Η έναρξη των εργασιών του νέου οδικού άξονα το 2008, που στο μεγαλύτερο μέρος του διέρχεται από δύο σήραγγες στον Κίσσαβο, έδωσε την ευκαιρία για τις πρώτες ανασκαφικές έρευνες στην Κοιλάδα, για την οποία μέχρι τότε υπήρχαν μόνο ιστορικές πληροφορίες και οι περιγραφές των περιηγητών (σημ. 1). Ήδη από την αρχή του έργου εντοπίσθηκαν τρεις θέσεις αρχαιολογικού ενδιαφέροντος. Η μία βρίσκεται κοντά στη δυτική έξοδο, με την επωνυμία Χάνι της Κοκόνας ή Τσιριγά Χωράφια, κάτω ακριβώς από τη μεγάλη σήραγγα του έργου, η δεύτερη στο στενότερο σημείο του, όπου το Κάστρο της Ωριάς, και η τρίτη στην ανατολική έξοδο του στενού προς τη Μακεδονία, όπου και η θέση Παλιοκκλήσι.

Η ανασκαφική έρευνα περιορίσθηκε στην πρώτη θέση, η οποία τοποθετείται κάτω από απότομο βραχώδες ύψωμα, που κλείνει από τα δυτικά το στενό των Τεμπών, και στο οποίο υπάρχουν εκτεταμένα ίχνη αρχαίου λατομείου. Σε μεγάλη έκταση διατηρούνται αρκετές αρχαίες λατομικές εστίες, όπου διακρίνονται ακόμη τμήματα λατομικού υλικού σε μορφή ακατέργαστων κιόνων.

Κάτω από αυτό και στους πρόποδες χαμηλού υψώματος, δίπλα στην εθνική οδό, ανασκάφηκαν τρία βυζαντινά συγκροτήματα. Στο ψηλότερο επίπεδο οι αρχαιότητες αποτελούν τμήμα παλαιοχριστιανικού οικισμού, ενώ στο χαμηλότερο επίπεδο και δίπλα στην εθνική οδό ανήκουν στη μεσοβυζαντινή περίοδο.

Αρχίζοντας από το πλάτωμα της κορυφής του υψώματος, ανασκάφηκε τμήμα νεκροταφείου από 5 τάφους, το οποίο φαίνεται ότι συνεχίζεται στην προς νότο δασωμένη έκταση. Οι τάφοι αυτοί είναι κιβωτιόσχημοι, σκαμμένοι στο βραχώδες έδαφος και καλυμμένοι με ακατέργαστες πλάκες. Παρουσιάζουν δύο φάσεις ταφής, μία παλαιότερη του 4ου αι., που συνοδεύεται από νομισματικούς θησαυρούς, και μια κύρια, της εποχής του Ιουστινιανού (εικ. 4-5).

Τις ίδιες φάσεις παρουσιάζει και η κατοίκηση στον μικρό παρακείμενο οικισμό (εικ. 1), από τον οποίο ανασκάφηκε ορθογώνιος ληνός (εικ. 2), κεραμικός κλίβανος (εικ. 3), καθώς και μία μεγάλη κυκλική ασβεστοκάμινος διαμέτρου 3 μ., στην οποία διατηρήθηκε η εσχάρα της καύσης και η είσοδος, που έβλεπε προς τα δυτικά.

Ο μεγάλος αριθμός νομισμάτων του 4ου αι., στην πλειονότητά τους του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, που βρέθηκαν σε διαλυμένο οικοδόμημα, ίσως συνιστούν νομισματικό θησαυρό, η απόκρυψη του οποίου σχετίζεται με τις επιδρομές της εποχής, όπως εκείνη του Αλάριχου, το 395. Ο οικισμός στον οποίο ανήκουν τα παραπάνω λείψανα δεν είναι γνωστός από τις πηγές και μπορεί να συνδεθεί με τη λειτουργία του λατομείου που αναφέρθηκε παραπάνω. Οι δύο χρονολογικές φάσεις που επισημάνθηκαν αποτελούν εποχές με μεγάλη οικοδομική δραστηριότητα, στις οποίες το λατομείο θα λειτουργούσε με εντατικούς ρυθμούς, και αυτό επηρέαζε και τη ζωή του οικισμού, που δεν θα πρέπει να είχε μεγάλη διάρκεια.

Τα παραπάνω λείψανα βρίσκονταν πάνω στον άξονα της νέας εθνικής οδού, γι’ αυτό και απομακρύνθηκαν με έγκριση του Υπουργείου Πολιτισμού, λόγω της αποσπασματικής τους διατήρησης. Τμήμα τους έχει μεταφερθεί στον αύλειο χώρο του Διαχρονικού Μουσείου Λάρισας.

