«Νομίζω ότι είναι σε όλους σαφές ότι τίποτα πολυτιμότερο δεν έχω προ οφθαλμών από τη θρησκεία», είχε δηλώσει σε μια επιστολή του ο Κωνσταντίνος, ο πρώτος αυτοκράτορας αυτόκλητος προστάτης του χριστιανισμού. Στις 28 Οκτωβρίου του 312 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος κέρδισε μια αποφασιστική μάχη εναντίον του συνδιεκδικητή του ρωμαϊκού θρόνου Μαξέντιου, στη Μουλβία γέφυρα του ποταμού Τίβερη, δεκαέξι χιλιόμετρα έξω από τη Ρώμη. Πριν από τη μάχη, ο Μαξέντιος, ακολουθώντας τη ρωμαϊκή συνήθεια, συμβουλεύθηκε τα Σιβυλλικά Βιβλία για να λάβει πρόβλεψη για την έκβαση της μάχης, τα οποία ανέφεραν ότι θα χανόταν ο εχθρός της Ρώμης. Ο Μαξέντιος ερμήνευσε το χρησμό προς όφελός του, διαψεύστηκε όμως οικτρά. Ο Μαξέντιος κατατροπώθηκε από τον Κωνσταντίνο και το πτώμα του ρίχτηκε στον ποταμό Τίβερη σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής. Στη συνέχεια, το πτώμα ανασύρθηκε, αποκόπηκε το κεφάλι και τοποθετήθηκε σε μια λόγχη που οι νικητές περιέφεραν στην πόλη προς επιβεβαίωση και επίδειξη του θριάμβου τους.

Παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον ότι ο Κωνσταντίνος ερμήνευσε την αναμέτρησή του με τον Μαξέντιο ως αναμέτρηση ανάμεσα στον χριστιανικό Θεό και στην παλιά παραδοσιακή θρησκεία. Ο Κωνσταντίνος, χωρίς κανέναν απολύτως ενδοιασμό, αντιλήφθηκε τη δράση του ως σταυροφορία και απέδωσε τη νίκη του, όπως και όλες τις μεταγενέστερες επιτυχίες του, στην προστασία του μοναδικού αληθινού Θεού, του Θεού των χριστιανών.

Όπως πίστευε, ο Θεός τού είχε αποκαλυφθεί σε όραμα και σε όνειρο, το οποίο αργότερα διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια στον εκκλησιαστικό ιστορικό και βιογράφο του Ευσέβιο και μάλιστα ορκίστηκε για την αλήθεια των λεγομένων του. Την παραμονή της μάχης του με τον Μαξέντιο, την ώρα του δειλινού, ο Κωνσταντίνος καθόταν έξω από τη σκηνή του και αναλογιζόταν το σχέδιο της μάχης που θα ακολουθούσε όταν, ξαφνικά, είδε στον ουρανό το χριστόγραμμα, δηλαδή τα δύο πρώτα γράμματα του ονόματος του Χριστού, συνοδευμένο από την επιγραφή hoc signo victor es, ή στην ελληνική του απόδοση που μας παρέχει ο Ευσέβιος, τούτω νίκα. Σε όνειρο έλαβε την οδηγία να χαράξει το χριστόγραμμα και την επιγραφή στις ασπίδες των στρατιωτών του και να τα αποτυπώσει στα λάβαρά του ως αλέξημα, δηλαδή ως αποτροπαϊκό σύμβολο για την προστασία τους. Ο Κωνσταντίνος πρόθυμα υπάκουσε και αυτό πίστευε ότι του εξασφάλισε την εύνοια του παντοδύναμου Θεού και την τελική επικράτηση. Η απρόσμενη νίκη εδραίωσε μια για πάντα τη χριστιανική του πίστη. Από ευτυχή συγκυρία έχει σωθεί το κράνος του Κωνσταντίνου με χαραγμένο πάνω του το χριστόγραμμα. Ας σημειωθεί ότι συναντούμε το σύμβολο ΧΡ σε παπύρους της εποχής καθώς χρησιμοποιούνταν από ελληνόφωνους Αιγύπτιους εμπόρους για να δείξουν ότι ένα προϊόν ήταν χρηστόν, δηλαδή καλό. Για πρώτη φορά ο Κωνσταντίνος το χρησιμοποίησε ως χριστιανικό σύμβολο. Ήταν ιδέα του αυτοκράτορα να μετατρέψει τη σύντμηση αυτή σε προστατευτικό σύμβολο του Θεού του.

