Μουσείου Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Οικία Κλεάνθους, Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών

Το Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών στεγάζεται στο ιστορικό κτήριο που είναι γνωστό ως «Οικία Κλεάνθους» ή «Παληό Πανεπιστήμιo». Η ιστορία του κτηρίου χάνεται πολύ πριν από το 18ο αιώνα, καθιστώντας το τελευταίο ένα από τα ελάχιστα σωζόμενα κτήρια της προ-οθωνικής περιόδου. Μπορεί να ταυτιστεί ωστόσο, με ένα κτήριο που απεικονίζεται σε πίνακα της Αθήνας του J. Carrey, ο οποίος επισκέφτηκε την Αθήνα το 1674 ως ζωγράφος του Charles – François Olier μαρκησίου de Nointel, του γάλλου πρέσβυ στην Κωνσταντινούπολη. Το 1831, το κτήριο αγόρασαν οι Σταμάτιος Κλεάνθης και Εδουάρδος Σάουμπερτ οι οποίοι ανέλαβαν πρώτοι τον πολεοδομικό σχεδιασμό της πρωτεύουσας της Ελλάδος. Στον ίδιο χώρο, από το 1837 και για τέσσερα χρόνια, λειτούργησε το πρώτο Πανεπιστήμιο του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, ενώ 150 χρόνια μετά, το 1987, εγκαινιάστηκε η σημερινή λειτουργία του.
Οικία Κλέανθους
Ο Σταμάτιος Κλεάνθης γεννήθηκε στο Βελβενδό της Μακεδονίας το 1802. Με την κήρυξη της Επανάστασης εντάσσεται στους Ιερολοχίτες του Υψηλάντη και το 1821 πολεμά στο Δραγατσάνι, τραυματίζεται, αιχμαλωτίζεται και δραπετεύει στο εξωτερικό. Το 1830 επιστρέφει στην Ελλάδα μαζί με το φίλο και συνεργάτη του, μηχανικό Εδουάρδο Σάουμπερτ, από το Βερολίνο, όπου σπούδασαν. Ο Ιωάννης Καποδίστριας τους διορίζει μηχανικούς στην προσωρινή έδρα της κυβέρνησης, την Αίγινα, όπου σχεδιάζουν διάφορα δημόσια κτήρια. Το 1831 ο Σ. Κλεάνθης και ο Ε. Σάουμπερτ έρχονται στην Αθήνα. Εκείνη την εποχή περισσότερα από τα περίπου χίλια πεντακόσια σπίτια της Αθήνας είναι μη κατοικήσιμα. Οι δύο συνεργάτες αγοράζουν και ανακαινίζουν ένα από τα μεγαλύτερα κτήρια της πόλης που ανήκε στην Οθωμανή Σαντέ Χανούμ και βρίσκεται στους πρόποδες του λόφου της Ακρόπολης, στο Ριζόκαστρο. Στη συνέχεια φιλοξενούν εκεί προσωπικότητες της εποχής, όπως τον μετέπειτα καθηγητή αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λούντβιχ Ρος, το Δανό αρχιτέκτονα Χριστιανό Χάνσεν και άλλους. Σε αυτό το σπίτι οι δύο φίλοι συντάσσουν τον αρχαιολογικό χάρτη της Αθήνας και εκεί αποτυπώνουν τοπογραφικά την παλιά πόλη. Σημειώνουν στο χάρτη τα αρχαία μνημεία, τους βυζαντινούς ναούς και τα μεσαιωνικά κτίσματα. Το 1832, τους ανατίθεται να συντάξουν το πολεοδομικό σχέδιο της πόλης της Αθήνας. Μετά τη μεταφορά της πρωτεύσουσας στην Αθήνα, το αναστηλωμένο σπίτι των Σ. Κλεάνθη και Ε. Σάουμπερτ, επιλέχθηκε για να στεγάσει το Α’ Γυμνάσιο της Αθήνας, το πρώην Κεντρικό Σχολείο της Αίγινας (1835). Στον ίδιο χώρο, από το 1837 και για τέσσερα χρόνια, λειτούργησε το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το πρώτο Πανεπιστήμιο του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.