Το δεύτερο κτιριακό συγκρότημα εντοπίσθηκε περίπου 80 μ. δυτικότερα των παραπάνω λειψάνων, και χαμηλότερα, καθώς ακολουθείται το φυσικό πρανές του λόφου. Πρόκειται για ένα μακρόστενο κτίριο, μήκους 27 και πλάτους 6,70 μ., που είχε τριμερή διαίρεση (εικ. 6). Είναι κτισμένο σε ομαλή κατωφέρεια, με κατεύθυνση Α-Δ, σε απόσταση 10 μ. από τον σημερινό δρόμο, όπου περνούσε και ο παλαιότερος, και προσανατολισμένο προς αυτόν (25). Το κτίριο αυτό παρουσιάζει αρκετές φάσεις, με κυριότερη αυτή που σώθηκε στη νότια πλευρά, με τοίχους πλάτους 1 μ., καλοκτισμένους με αργούς λίθους και πλίνθους κολυμπητούς σε ισχυρό ασβεστοκονίαμα. Στα δυτικά, το κτίριο έχει τοίχους μικρότερου πάχους, στοιχείο που οφείλεται σε κάποια επισκευή. Το δάπεδο της κύριας φάσης, που σχετίζεται με το καλοκτισμένο τμήμα του νότιου τοίχου και είναι στρωμένο με ασβεστοκονίαμα και τεμάχια πλίνθων, μπορεί να χρονολογηθεί με νομισματικές μαρτυρίες μετά τα τέλη του 9ου και πιθανόν στον 10ο αι. Στη βόρεια πλευρά, όπου και η κατωφέρεια, υπάρχουν δύο ορθογώνιες προεξοχές, που μπορεί να υποδηλώνουν τη βάση μνημειακής κλίμακας, καθώς και μια σειρά κτιστών πεσσών, ένδειξη ύπαρξης εξώστη.

Το μακρόστενο σχήμα του κτιρίου αυτού και η θέση του, στη δυτική έξοδο των Τεμπών, και δίπλα στον παλιό δρόμο, ευνοούν την υπόθεση της ταύτισής του με πανδοχείο των βυζαντινών χρόνων, κτισμένο στη θέση ρωμαϊκού σταθμού. Ανάλογου σχήματος είναι η αρχική φάση του βυζαντινού πανδοχείου της Πύδνας (σημ. 2), και άλλα κτίρια παρόμοιου προορισμού. Ήδη έχουν διατυπωθεί ορισμένες υποθέσεις για τις θέσεις των σταθμών κατά μήκος της κεντρικής οδού που διέσχιζε τα Τέμπη, σύμφωνα με την Tabula Peutigeriana και άλλα ρωμαϊκά οδοιπορικά. Ο σταθμός Στενών ή Στεναί (mansio Stenas) τοποθετείται από τους Γάλλους επιστήμονες J.C. Decourt και F. Mottas, οι οποίοι μελέτησαν τα σχετικά μιλιάρια, στην ανατολική έξοδο του στενού, κοντά στη θέση Παλιοκκλήσι (σημ. 3), ενώ ο σταθμός Ολύμπου (mansio Olympu) στη δυτική έξοδο αλλά σε κάποια απόσταση, κοντά στον Ευαγγελισμό, και ταυτίσθηκε ήδη με ρωμαϊκό κτίριο που ανασκάφηκε πριν μερικά χρόνια (σημ. 4). Στα παραπάνω οδοιπορικά αναφέρονται και μικρότεροι σταθμοί που ακόμη αναζητούνται, ένας από τους οποίους θα μπορούσε να σχετισθεί με το ανασκαπτόμενο κτίριο, όπως το mutatio Thuris. Άλλωστε, βρίσκεται στη μέση της απόστασης μεταξύ των δύο πρώτων σταθμών, που είναι 12 χλμ. και ακριβώς στην έξοδο του στενού μέρους της κοιλάδας, όπου παρουσιαζόταν επείγουσα ανάγκη στάσης για ανάπαυση, όπως την περιγράφουν οι περιηγητές της οθωμανικής περιόδου, που σταματούσαν στο διπλανό χάνι της Κοκόνας.

Ένα ακόμη κτίριο βρέθηκε στα ανατολικά του πανδοχείου και σε απόσταση 15 μ. από αυτό. Πρόκειται για βυζαντινό ναό του τύπου του δρομικού ναού με περίστωο, διαστ.12×11,60 μ., που φέρει στα ανατολικά 3 ημικυκλικές κόγχες. Η νότια στοά επικοινωνούσε με τον κεντρικό χώρο με δύο ανοίγματα, ενώ το κύριο άνοιγμα βρισκόταν στη δυτική πλευρά. Βρέθηκαν ίχνη από δύο κτιστές τράπεζες Ιερού Βήματος, τόσο στην κεντρική κόγχη όσο και στη νότια, δείγμα ότι υπήρχε στην τελευταία διαμορφωμένο παρεκκλήσιο. Η βόρεια στοά σώζεται σε χαμηλότερο επίπεδο και παρουσιάζει ίχνη παλαιότερης φάσης σε σχέση με εκείνη του υπόλοιπου κτιρίου.

