Ο Αρχαϊκός Ναός
Ο πρώτος Ναός του Ποσειδώνα στα Ίσθμια είναι ένας από τους πρωιμότερους γνωστούς μνημειακούς Ναούς στον Ελληνικό χώρο.
Κτίστηκε γύρω στο 650 π.Χ. στην ίδια θέση που αργότερα ανεγέρθηκε και ο Κλασικός Ναός. Είχε πλάτος 14,20μ. και μήκος 39,25μ. με 7 ξύλινους κίονες στις στενές και 18 στις μακρές πλευρές του. Ο σηκός του ήταν εξολοκλήρου κατασκευασμένος από καλοδουλεμένους, ορθογώνιους λίθους, τοποθετημένους σε οριζόντιες στρώσεις (δόμους) και στεγαζόταν με μεγάλους, οπτούς κεράμους, που αποτελούν κορινθιακή εφεύρεση της εποχής αυτής. Από το Ναό αυτό σώζονται λιγοστά ίχνη στο χώρο, αλλά το γεγονός ότι σώθηκαν πάνω από 40% των κεράμων της στέγης καθώς και 1400 περίπου τμήματα λίθων από τη θεμελίωση και την ανωδομή του κτιρίου, τον καθιστά έναν από τους καλύτερα διατηρημένους Ναούς της Πρώιμης Αρχαϊκής περιόδου. Με μικρές μετατροπές, ο Ναός αυτός επιβίωσε μέχρι το 460-450 π.Χ. όταν και καταστράφηκε εντελώς από πυρκαγιά. Η σφοδρότητα της φωτιάς ήταν τέτοια, που είχε ως αποτέλεσμα να ασβεστοποιηθούν οι λίθοι των τοίχων και να καταστραφούν πολλά αναθήματα. Μια αρκετά καθαρή εικόνα της ζημιάς που υπέστη το κτίριο αποτυπώνεται στον αποκαταστημένο σήμερα τοίχο του σηκού, που βρίσκεται στα όρια του τεμένους στα βορειοδυτικά του Ναού.
Στην προθήκη εκτίθενται αποσπασματικά κεραμίδια από την πρώιμη πρωτοποριακή στέγαση του Ναού. Η κεράμωση του κτιρίου (που συνηθίζεται και σε σύγχρονα σπίτια) αποδεικνύει ότι ο Ναός δεν ήταν αετωματικός, αλλά είχε μάλλον τετράριχτη στέγη. Εκτίθενται επίσης μικρά αποσπάσματα τοιχογραφιών που βρίσκονταν στο εσωτερικό του πρόναου. Σε μετόπες απεικονίζονταν άλογα και αναβάτες σε μέγεθος 1/3 του κανονικού, που έχουν πολλές ομοιότητες με τις απεικονίσεις σε σύγχρονα πρωτοκορινθιακά αγγεία. Μαίανδροι και άλλα γεωμετρικά σχέδια τοποθετημένα σε διαγώνια διάταξη, συμπλήρωναν την ζωγραφική σύνθεση.
Κτίζοντας τον Αρχαϊκό Ναό
Περίπου 1800 κεραμίδια που ζυγίζουν πάνω από 49 τόνους είχαν κατασκευαστεί στο ίδιο μέγεθος για την οροφή του κτιρίου. Οι πειραματισμοί για την κατασκευή των κεράμων, αποκαλύπτουν την διαδικασία κατασκευής τους σε επιμήκεις πήλινες μήτρες με τη χρήση φορμών, για να κατασκευάζουν το δυνατό περισσότερους κάθε φορά. Όταν αποκτούσαν σχετική σκληρότητα οι κέραμοι έβγαιναν από τις μήτρες και κόβονταν με προσοχή ώστε να ταιριάζουν μεταξύ τους, προτού να ψηθούν στο φούρνο. Απεικονίζεται εδώ, υποθετική αναπαράσταση της τοποθέτησης των κεράμων από τους τεχνίτες στην στέγη του Ναού, πάνω στα επιμήκη δοκάρια της οροφής. Τόσο το σχήμα των κεράμων, όσο και το γεγονός ότι στο εσωτερικό ενός κεράμου σώθηκε το στρογγυλό αποτύπωμα του ξύλου στον πηλό, με τον οποίο συγκολλούσαν τα κεραμίδια στην ξύλινη οροφή, μας παρέχει στοιχεία για τους κορμούς που χρησιμοποιήθηκαν για τη στέγαση του Ναού.
