχε μια δεύτερη επίσημη αίθουσα, που ο Blegen απέδωσε στη βασίλισσα.

Ο Blegen αναγνώρισε επίσης δίπλα στο αρχείο το κυλικείο, το δωμάτιο δηλαδή με τις πολυάριθμες κύλικες, το ιερό με βωμό με έγχρωμη διακόσμηση, την οπλοθήκη (το «Βορειοανατολικό κτήριο»), καθώς και τους αποθηκευτικούς χώρους με τους καλά στερεωμένους πίθους για τα δύο παραδοσιακά προϊόντα της ελληνικής γης: το λάδι και το κρασί.

Ειδικά για το κρασί μάλιστα βρέθηκε το μοναδικό στην ελληνική ιστορία και αρχαιολογία κτήριο δίπλα στο ανάκτορο με πακτωμένους στο έδαφος πίθους, το οποίο ο Blegen αποκάλεσε «κελάρι του Νέστορος» (Nestor’s cellar), γιατί στα πώματά τους διαβάστηκε στη Γραμμική Β γραφή η λέξη οίνος.

Με τις ανασκαφές του Blegen επιβεβαιώθηκε ότι το ανάκτορο, εκτός από κέντρο εξουσίας, ήταν και ένας συστηματικός ελεγκτικός-φορολογικός μηχανισμός. Η αρχιτεκτονική σύνθεση του ανακτόρου του Νέστορος στην Πύλο επιτρέπει να υποθέσουμε, για παράδειγμα, ότι ο μυκηναίος αγρότης ανέβαινε στο λόφο του Άνω Εγκλιανού με το υποζύγιό του, ίσως με ακόμα ένα φορτωμένο αμφορείς με κρασί και λάδι, ξεπέζευε, εισερχόταν στο ανάκτορο και έφτανε στο αρχείο όπου περίμενε, ίσως στο κυλικείο, τη σειρά του να καταγραφεί η παραγωγή του. Εκεί υπολογιζόταν ο φόρος που του αναλογούσε, τον οποίο οι γραφείς χάραζαν στις περίφημες πινακίδες από τις οποίες ο Ventris διάβασε τη Γραμμική Β γραφή, καταγράφοντας έτσι μια από τις σημαντικότερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ού αιώνα. Ο μυκηναίος αγρότης λοιπόν άδειαζε την ποσότητα του οίνου ή του λαδιού στους πίθους. Εννοείται όχι άπαξ, αλλά σε όλη τη διάρκεια του χρόνου, και αυτή ακριβώς η σταδιακή μείωση της οφειλής καταγραφόταν στις πινακίδες του αρχείου. Έτσι υπήρχε πάντα κρασί και λάδι στο ανάκτορο.

Οι πίθοι του λαδιού στο ανάκτορο του Νέστορος βρίσκονται πίσω από την αίθουσα του θρόνου. Ο Blegen επισημαίνει ήδη στην πρώτη δημοσίευση των χρονικών της ανασκαφής (σημ. 1) ότι η αποθήκη του οίνου στο ανάκτορο του Νέστορος, δηλαδή το εκτός του ανακτόρου οικοδόμημα  διαστάσεων 18,45×8,50 μ. είναι μοναδικό μνημείο στη Μυκηναϊκή περίοδο (σημ. 2). Η αποθήκη διέθετε 35 πίθους πακτωμένους στέρεα, βαθιά στο έδαφος, σε λακκοειδή ανοίγματα που εξασφάλιζαν τη σταθερότητά τους (σημ. 3). Ο αριθμός 35 προκύπτει από τους πίθους που βρήκε επί τόπου, καθώς και από αυτούς που είχαν εντελώς καταστραφεί, αλλά η ύπαρξή τους τεκμηριώνεται ακριβώς από τα λακκοειδή ανοίγματα των θέσεών τους. Δεν υπάρχει δηλαδή καμία αμφιβολία ότι οι πίθοι δεν θεωρούνταν κινητά ευρήματα, ούτε κατά την αρχαιότητα ούτε κατά τη σύγχρονη ανασκαφική πρακτική (σημ. 4).

Ούτε βέβαια ο Blegen, που ανήκει στην κατηγορία των μεγάλων αρχαιολόγων οι οποίοι δίδαξαν αρχαιολογία (με την ευρύτερη σημασία του ρήματος «διδάσκω»), θα ολοκλήρωνε το ανασκαφικό του έργο με ένα τέτοιο αδιανόητο ατόπημα, να καταχώσει δηλαδή κινητά ευρήματα. Έχει σημασία να τονιστεί ότι μπροστά στο θαυμαστό αυτό εύρημα, ο αμερικανός αρχαιολόγος αναρωτήθηκε, αναφερόμενος στους ομηρικούς στίχους, αν ήταν από εδώ που, ύστερα από την εντολή του Νέστορος, πήρε η οικονόμος του (Οδύσσεια, γ 395) το έντεκα χρονών γλυκό κρασί για να το προσφέρει στους υπό τον Τηλέμαχο Ιθακήσιους  φιλοξενούμενούς του (σημ. 5). Επιπλέον ο Blegen, βασισμένος στα θραύσματα τοιχογραφιών (σημ. 6) που αποκάλυψε μέσα και γύρω από τους πίθους, υπέθεσε –καθώς μάλιστα και οι τοίχοι είχαν το κατάλληλο πάχος και θα μπορούσαν να φέρουν ξύλινες δοκούς–, ότι επάνω από την αποθήκη του οίνου θα υπήρχε δεύτερος όροφος, στον οποίο ίσως διέμενε ο «επιμελητής» της. Τη θέση μάλιστα του επιμελητή του οίνου, πάντα σύμφωνα με  την υπόθεση του Blegen, θα την κατείχε κάποιος ιδιαίτερα σημαντικός αξιωματούχος στο ανακτορικό συγκρότημα (σημ. 7), κρίνοντας κυρίως από τα πολυάριθμα κύπελλα που εντόπισε στο κυλικείο και διάσπαρτα σε όλη την έκταση του ανακτόρου.