Στο περίστωο και στον περιβάλλοντα χώρο ανασκάφηκαν πολλοί τάφοι, αρκετοί από τους οποίους είναι επιμελημένης κατασκευής, που δείχνει ότι το κοιμητήριο είχε οργάνωση και διάρκεια. Δεν υπάρχουν ίχνη δαπέδου αλλά αυτό τοποθετείται περίπου στην άνω στάθμη των ταφών της δυτικής στοάς, που είχαν επιμελημένη κατασκευή από όρθιες πλίνθους, κάτω από τις οποίες είχαν τοποθετηθεί οι καλυπτήριες λίθινες πλάκες.

Οι τάφοι απλώνονται στη δυτική και τη βόρεια στοά και όχι στη νότια, δείγμα ότι αυτή ήταν αφιερωμένη στη λατρεία, όπως προαναφέραμε. Επεκτείνονται επίσης σε όλο τον περιβάλλοντα χώρο του ναού, όπου έχουν εντοπισθεί μέχρι σήμερα 50 τάφοι. Οι τάφοι του εξωτερικού χώρου έχουν λιγότερο επιμελημένη μορφή και πιο ελεύθερη διάταξη, ενώ οι πολλαπλές ταφές και η συχνή παρουσία μικρών παιδιών μπορούν να αποδοθούν σε επιδημία ή άλλη καταστροφή.

Τα λιγοστά ευρήματα των τάφων χρονολογούνται στον 11ο-12ο αιώνα, ενώ ο ναός μπορεί να τοποθετηθεί στην αμέσως προγενέστερη περίοδο.

Η έλλειψη κεραμικών και άλλων ευρημάτων στο ναό, όπου βρέθηκαν κυρίως λείψανα ελληνιστικών χρόνων, από την προηγούμενη κατοίκηση του χώρου, δυσκολεύουν τη χρονολόγηση του κτιρίου. Ωστόσο, μπορεί να τοποθετηθεί στη μεσοβυζαντινή περίοδο και ιδιαίτερα στον 10ο-11ο αι. από τα λείψανα τοιχοδομίας με τις κάθετες πλίνθους που διατηρούνται στις κόγχες, το σχήμα των κογχών και το συνδυασμό των λοιπών στοιχείων της κάτοψης, ακόμη και τις κατασκευαστικές ομοιότητες με το πανδοχείο, με το οποίο φαίνεται ότι ανήκει σε ενιαίο συγκρότημα.

Ο τύπος του ναού με το περίστωο είναι συχνός την εποχή αυτή και απαντά επίσης στη γειτονική Πιερία, στον επισκοπικό ναό της Πύδνας (σημ. 5), καθώς και στο ναό στην ακρόπολη της Λάρισας, που επίσης είχε κοιμητηριακή χρήση (σημ. 6).

Επομένως, από το συνδυασμό των στοιχείων το σύνολο χρονολογείται πριν από τον 13ο αιώνα, ενώ η καταστροφή του από φωτιά μπορεί να συνδυασθεί με τη φραγκική κατάκτηση του 1204.

Επειδή αποτελεί τον πρώτο ναό αυτής της εποχής που εντοπίσθηκε στην περιοχή των Τεμπών, είναι δελεαστική η υπόθεση της σύνδεσής του με την επισκοπή Λυκοστομίου, που αναφέρεται στις βυζαντινές πηγές από τον 10ο αι. και δεν έχει ταυτισθεί μέχρι σήμερα, ενώ είναι γνωστό ότι μεταφέρεται αργότερα στον Πλαταμώνα (μεταξύ 13ου-15ου) (σημ. 7). Ο οικισμός αυτός και η επισκοπή τοποθετείται μέχρι σήμερα στην ευρύτερη περιοχή του Κάστρου της Ωριάς, 4 χλμ. βορειότερα της εξεταζόμενης θέσης, ενώ έχει εκφρασθεί και η πρόταση τοποθέτησής του στην περιοχή του Πυργετού.

Οπωσδήποτε, τα λιγοστά ευρήματα της ανασκαφής δεν αρκούν για να επιβεβαιώσουν ή να απορρίψουν τις παραπάνω απόψεις. Παραμένει ωστόσο σημαντικό το γεγονός της ανακάλυψης αυτού του ξεχωριστού βυζαντινού συγκροτήματος, που πρέπει να είχε θέση προσκυνήματος σε σημαντικό σταθμό της οδικής αρτηρίας, κτισμένου σε θέση αρχαίου ιερού, όπως φαίνεται από την ανασκαφή σε παρακείμενη θέση, που διεξάγει η ΙΕ′ ΕΠΚΑ.

 

Σταυρούλα Σδρόλια

Αναπληρώτρια Προϊσταμένη, 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων