Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας

Υποενότητα Ίσθμιων αγώνων, Αρχαιολογικό Μουσείο Ισθμίας

Υποενότητα Ίσθμιων Αγώνων. Εκτίθενται ευρήματα που αφορούν στα αγωνίσματα των Ισθμίων αγώνων (αλτήρες, σιδερένιος δίσκος, στλεγγίδες, τμήμα τροχού άρματος κ.α.).

Οι Αγώνες

Από τα μέσα περίπου του 6ου αιώνα π.Χ. τα Ίσθμια τελούνταν κατά το δεύτερο και τέταρτο χρόνο κάθε Ολυμπιάδας.

Πρώτα γίνονταν την άνοιξη πριν τους θερινούς Ολυμπιακούς και έπειτα δύο χρόνια μετά πριν από τα Πύθια στους Δελφούς.

Το πρόγραμμα περιλάμβανε αθλητικά αγωνίσματα όπως δρόμους ταχύτητας, πένταθλο (άλμα, δρόμο, δίσκο, ακόντιο και πάλη), πάλη, πυγμή και παγκράτιο, ιππικούς αγώνες και αρματοδρομίες. Επίσης γίνονταν και μουσικοί διαγωνισμοί στο χώρο του θεάτρου.

Ο νικητής αρχικά έπαιρνε ως έπαθλο στεφάνι από πεύκο και αργότερα από αγριοσέληνο. Οι εορτασμοί που διαρκούσαν δύο ή τρεις μέρες περιλάμβαναν θυσίες στον Ποσειδώνα και νυχτερινές τελετές προς τιμή του ήρωα Μελικέρτη-Παλαίμονα.

Μετά την καταστροφή της Κορίνθου το 146 π.Χ. οι αγώνες συνεχίστηκαν στη Σικυώνα και επέστρεψαν στην Κόρινθο το 44 μ.Χ., όταν ιδρύθηκε η Ρωμαϊκή Αποικία.

Τα Ίσθμια συνέχισαν να διοργανώνονται στο Ιερό του Ποσειδώνα τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 3ου αιώνα μ.Χ.

Για την διεξαγωγή των αγώνων στα Ίσθμια απαραίτητη ήταν η ύπαρξη σταδίου, ανάλογου με αυτά των άλλων Πανελλήνιων Ιερών, της Ολυμπίας, των Δελφών και της Νεμέας.

Το πρώτο στάδιο κατασκευάστηκε γύρω στα 550 π.Χ., όταν τα Ίσθμια συμπεριλήφθηκαν στον τετραετή κύκλο (την λεγόμενη «Περίοδο») των τεσσάρων μεγάλων Πανελλήνιων εορταστικών εκδηλώσεων. Είχε προσανατολισμό βορειοδυτικά –νοτιοανατολικά και για την κατασκευή του διαμορφώθηκε τεχνητά ένα μεγάλο ανάλημμα που άλλαξε τη μορφή του εδάφους σε αυτό που βλέπει κανείς σήμερα. Το συνολικό του μήκος ήταν 600 ελληνικοί πόδες (=193μ), αλλά μόνο το ένα του άκρο διατηρείται. Γύρω στο 500 π.Χ. κατά μήκος της βορειοανατολικής πλευράς του στίβου κατασκευάστηκε με συσσώρευση χώματος και λογάδων λίθων, ένα ανάχωμα ως κερκίδα για τους θεατές.

Τα κλασικά χρόνια το ανάχωμα διευρύνθηκε και στο οπίσθιο τμήμα του δημιουργήθηκαν ισχυρά αναλημματικά τείχη που και σήμερα είναι ορατά στο χώρο. Η πρόσβαση των θεατών στις κερκίδες γινόταν μέσω κεκλιμένων διαδρόμων που οδηγούσαν στο πίσω υψηλό τμήμα του αναχώματος, ενώ οι εξέχουσες προσωπικότητες εισέρχονταν στο στάδιο από μια πύλη και μια κεκλιμένη δίοδο που συνέδεε το Στάδιο με το Βωμό. Όπως και στην Ολυμπία, η γραμμή του τερματισμού βρίσκεται σε μικρή απόσταση από το Ναό και το Μακρύ Βωμό του Ποσειδώνα, προς τιμή του οποίου τελούνταν οι αγώνες των Ισθμίων και στον οποίο κάθε αθλητής αφιέρωνε τη νίκη του. Για τους δρόμους μεγαλύτερων αποστάσεων, υπήρχε στο δυτικό άκρο μια αφετηρία. Αυτή αποτελείται από ένα στενόμακρο βατήρα με αυλάκωση για τα ακροδάκτυλα του ποδιού και μολυβδοχοημένες οπές, όπου στερεώνονταν κάθετοι ξύλινοι πάσσαλοι που όριζαν την θέση του κάθε αθλητή.

Τον 4ο αιώνα π.Χ. η αφετηρία αυτή αντικαταστάθηκε από ένα πολύπλοκο και μοναδικό μηχανικό σύστημα άφεσης των αθλητών το οποίο είναι σήμερα ορατό. Κατά μήκος της βάσης ενός τρίγωνου πλακόστρωτου δαπέδου, είχαν διανοιγεί 16 ορθογώνια κοιλώματα στα οποία στερεώνονταν ξύλινα κάθετα στελέχη. Στη μια πλευρά κάθε κατακόρυφου στελέχους ένας βραχίονας στερεωνόταν οριζόντια με σχοινιά που από αυλακώσεις στο πλακόστρωτο δάπεδο οδηγούσαν σε ένα μηχανισμό στην κορυφή του τριγώνου. Όταν γινόταν η εκκίνηση, απελευθερώνονταν τα σχοινιά που συγκρατούσαν τους βραχίονες και αυτοί έπεφταν επιτρέποντας στους δρομείς να αρχίσουν να τρέχουν. Αυτός ο μηχανισμός άφεσης ονομαζόταν «Ύσπληγα».

Το πρώτο αυτό Στάδιο έπαψε να λειτουργεί λίγο μετά το 300 π.Χ. και αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλύτερο (το λεγόμενο «Ύστερο Στάδιο») 240μ νοτιοανατολικά. Το Στάδιο αυτό χρησιμοποιήθηκε και κατά τα Ρωμαϊκά Χρόνια. Το Ύστερο Στάδιο έχει ερευνηθεί ελάχιστα μέσω δοκιμαστικών τομών, που αποκάλυψαν τον στίβο κάτω από 4 περίπου μέτρα επιχώσεων.

Ο τύπος του αλλά και οι επιμέρους κατασκευαστικές λεπτομέρειές του, θυμίζουν πολύ τα στάδια της Ολυμπίας και της Νεμέας.