Δυστυχώς όμως η αποθήκη του οίνου με τους πακτωμένους πίθους, το εκπληκτικό αυτό εύρημα, υπέστη βαρύτατο πλήγμα με την ασύγγνωστη και βάναυση τοποθέτηση στο μέσο της ενός υποστυλώματος του νέου στεγάστρου προστασίας (!), για την εγκατάσταση του οποίου προκλήθηκαν και άλλες καταστροφές, όπως των δαπέδων του παλαιού ανακτόρου που αφαιρέθηκαν, ή τμήμα του  δυτικού τοίχου του ανακτόρου – και αυτά είναι ενδεικτικά μόνο της βάρβαρης επέμβασης, που περισσότερο βανδαλισμό θυμίζει παρά έργο προστασίας.

Εκτός δηλαδή από την υλική καταστροφή της αποθήκης, υπάρχει και το ηθικό θέμα της ιστορικότητας που προκύπτει από τις παρατηρήσεις του Blegen, η οποία περιφρονείται, αφού η αποθήκη του οίνου και η κατοικία του μυκηναίου υπεύθυνού της θα εμφανίζονται στις επόμενες γενιές με έναν πανύψηλο μεταλλικό στύλο διαμέτρου 80 εκ. να κυριαρχεί στο εσωτερικό της.

Κατόπιν όλων αυτών γίνεται φανερό ότι ο σχεδιασμός του στεγάστρου έγινε με λανθασμένες προδιαγραφές, πράγμα που σημαίνει ότι η υλοποίησή του θα σήμαινε εν γνώσει των αρμοδίων υπηρεσιών του Υπουργείου Πολιτισμού εγκατάσταση ενός στεγάστρου όχι μόνον ακατάλληλου και ανεπαρκούς, αλλά και καταστροφικού, αφού «βιάζει» ένα μέρος του ανακτόρου με τρόπο που καθόλου δεν συνάδει με την ιστορία της μέριμνας των μνημείων στη χώρα μας. Πρέπει να επισημάνω ότι αφού η ογκώδης αυτή τρύπα διαπερνά καταστρέφοντας α) το αρχαίο δάπεδο από πηλόχωμα όπου βρίσκονται οι πίθοι, β) τα λακκοειδή ανοίγματα, και γ) το μικρό πεζούλι που ενίσχυε τη σταθερότητά τους, παραβιάζεται κατάφωρα η θεμελιώδης αρχή της αντιστρεψιμότητας από τη Χάρτα της Βενετίας (σημ. 8), την οποία έχει συνυπογράψει η χώρα μας και είναι ο βασικός οδηγός  στα έργα προστασίας και ανάδειξης των μνημείων. Tο Τμήμα Μελετών Μνημείων Προϊστορικών Χρόνων της Διεύθυνσης Αναστήλωσης Αρχαίων Μνημείων, είχε και έχει, φυσικά, ως βασική και μόνιμη κατεύθυνση στις προτάσεις και στις εισηγήσεις του για τα έργα προστασίας όχι μόνο να αποφευχθεί η παραμικρή καταστροφή, αλλά το «πέρασμα» της Υπηρεσίας από το μνημείο να μην αφήσει κανένα ίχνος, γιατί αυτό επιβάλλει ο σχετικός σεβασμός και η απαίτηση των επόμενων γενεών: να τους παραδοθεί το μνημείο αλώβητο και όπως ακριβώς το βρήκε η γενιά μας.

Εμείς οι Έλληνες είμαστε προνομιούχοι αφού όχι απλώς έχουμε (και) στη χώρα μας τα υπολείμματα οικοδομημάτων που μετρούν πάνω από τρεις χιλιετίες, αλλά επιπλέον αναφέρεται σε αυτά ίσως ο πιο σημαντικός ποιητής του κόσμου. Εφόσον δηλαδή το αναφέρει ο Όμηρος, η προσέγγισή μας στο ανάκτορο του Νέστορος διέρχεται εξ ορισμού μέσα από το πρωταρχικό μας μνημείο, που είναι η ελληνική ποίηση και η γλώσσα, χωρίς να υποτιμάται το μέγεθος της οικουμενικής του διάστασης. Είναι ανησυχητικά χαρακτηριστικό πως η χρηματοδότηση αυτού του προγράμματος προέρχεται από το ΕΣΠΑ, δηλαδή από τα χρήματα των ευρωπαίων πολιτών, που άθελά τους συμμετέχουν στην καταστροφή και όχι στη διάσωση ενός μνημείου που, ως οικουμενικό, εγγράφεται και στη δική τους πολιτιστική κληρονομιά.

 

Δρ Θάνος Παπαθανασόπουλος

Επί τιμή Προϊστάμενος

Μελετών Μνημείων Προϊστορικών Χρόνων