Οι λίθοι που χρησιμοποιήθηκαν για την τοιχοδομία του ναού είχαν κανονικά, με ακρίβεια υπολογισμένα μεγέθη. Οι στυλοβάτες είχαν πλάτος 0,825μ. και οι λίθοι των τοίχων πλάτος 0,55μ και ύψος 0,275μ. Η αναλογία 1:2:3 που υπάρχει ανάμεσα σε αυτά τα μεγέθη αποδεικνύει τον επιμελή σχεδιασμό των μερών του κτιρίου από τον αρχιτέκτονά του. Σειρές από οπές προσαρμογής πασσάλων που αποκαλύφθηκαν στο ναό, ερμηνεύονται ως θέσεις όπου στηρίζονταν ανυψωτικές μηχανές για την επιτόπου ανύψωση και τοποθέτηση των λίθων της ανωδομής του κτιρίου. Σε κάθε λίθο είχαν λαξευτεί αυλακώσεις, για τα σχοινιά που χρησιμοποιούνταν για την ανύψωση και την τοποθέτησή του στην θέση του, στον τοίχο του Ναού.
Ο Κλασικός Ναός
Ο Oscar Broneer ανακάλυψε τα ερείπια του Ναού του Ποσειδώνα το 1952 σε έναν αγρό, ανατολικά του σχολείου του χωριού Κυρά Βρύση. Από το οικοδόμημα σώζονταν μόνο οι θεμελιώσεις αφού είχε λιθολογηθεί κατά την ύστερη αρχαιότητα, προκειμένου το υλικό του να χρησιμεύσει για την κατασκευή του βυζαντινού Διίσθμιου αμυντικού τείχους, που είναι γνωστό ως «Εξαμίλιο». Ο δωρικού ρυθμού Ναός κτίστηκε στο δεύτερο μισό του 5ου αιώνα π.Χ. και ήταν περίπτερος αμφιπρόστυλος (με 6 κίονες στις στενές και 13 κίονες στις μακρές πλευρές του). Ασυνήθης είναι η αρχική διαίρεση του σηκού του σε δύο κλίτη μέσω μιας κεντρικής κιονοστοιχίας.
Στα «Ελληνικά» του ο Ξενοφώντας αναφέρει, ότι μεγάλο μέρος του Ναού καταστράφηκε από φωτιά γύρω στο 390 π.Χ. Σύντομα όμως το κτίριο ανακατασκευάστηκε. Η παλιά κεντρική κιονοστοιχία του σηκού αφαιρέθηκε και ο σηκός απέκτησε την τυπική για την αρχιτεκτονική της εποχής του κάτοψη με τη διαίρεσή του σε τρία κλίτη μέσω δύο παράλληλων κιονοστοιχιών.
Ο Ναός υπέστη εκ νέου ζημιές το 146 π.Χ., κατά την καταστροφή της Κορίνθου από τους Ρωμαίους, οι οποίες όμως αποκαταστάθηκαν τον 1ο αιώνα μ.Χ., όταν επέστρεψαν στα Ίσθμια οι Πανελλήνιοι Αγώνες. Τον 2ο αιώνα μ.Χ., ο χώρος του Τεμένους διευρύνθηκε και ο Ναός περιστοιχίστηκε από στοές, στα ανατολικά, νότια και δυτικά.