Το Πανεπιστήμιο
Μετά τον ορισμό του Όθωνα ως βασιλιά της Ελλάδας (1832), εγκαινιάστηκε στις 3 Μαΐου 1837, το Πανεπιστήμιο Αθηνών ως Οθώνειο Πανεπιστήμιο. Οι τέσσερις σχολές με τις οποίες λειτούργησε αρχικά ήταν η Ιατρική, η Νομική, η Θεολογική και η Φιλοσοφική στην οποία ανήκαν και οι Θετικές Επιστήμες.

Το Οθώνειο Πανεπιστήμιο στεγάστηκε σε ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια της πόλης, στο σπίτι του Σ. Κλεάνθη. Την πρώτη χρονιά δίδαξαν 26 Καθηγητές, 6 Βαυαροί, και 20 Έλληνες. Επίσης, μετά την ίδρυση του Πανεπιστημίου, Καθηγητές της Ιονίου Ακαδημίας (1824-1864) μετακόμισαν στην πρωτεύουσα για να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στο νεοσύστατο ίδρυμα.Οι πρώτοι φοιτητές ήταν 52 και οι πρώτοι ακροατές 75 (ανάμεσα στους τελευταίους ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης). Οι φοιτητές ήταν κάθε ηλικίας και διαφόρων επαγγελμάτων. Γυναίκες έγιναν δεκτές στο Πανεπιστήμιο μόνο προς το τέλος του 19ου αιώνα. Η Ιωάννα Στεφανόπολι ήταν η πρώτη φοιτήτρια που γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή, το 1890. Αργότερα, οι Θετικές Επιστήμες, που ως τότε ανήκαν στη Φιλοσοφική Σχολή, αποσπάθηκαν από αυτήν και το 1904 ιδρύθηκε η Σχολή Θετικών Επιστημών.
Αν και το σπίτι του Σ. Κλεάνθη ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια της Αθήνας της εποχής, δεν μπορούσε να καλύψει τις ανάγκες ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος. Έτσι αμέσως ξεκίνησε μια προσπάθεια συλλογής χρημάτων για την ανέγερση ενός καινούριου κτηρίου για τη στέγαση του Πανεπιστημίου. Το 19ο αιώνα, ο ρόλος της παιδείας συνδεόταν άμεσα με την ανάπτυξη του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους και το έργο του Πανεπιστημίου είχε ευρύτατη απήχηση. Ο πρώτος Πρύτανης του Πανεπιστημίου, Κωνσταντίνος Σχινάς είχε την αρχική ιδέα να ζητήσει την συνδρομή ιδιωτών για την οικοδόμηση του νέου κτηρίου. Ο καθηγητής και μετέπειτα Πρύτανης, Γεώργιος Ράλλης ήταν αυτός που υλοποιήσε την ιδέα του Κ. Σχινά. Ο Γ. Ράλλης ενέτεινε τις προσπάθειες για τη συγκρότηση επιτροπής από κορυφαίες μορφές του αγώνα (Γ. Κουντουριώτης, Α. Ζαΐμης, Θ. Κολοκοτρώνης), Καθηγητές (Κ. Σχινάς, Γ. Ράλλης, Γ. Γεννάδιος και Ν. Βάμβας) και έναν από τους συμβούλους του Όθωνα, το Χριστιανό – Αύγουστο Μπράντις. Η επιτροπή αυτή έκανε έκκληση σε Έλληνες και φιλέλληνες για τη συγκέντρωση χρημάτων. Ανταποκρίθηκαν άμεσα εύποροι Έλληνες έμποροι, κληρικοί, λόγιοι (κυρίως της διασποράς) και πολλοί άλλοι. Χάρη σε αυτές τις εισφορές, δύο χρόνια μετά την ίδρυσή του, το Πανεπιστήμιο συγκέντρωσε ένα ικανό ποσό ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες ανοικοδόμησης του νέου κτηρίου με βάση σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα, Χριστιανού Χάνσεν.