Αυτό που είδε ο Κωνσταντίνος στον ουρανό και εντυπωσιάστηκε, όπως υποστηρίζουν πολλοί σήμερα, δεν ήταν τα δύο πρώτα γράμματα της λέξης Χριστός, παρά μια σπάνια, αλλά επιστημονικά εξακριβωμένη μορφή του φαινομένου της άλω. Καθώς οι ακτίνες του ήλιου συναντούν παγοκρυστάλλους δημιουργείται ένα θεαματικό πρόσκαιρο σχήμα φωτεινού σταυρού με τον ήλιο στο κέντρο, όπως το ουράνιο τόξο εμφανίζεται όταν οι ακτίνες του ήλιου ενώνονται με σταγόνες βροχής. Οποιαδήποτε εκδοχή κι αν βρίσκουμε πειστική, αυτό που έχει σημασία είναι ότι ο Κωνσταντίνος εξέλαβε την εμπειρία του ως μεταφυσική και, αμέσως μετά, θέλησε να μάθει περισσότερα για το χριστιανισμό. Έτσι, άρχισε να μελετάει συστηματικά χριστιανικά κείμενα, να συναναστρέφεται τακτικά με χριστιανούς ιερείς και να τους έχει συνδαιτυμόνες και συνοδούς στα ταξίδια του.

Η ειλικρίνεια της μεταστροφής του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό αμφισβητήθηκε έντονα σχεδόν αμέσως μόλις έγινε αντιληπτή η σημασία της. Ακόμη και σήμερα συνεχίζεται η διένεξη για το αν ο εκχριστιανισμός του αυτοκράτορα ήταν ζήτημα πολιτικής σκοπιμότητας ή αν πήγαζε από αγνά θρησκευτικά κίνητρα. Προσωπικά θεωρώ την αποδοχή της χριστιανικής πίστης από τον Κωνσταντίνο απόλυτα ειλικρινή. Στις επιστολές του ίδιου του αυτοκράτορα, που σώζονται μέχρι σήμερα, διακηρύσσει με σαφήνεια την παταγώδη αποτυχία των παραδοσιακών θεών και την ακράδαντη πίστη του ότι η παντοδυναμία του Θεού των χριστιανών θα φέρει αμέτρητα αγαθά στο κράτος που ηγείται. Δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι ο χριστιανισμός στην εποχή του Κωνσταντίνου δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένος, οι χριστιανοί αποτελούσαν τότε μια μικρή μόνο μερίδα του πληθυσμού, μια ασήμαντη και ανίσχυρη ομάδα με λίγους μόνο φίλους στις ισχυρές ανώτερες τάξεις, οπότε δεν ήταν καθόλου αυτονόητη ούτε αναπόφευκτη η υποστήριξή τους από έναν αυτοκράτορα. Αμέσως μετά τον εκχριστιανισμό του Κωνσταντίνου, η κατάσταση άλλαξε ριζικά και σημειώθηκε ραγδαία άνοδος των μεταστροφών στο χριστιανισμό. Δεν αποκλείεται, βέβαια, το γεγονός ότι ο Κωνσταντίνος αναγνώρισε την ασύγκριτη δυναμική του χριστιανικού κινήματος, την ξεχωριστή μαχητικότητα των οπαδών του και την πρωτόγνωρη για τον αρχαίο κόσμο οργάνωση του κλήρου, και ότι κατόρθωσε να διαβλέψει τη λαμπρή πορεία του. Έχει μεγαλύτερο ίσως ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε πότε ακριβώς ο Κωνσταντίνος έλαβε την απόφαση να υποστηρίξει το χριστιανισμό και να τον χρησιμοποιήσει ως συνεκτική ιδεολογία της αυτοκρατορίας και σε ποια χρονική στιγμή αντιλήφθηκαν οι σύγχρονοί του, χριστιανοί και εθνικοί, τη ρηξικέλευθη απόφασή του.