Στις 2 Ιουλίου 1839, ο Όθωνας έθεσε το θεμέλιο λίθο του κτηρίου και το 1841 το Πανεπιστήμιο μεταφέρθηκε από την Πλάκα, σε μια πτέρυγα του νέου κτηρίου πριν από την αποπεράτωσή του. Το 1862, με την εκθρόνιση του Όθωνα, το Πανεπιστήμιο μετονομάστηκε από Οθώνειο, σε Εθνικό. Το 1911, σύμφωνα με τη διαθήκη του μεγάλου δωρητή Ιωάννη Δομπόλη που είχε συνταχθεί το 1849, ορίστηκε νέος τίτλος για το ίδρυμα ο οποίος έφερε το όνομα του Ιωάννη Καποδίστρια. Ο ηπειρώτης έμπορος από την Ρωσία, έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τον πρώτο Κυβερνήτη της χώρας, τον οποίο γνώρισε το 1809 και μοιράστηκε μαζί του το όνειρο για την αναγέννηση της παιδείας στην Ελλάδα. Για να χρησιμοποιήσει την κολοσσιαία περιουσία του Ι. Δομπόλη, το Πανεπιστήμιο διχοτομήθηκε σε δύο νομικά πρόσωπα με ξεχωριστή περιουσία αλλά κοινή διοίκηση: Στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο (στο οποίο υπάγονταν οι Σχολές Θεολογική, Νομική και Φιλοσοφική), και στο Εθνικό Πανεπιστήμιο (στο οποίο υπάγονταν η Φυσικομαθηματική και η Ιατρική Σχολή, όπου ανήκε και το Φαρμακευτικό Σχολείο). Τέλος, σύμφωνα με τον Οργανισμό του Πανεπιστημίου του 1932, το ίδρυμα μετονομάστηκε σε Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, ονομασία που διατηρεί μέχρι και σήμερα.

Άλλες χρήσεις του κτηρίου
Το 1861 ο Σ. Κλεάνθης πούλησε το σπίτι του σε ιδιώτη. Από τότε και μέχρι το 1962 οπόταν το κτήριο απαλλοτριώθηκε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία, άλλαξε ιδιοκτήτες και χρήσεις (στρατώνας, σχολείο, σπίτι, ταβέρνα). Το κτήριο στέγασε πολλές οικογένειες προσφύγων, αρχικά από την Κρήτη (1868) και μετέπειτα από τη Μικρασία (1912-13). Τη δεκαετία του ‘60 ο ισόγειος χώρος λειτούργησε ως ταβέρνα, στην πελατεία της οποίας συγκαταλέγονταν διανοούμενοι της εποχής, καλλιτέχνες αλλά και πολλοί φοιτητές. Το 1946 το κτήριο κηρύχθηκε διατηρητέο μνημείο, ενώ το 1959 ξεκίνησαν οι προσπάθειες της Συγκλήτου του Πανεπιστημίου Αθηνών για την απόκτησή του. Το Πανεπιστήμιο ορίστηκε κύριος του κτηρίου ανταλλάσσοντάς το, το 1967, με δύο ακίνητα της οδού Διογένους, όπου σήμερα στεγάζεται το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Οργάνων Φ. Ανωγειανάκη.
Λίγο πριν από την αποκατάσταση της δημοκρατίας, και αφού έφυγαν οι τελευταίοι ένοικοι, ξεκίνησαν οι εργασίες αποκατάστασης του κτηρίου. Οι εργασίες διήρκεσαν 10 χρόνια (1975-1985) και βασίστηκαν σε μελέτη του ακαδημαϊκού αρχιτέκτονα καθηγητή Σόλωνα Κυδωνιάτη. Το 1985 πραγματοποιήθηκε στο κτήριο η έκθεση με τίτλο Βυζάντιο και Ευρώπη, στο πλαίσιο των εκδηλώσεων Αθήνα – Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης. Το Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών ιδρύθηκε επί Πρυτανείας Μιχάλη Σταθόπουλου, το Μάιο του 1987. Εγκαινιάστηκε με την Έκθεση Ενθυμημάτων του Πανεπιστημίου Αθηνών στο πλαίσιο των εορταστικών εκδηλώσεων για τα 150 χρόνια λειτουργίας του Πανεπιστημίου.