Ο Κωνσταντίνος υποστήριξε έμπρακτα το χριστιανισμό. Απάλλαξε τον κλήρο από φορολογικές υποχρεώσεις, παραχώρησε το δικαίωμα ιδιοκτησίας και αποδοχής κληρονομιών στην Εκκλησία, καθιέρωσε την Κυριακή ως επίσημη ημέρα ανάπαυσης (από την οποία εξαίρεσε μόνο τους αγρότες που μπορούσαν, αν το επιθυμούσαν, να συνεχίσουν τις εργασίες τους, για να μην διακινδυνεύσουν καταστροφή της σοδειάς τους, και τις απελευθερώσεις δούλων ως μια καλή πράξη που μπορούσε να γίνει ακόμα και σε αργίες), αναγνώρισε όλες τις χριστιανικές εορτές ως κρατικές, αποτύπωσε χριστιανικά σύμβολα στα νομίσματά του και ανέγειρε εντυπωσιακές εκκλησίες με χρήματα του αυτοκρατορικού ταμείου σε όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια.

Ωστόσο η πολιτική του Κωνσταντίνου απέναντι στο χριστιανισμό ήταν αντιφατική. Ο Κωνσταντίνος δεν απέβαλε ποτέ την ιδιότητα του pontifex maximus (= του υπάτου αρχιερέα) της παραδοσιακής θρησκείας των Ρωμαίων, δεν εξαφάνισε τα εθνικά σύμβολα από τα νομίσματά του (για παράδειγμα, στα νομίσματά του εμφανίζονται οι θεοί Δίας Σωτήρ, Άρης Σωτήρ, Ηρακλής Νικητής, Ήλιος, Ίσιδα, Σέραπις και Άνουβις), ενώ παράλληλα κυκλοφορούσαν και νομίσματα με χριστιανικά σύμβολα, στην Αψίδα του αυτοκράτορα στη Ρώμη, που ανήγειρε προς τιμήν του η ρωμαϊκή Σύγκλητος σε ανάμνηση της μάχης του 312, δεν κατονομάζεται ξεκάθαρα ο χριστιανικός Θεός ως ο προστάτης του, παρά υπάρχει μια παράσταση του θεού Ήλιου και η μονοθεϊστική ασαφής επιγραφή instinctu divinitatis (= με την έμπνευση της θεότητας νικά ο αυτοκράτορας). Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος συμβουλευόταν μάντεις και αστρολόγους μέχρι το τέλος της ζωής του και επέτρεπε στους υπηκόους του να καταφεύγουν στη μαγεία για τη θεραπεία ασθενειών ή την αποτροπή ανεπιθύμητων καιρικών φαινομένων, αποδέχτηκε πρόθυμα εθνικές τιμές από τους πολίτες της Αθήνας, πλήρωσε τα ταξιδιωτικά έξοδα ενός εθνικού ιερέα για προσκύνημα στην Αίγυπτο, ενίσχυσε οικονομικά τα Ελευσίνια Μυστήρια και, το κυριότερο ίσως, ποτέ δεν καταπίεσε εθνικούς.

Κάποιοι χαρακτηρίζουν τον Κωνσταντίνο ρεαλιστή και διπλωμάτη και θεωρούν ότι συνειδητά δεν ήθελε να προσβάλει τους εθνικούς υπηκόους του αλλά να τους προσφέρει μια γέφυρα να περάσουν ήπια, σταδιακά και ανώδυνα στο χριστιανισμό, ή ερμηνεύουν τις εθνικές του συνήθειες ως εξωτερικές τυπικές εκδηλώσεις που αναμένονταν από έναν αυτοκράτορα αλλά που είχαν χάσει το εθνικό τους νόημα για πολλούς από τους ανθρώπους της εποχής (και σίγουρα για τον Κωνσταντίνο), αποδίδουν τη φαινομενικά αλλόκοτη και συγκεχυμένη συμπεριφορά του σε απλή άγνοια ή σε γραφειοκρατική αδράνεια, και την περιοδική εμφάνιση μονοθεϊστικών συμβόλων και το δισταγμό να κατονομαστεί ξεκάθαρα ο Θεός των χριστιανών σε πρωτοβουλία των συγχρόνων του εθνικών Συγκλητικών (οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για την ανέγερση δημοσίων οικοδομημάτων και την κυκλοφορία νομισμάτων) που είχαν αντιληφθεί τη μεταστροφή του αυτοκράτορά τους αλλά ένιωθαν αιφνιδιασμένοι και αμήχανοι για να την ομολογήσουν απροκάλυπτα. Ο Κωνσταντίνος δίνει την εντύπωση ότι δεν είχε τους ενδοιασμούς που του αποδίδονται. Είχε τον απόλυτο έλεγχο της κατάστασης, ήταν αυθόρμητος, αλλά και σίγουρος για τις θρησκευτικές επιλογές του, τις οποίες, σε καμιά περίπτωση, δεν έκρυβε. Απλώς η μεταστροφή σε κάτι νέο δεν σημαίνει απαραίτητα ουσιαστική ρήξη με το παρελθόν, ούτε πάντα αυτόματη εγκατάλειψη των παλιών συνηθειών, τουλάχιστον όχι σε τόσο απόλυτο βαθμό όσο τείνουμε να πιστεύουμε. Ο Κωνσταντίνος δεν θεωρούσε ότι ενεργούσε κατά τρόπο αντιφατικό ή προβληματικό, όπως εμείς σήμερα.

Το πρώτο και κυριότερο βήμα του Κωνσταντίνου, που σήμανε την οριστική ρήξη με το εθνικό παρελθόν, ήταν η αναγνώριση του δικαιώματος ύπαρξης του χριστιανισμού και η διακήρυξη της αρχής της ανεξιθρησκίας για τους όλους τους υπηκόους της αυτοκρατορίας. Το 311 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος έπεισε τον συναυτοκράτορά του Λικίνιο να δημοσιεύσουν από κοινού το Διάταγμα των Μεδιολάνων (στο σημερινό Μιλάνο) που όριζε τα ακόλουθα: «Όταν εγώ ο Κωνσταντίνος ο Αύγουστος και εγώ ο Λικίνιος ο Αύγουστος είχαμε την ευτυχία να συναντηθούμε στα Μεδιόλανα και να συζητήσουμε όλα τα σχετικά με το κοινό συμφέρον και όφελος, κρίναμε ότι μεταξύ των άλλων ζητημάτων που θα ωφελούσαν τους πάντες, πρώτο και κύριο επιβαλλόταν να ρυθμιστεί εκείνο που σχετίζεται με το σεβασμό προς το Θείο, δηλαδή να χορηγήσουμε στους χριστιανούς καθώς και σε όλους τους άλλους την ελευθερία να ακολουθούν οποιαδήποτε θρησκεία επιθυμεί ο καθένας, ώστε οποιαδήποτε και αν είναι η θεότητα και η ουράνια δύναμη να διάκειται ευμενώς απέναντί μας και απέναντι σε όλους εκείνους που βρίσκονται υπό την εξουσία μας (…). Κατά συνέπεια (…) αποφασίσαμε να καταργηθούν όλοι οι σχετικοί με τους χριστιανούς προγενέστεροι περιορισμοί (…) και από τώρα και στο εξής όποιος επιθυμεί να ακολουθήσει τη θρησκεία των χριστιανών είναι απεριόριστα ελεύθερος άνευ παρεμβάσεων ή ενοχλήσεων να την ακολουθήσει (…). Παραχωρήσαμε στους εν λόγω χριστιανούς απόλυτη ελευθερία να ασκούν τη λατρεία τους (…). Εφόσον τους παραχωρήσαμε αυτό το δικαίωμα και οι άλλοι ομοίως έχουν, προς χάριν της ειρήνης της βασιλείας μας, απόλυτη ελευθερία να εκλέγουν και να τιμούν όποια θρησκεία θέλουν. Και τούτο αποφασίστηκε για να μη φανεί ότι μειώνουμε οποιαδήποτε θρησκεία ή λατρεία». Ακολουθούν διαταγές για την άμεση απόδοση στις χριστιανικές κοινότητες των τόπων λατρείας και της υπόλοιπης περιουσίας τους που είχαν βίαια αποσπαστεί κατά τη διάρκεια των διωγμών, είτε βρισκόταν ακόμη αυτή στην κατοχή του δημοσίου ταμείου, είτε είχε εκποιηθεί ή παραχωρηθεί σε ιδιώτες. Στους αγοραστές και τους δωρεοδόχους δινόταν η υπόσχεση ότι τελικά θα αποζημιώνονταν από το δημόσιο ταμείο. «Έτσι ώστε, όπως εξηγήσαμε, η Θεία Εύνοια την οποία γνωρίσαμε σε τόσο μεγάλα συμβάντα, να εξακολουθήσει να μας στηρίζει εσαεί, για την δική μας επιτυχία και την ευτυχία του λαού» (μετάφραση δική μου και από Jones Arnold, Ο Κωνσταντίνος και ο εκχριστιανισμός της Ευρώπης, μετ. Αλέξανδρος Κοτζιάς, εκδόσεις Ηριδανός, Αθήνα χ.χ., σ. 88-89). Ο Κωνσταντίνος δεν όρισε το χριστιανισμό ως μόνη επίσημη θρησκεία του κράτους. Αυτό έγινε το 380 μ.Χ. με διάταγμα του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του Α΄.

Τίποτα δεν προμήνυε τη δημόσια μεταστροφή του Κωνσταντίνου στο χριστιανισμό. Η μεταστροφή του αυτοκράτορα ήταν μια απρόσμενη ευχάριστη έκπληξη που οι χριστιανοί αμέσως αγκάλιασαν και αξιοποίησαν προς όφελός τους. Ο Κωνσταντίνος αδιαφόρησε επιδεικτικά για τη θρησκευτική παράδοση αιώνων και έδωσε προτεραιότητα στο χριστιανισμό. Μία από τις πρώτες του ενέργειες όταν ανέβηκε στο θρόνο το 312 ήταν να επανορθώσει τις απώλειες που είχαν υποστεί οι χριστιανοί από τους προκατόχους του. Οι χριστιανοί εξόριστοι επαναπατρίστηκαν, οι καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα, ορυχεία και πορνεία απελευθερώθηκαν και ανέκτησαν την προηγούμενη νομική τους θέση, και οι δημευμένες περιουσίες, ιδιωτικές και εκκλησιαστικές, επιστράφηκαν, ενώ –το σημαντικότερο ίσως όλων– οι χριστιανοί έπαψαν να νιώθουν ντροπή και ανασφάλεια για την επιλογή τους.

Όταν ο Κωνσταντίνος ισχυροποίησε τη θέση του στο θρόνο υποστήριξε, σε μεγάλο βαθμό, τους στυλοβάτες της νέας θρησκείας, τους χριστιανούς ιερείς. Οι χριστιανοί ιερείς απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση ανάληψης δυσβάσταχτων δημοτικών αξιωμάτων. Ο Ευσέβιος ομολογεί ότι αυτό το μέτρο ώθησε πολλούς να ξεκινήσουν μια σταδιοδρομία στην Εκκλησία, παρακινημένοι όχι τόσο από θρησκευτικά κίνητρα αλλά για να αποφύγουν τα ανεπιθύμητα βάρη που συνεπάγονταν τα δημοτικά αξιώματα. Προς το τέλος της ζωής του, το 326, ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε την κατάχρηση του μέτρου και έθεσε περιορισμούς στις χειροτονίες κληρικών που δεν έπρεπε να ξεπερνούν τις ανάγκες των πόλεων. Η θέση ενός δημοτικού συμβούλου, που παραδοσιακά μεταβιβαζόταν από πατέρα σε γιο, υποχρέωνε τον κάτοχό της να ξοδέψει χρήματα για την πόλη του, να οργανώσει μεγαλοπρεπή θεάματα και εορτές, να ανεγείρει ή να επισκευάσει επιβλητικά δημόσια οικοδομήματα, ή το οδικό δίκτυο, και να συγκεντρώσει τους φόρους, και υπήρξε ένα εξαιρετικά τιμητικό καθήκον για τους επιφανείς πολίτες μιας πόλης από την κλασική εποχή έως και την αρχή της ρωμαϊκής περιόδου. Στην ύστερη αρχαιότητα η θέση δεν ήταν πλέον καθόλου ελκυστική, καθώς έπαψε να αποτελεί αξία για τις ανώτερες τάξεις η καταβολή χρημάτων προς όφελος των συμπολιτών με αντάλλαγμα την εξασφάλιση τιμής και κύρους στον τόπο διαμονής. Οι πλούσιοι δεν ήταν πια διατεθειμένοι να αποχωριστούν τον πλούτο τους με τον ίδιο τρόπο όπως παλιά. Οι χριστιανοί, τελικά, τους έπεισαν να διοχετεύουν το περίσσευμά τους σε φιλανθρωπικές πράξεις με αντάλλαγμα τη σωτηρία της ψυχής τους.

Ταυτόχρονα, ο Κωνσταντίνος φρόντισε οι επίσκοποι να αποκτήσουν το δικαίωμα να ενεργούν ως δικαστές, η εκκλησιαστική περιουσία να μην φορολογείται, οι επαρχιακοί διοικητές υποχρεώθηκαν να διαθέτουν πόρους για την κατασκευή χριστιανικών ναών στις περιοχές της αρμοδιότητάς τους και να διανέμουν τρόφιμα στους χριστιανούς, χρηματοδοτήθηκαν μοναστήρια και εκκλησιαστικά ιδρύματα, δημεύτηκαν περιουσίες εθνικών ιερών και επιτράπηκαν κατεδαφίσεις εθνικών ιερών. Δεν άργησε να γίνει αντιληπτό ότι ο Κωνσταντίνος προωθούσε τους χριστιανούς αξιωματούχους και ότι η ομολογία της χριστιανικής πίστης ήταν ένα σίγουρο μέσο απόκτησης της εύνοιας του αυτοκράτορα. Ο Ευσέβιος με θλίψη αναφέρει ότι πολλοί καιροσκόποι προσποιούνταν τους ευλαβείς χριστιανούς με σκοπό να επωφεληθούν με χρήματα, τίτλους και διευκολύνσεις.

Η νομοθετική πολιτική του Κωνσταντίνου επηρεάστηκε από τους χριστιανούς συμβούλους του. Οι διατάξεις για την έκδοση διαζυγίων, που ήταν σχετικά απλές κατά τη διάρκεια της ελληνικής και ρωμαϊκής αρχαιότητας, έγιναν πιο αυστηρές και δεν επιτρεπόταν πια στις γυναίκες να καταθέτουν αίτηση διαζυγίου με την αιτιολογία ότι οι σύζυγοί τους ήταν μέθυσοι, άπιστοι ή μη σοβαροί, μπορούσαν να τους χωρίσουν μόνο εάν ήταν δολοφόνοι, μάγοι ή τυμβωρύχοι, ενώ οι άνδρες μπορούσαν να χωρίσουν μόνο σε περίπτωση μοιχείας, φαρμακείας ή πορνείας της συζύγου. Επιπλέον, απαγορεύτηκε στους δουλοκτήτες η διάλυση των οικογενειών των δούλων και επιτράπηκαν οι χειραφετήσεις δούλων μέσα σε εκκλησίες. Στο σημείο αυτό εξαντλήθηκε η συμπόνια του Κωνσταντίνου απέναντι στους δούλους. Αν ένας δούλος πέθαινε από κακομεταχείριση στα χέρια του δεσπότη του, ο δεσπότης δεν θα διωκόταν, εκτός και αν το έπραξε εσκεμμένα, κάτι εξαιρετικά δύσκολο να αποδειχθεί. Ακόμα και μετά την απελευθέρωση δούλου ο δεσπότης διατηρούσε το δικαίωμα να επανακτήσει το δούλο του, αν κρινόταν ότι ο δούλος είχε επιδείξει αγνωμοσύνη ή αυθάδεια εναντίον του. Τέλος, ο Κωνσταντίνος απαγόρευσε ρητά στους δούλους να διατηρούν ερωτικές σχέσεις με ελεύθερες γυναίκες.

Ο Κωνσταντίνος επιδίωξε, αλλά δεν πέτυχε, κατάργηση των αγώνων των μονομάχων και διέταξε να σταλούν στα ορυχεία οι κατάδικοι που προορίζονταν για το αμφιθέατρο (οι διάδοχοί του χρειάστηκε να νομοθετήσουν προς αυτή την κατεύθυνση επανειλημμένα), κατάργησε τη θανάτωση με σταύρωση, που οι Ρωμαίοι επεφύλασσαν ως τιμωρία για τους εγκληματίες που προέρχονταν από τις κατώτερες τάξεις και για τους ενόχους εσχάτης προδοσίας κατά του ρωμαϊκού κράτους, καθώς την έκρινε βάναυση και καθώς εξαιτίας της υπέφερε ο Ιησούς, απαγόρευσε το στιγματισμό στο πρόσωπο ως ποινή, διέταξε να χορηγηθούν χρήματα, τρόφιμα και ρούχα από το δημόσιο ταμείο στους φτωχούς γονείς που αλλιώτικα θα έμπαιναν στον πειρασμό να πουλήσουν ή να εγκαταλείψουν έκθετα τα παιδιά τους (συνηθισμένη πρακτική για τα ανεπιθύμητα βρέφη σε εποχές με περιορισμένες μεθόδους αντισύλληψης, όπως η ελληνική και η ρωμαϊκή αρχαιότητα) και κατάργησε τις ρωμαϊκές νομοθετικές διακρίσεις εναντίον των άγαμων και των άκληρων.

Η ηθική απασχολούσε τον Κωνσταντίνο ώστε νομοθέτησε εναντίον τής απαγωγής και του βιασμού. Οι απαγωγείς και οι βιαστές θα καίγονταν ζωντανοί και δεν θα είχαν δικαίωμα έφεσης. Οι γυναίκες που συναινούσαν στο έγκλημα θα τιμωρούνταν με την ίδια ποινή. Οι γυναίκες που δεν συναίνεσαν αλλά και που δεν προέβαλαν σπουδαία αντίσταση, με γοερά κλάματα και φωνές, προκειμένου να σπεύσουν οι συγγενείς και οι γείτονες να τις σώσουν, θα έχαναν την περιουσία τους. Οι δούλοι που θα συνεργούσαν θα τιμωρούνταν με ρίψη καυτού μολυβιού στο λαιμό τους. Οι γονείς που θα έμεναν άπραγοι θα εξορίζονταν. Οι δούλοι που θα κατάγγελλαν το γεγονός θα αποκτούσαν την ιδιότητα του πολίτη. Τέλος, οι άρρενες κηδεμόνες κοριτσιών τάχθηκαν υπεύθυνοι για την προστασία της παρθενίας τους και αν αποκαλυπτόταν ότι οι ίδιοι ευθύνονταν για την απώλειά της θα εξορίζονταν και θα δημευόταν η περιουσία τους. Τέλος, οι έγγαμοι άνδρες απαγορευόταν να διατηρούν παλλακίδες.

Ας σημειωθεί ότι ο Κωνσταντίνος δεν στράφηκε με τη νομοθεσία του εναντίον των Ιουδαίων και καταδίκαζε μόνο τους Ιουδαίους που δεν ανέχονταν τη μεταστροφή στο χριστιανισμό και λιθοβολούσαν όσους εκχριστιανίζονταν, ενώ δεν τους συμπαθούσε ιδιαίτερα και δεν επιθυμούσε τη διάδοση της θρησκείας τους, όπως δήλωνε επανειλημμένα στις επιστολές του, ενώ τιμώρησε σκληρά τους Ιουδαίους που προσπάθησαν να επισκευάσουν τον Ναό του Σολομώντα στα Ιεροσόλυμα. Ο Κωνσταντίνος δεν καταπίεσε συστηματικά Ιουδαίους, μόνο τους στέρησε το δικαίωμα απαλλαγής από τα δημοτικά συμβούλια. Ο Ιωσήφ ήταν ένας Ιουδαίος που εκχριστιανίστηκε και ο εκχριστιανισμός του προκάλεσε την οργή της ιουδαϊκής κοινότητας. Ο Κωνσταντίνος τον πήρε υπό την προστασία του και τον αντάμειψε με τον τίτλο του κόμητα και με ένα επίδομα από το αυτοκρατορικό ταμείο και όρισε ότι όσοι χειροδικούσαν εναντίον πρώην εθνικών ή Ιουδαίων που εκχριστιανίζονταν θα τιμωρούνταν με θάνατο στην πυρά.

Ο Κωνσταντίνος δεν καταπίεσε εθνικούς. Ο ίδιος έλεγε χαρακτηριστικά: «Ας μην ενοχλεί κανείς τον πλησίον του. Ας έχει και ας απολαμβάνει ο καθένας ό,τι επιθυμεί η ψυχή του. Όσοι είναι σώφρονες πρέπει να είναι βέβαιοι ότι μόνον αυτοί θα ζήσουν μια αγνή και αγιασμένη ζωή, αυτοί που Εσύ καλείς να στηριχθούν στους αγίους νόμους Σου. Αλλά εκείνοι που μένουν μακριά Σου, ας έχουν αν το επιθυμούν τους ναούς του ψεύδους. Εμείς έχουμε τον ένδοξο οίκο της αλήθειας Σου» (μετάφραση από Jones, Κωνσταντίνος και εκχριστιανισμός, ό.π., σ. 203). Μόνο στο τέλος της ζωής του απαγόρευσε την τέλεση δημόσιων θυσιών, έκλεισε εθνικούς ναούς, όπως το ναό του Ασκληπιού των Αιγών της Κιλικίας και τους ναούς στα Άφακα και στην Ηλιούπολη της Φοινίκης, που ήταν φημισμένα κέντρα λατρευτικής πορνείας, και δήμευσε τις περιουσίες τους.

Προς το τέλος της ζωής του ο Κωνσταντίνος σχεδίαζε να βαπτιστεί χριστιανός στον ποταμό Ιορδάνη, όπως ο Ιησούς, έκρινε όμως ότι δεν επαρκούσαν οι δυνάμεις του για ένα τέτοιο ταξίδι και έτσι βαπτίστηκε σε μια εκκλησία σε ένα χωριό κοντά στη Νικομήδεια από τον επίσκοπο της πόλης Ευσέβιο (συνονόματο του βιογράφου του). Σύμφωνα με τη συνήθεια της εποχής, ο Κωνσταντίνος βαπτίστηκε γυμνός και μετά τη βάπτισή του φόρεσε λευκά ενδύματα (το εθιμοτυπικό προέβλεπε να φοράει ο νεοφώτιστος λευκά ενδύματα για μια εβδομάδα μετά τη βάπτισή του), και αποσύρθηκε στην οικία του στο Αχύριο κοντά στη Νικομήδεια, ξάπλωσε σε ένα λευκό άνετο κάθισμα και άφησε εκεί την τελευταία του πνοή το 337 (Ευσέβιος, Βίος Κωνσταντίνου 4.65-70). Η αργοπορία της βάπτισης του αυτοκράτορα προκαλεί έντονο προβληματισμό σε όσους αμφισβητούν τη γνησιότητα της μεταστροφής του και τα κίνητρά του στην απόφασή του να υποστηρίξει το χριστιανισμό. Οι αμφισβητίες ωστόσο παραβλέπουν, ή αγνοούν, το γεγονός ότι την εποχή εκείνη ο νηπιοβαπτισμός δεν είχε ακόμη καθιερωθεί (ο νηπιοβαπτισμός καθιερώθηκε λίγο αργότερα, κατά τη διάρκεια του τέταρτου αιώνα). Οι πρώτοι χριστιανοί πίστευαν ότι η βάπτιση λυτρώνει την ψυχή από τις αμαρτίες, οπότε προτιμούσαν να την αναβάλουν μέχρι το τέλος της ζωής τους, ώστε να ελαχιστοποιήσουν το ποσοστό των αμαρτιών που θα ακολουθούσαν μετά τη βάπτιση και να μην διακινδυνεύσουν, έτσι, να χάσουν τη θέση τους στον παράδεισο από βιασύνη και κακό υπολογισμό. Η άποψη ότι ο Κωνσταντίνος δεν έκρινε απαραίτητη τη βάπτιση γιατί θεωρούσε τον εαυτό του ήδη τέλειο χριστιανό, δεν υποστηρίζεται επαρκώς από τις πηγές της εποχής.

 

Δρ Δέσποινα Ιωσήφ, Καθηγήτρια-Σύμβουλος στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο