«Από την πρώτη κατοίκηση, εντοπίστηκε ένα τμήμα από ερυθρόμορφο αγγείο που χρονολογείται στα τέλη του 6ου αι. π.Χ. Απεικονίζει έναν γυμνό νέο προς τα δεξιά και πιθανόν κατασκευάστηκε στο εργαστήριο του Ζωγράφου του Πασέα στην Αττική το 520-510 π.Χ. Τα αγγεία του τύπου αυτού αποτελούν συνήθως ακριβές εισαγωγές και φανερώνουν την οικονομική δύναμη του κατόχου τους».

Τα παραπάνω στοιχεία είναι ενδεικτικό αποτέλεσμα του αρχαιολογικού προγράμματος Βλοχού, που υλοποιήθηκε κατά την τριετία 2016-2018 στον αρχαιολογικό χώρο της Τοπικής Κοινότητας Βλοχού του Δήμου Παλαμά. Η παρουσίαση του προγράμματος έγινε από την αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας Φωτεινή Τσιούκα, σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στην κεντρική πλατεία Παλαμά την περασμένη Παρασκευή το βράδυ. Πρόκειται, όπως τονίστηκε για ένα πρόγραμμα συνεργασίας της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας με το Σουηδικό Ινστιτούτο Αθηνών και τη συμμετοχή των Πανεπιστημίων του Γκέτεμπουργκ στη Σουηδία και του Μπόρνμουθ στη Βρετανία.

Στο χώρο εργάστηκε μια ομάδα περίπου είκοσι αρχαιολόγων και φοιτητών από την Ελλάδα, τη Σουηδία και τη Βρετανία. Οι εργασίες επικεντρώθηκαν στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο του Βλοχού που εκτείνεται στην κορυφή και τις άμεσες παρυφές του λόφου «Στρογγυλοβούνι», έναν απομονωμένο λόφο στη βορειοανατολική γωνία της δυτικής θεσσαλικής πεδιάδας. Ο χώρος, σύμφωνα με την κα Τσιούκα, βρίσκεται ακριβώς νότια από το σύγχρονο χωριό του Βλοχού και συνιστά κομβικό σημείο στην ευρύτερη θεσσαλική πεδιάδα. Βρίσκεται σε άμεση γειτνίαση με άλλες γνωστές αρχαίες θέσεις, όπως είναι η αρχαία Πειρασία, το σημερινό δηλαδή Ερμήτσι, και οι πόλεις στις θέσεις Μεταμόρφωση και Σικυώνα. Βορειότερα εντοπίζονται οι αρχαιολογικές θέσεις στο Κλοκοτό και το Γαρδίκι, αλλά και οι αρχαίες πόλεις του Άτραγα και της Φαΰττού.

Σκοπός του προγράμματος είναι η πληρέστερη κατανόηση της αρχαίας πόλης που εκτείνεται στο Στρογγυλοβούνι με την καταγραφή και αποτύπωση των αρχιτεκτονικών καταλοίπων, τον πλήρη καθορισμό της έκτασής της και τη διερεύνηση της διαχρονικότητάς της. Τα αποτελέσματα της έως τώρα έρευνας, του προγράμματος, σύμφωνα με την αρχαιολόγο, προτείνουν τέσσερις φάσεις χρήσης του χώρου: Πρώτη φάση: τέλος 6ου αι. π.Χ. (Αρχαϊκή περίοδος), δεύτερη φάση: 5ος-4ος-3ος αι. π.Χ. (Κλασική-Ελληνιστική περίοδος), τρίτη φάση: 2ος-4ος αι. μ.Χ. (Ύστερη Ρωμαϊκή περίοδος) και τέταρτη φάση: 5ος-6ος αι. μ.Χ. (αρχές βυζαντινών χρόνων).

Η πρώτη φάση περιλαμβάνει την Ακρόπολη και τους δύο διαμορφωμένους δρόμους, που κατευθύνονταν σε πορεία ζικ-ζακ από την πεδιάδα προς την κορυφή του λόφου. Οι δρόμοι ήταν μνημειακοί, είχαν πλάτος περίπου πέντε μέτρα και η εξωτερική τους πλευρά ήταν ενισχυμένη από κτιστό τοίχο. Δεν έχουμε αρκετές ενδείξεις για το πότε κατασκευάστηκαν η ακρόπολη και οι δύο δρόμοι, ωστόσο ο τρόπος κατασκευής τους μας υποδεικνύει μια χρονολογική ένταξη στο τέλος του 6ου αι. π.Χ., δηλαδή περίπου στο 500 π.Χ., σημείωσε η κα Τσιούκα.

Τα πιο σημαντικά αρχαιολογικά κατάλοιπα που διατηρούνται στο λόφο Στρογγυλοβούνι και στα πεδινά ανήκουν στη δεύτερη φάση. Πολλά από αυτά είναι ακόμα ορατά, ωστόσο η εικόνα της πόλης κατά την Κλασική-Ελληνιστική περίοδο ήταν πολύ διαφορετική. Η πόλη, το όνομα της οποίας δεν γνωρίζουμε ακόμη, σύμφωνα με την ίδια, ήταν ιδιαίτερα μεγάλη και ήταν προστατευμένη από ισχυρή οχύρωση με στιβαρά, ψηλά τείχη, πύργους, ενώ η είσοδος στο εσωτερικό της πραγματοποιούνταν από ελεγχόμενες οχυρωμένες πύλες. Ο πολεοδομικός ιστός εκτεινόταν στην τωρινή Θέση Πάτωμα και περιλάμβανε σπίτια χωρισμένα σε οικοδομικά τετράγωνα, δρόμους και πλατείες. Ένας μεγάλος δρόμος με 8 μέτρα πλάτος διέσχιζε την πόλη με κατεύθυνση από Ανατολή προς Δύση και πολλοί μικροί δρόμοι κατέληγαν κάθετα σε αυτόν. Η ανάπτυξη της πόλης ακολουθούσε το τότε γεωανάγλυφο.

Σε αυτή τη δεύτερη φάση της πόλης κατασκευάστηκε μια νέα ισχυρή ακρόπολη με πύργους, η οποία περιέκλειε ελάχιστα κτίρια. Εντοπίστηκε ένα μεγάλο κτίριο, πιθανόν οικία με περίκλειστη αυλή και λίγα μικρά σπίτια. Πιθανώς όλες αυτές οι κατασκευές, επισημαίνει η αρχαιολόγος, προορίζονταν για τη στέγαση της φρουράς που επόπτευε από ψηλά και η ακρόπολη χρησίμευε αποκλειστικά για την περιφρούρηση και προστασία της πόλης και των κατοίκων της. Είναι βέβαιο ότι η ακρόπολη ξεχώριζε από μακριά και ουσιαστικά δέσποζε στον επίπεδο θεσσαλικό κάμπο.

Όπως ήδη τονίσαμε, διευκρίνισε, οι ενδείξεις που μπορούν να βεβαιώσουν την ιστορία και την ακριβή χρονολόγηση της πόλης είναι έως τώρα περιορισμένες. Ωστόσο, προσθέτει, είναι πιθανό η πόλη στο λόφο του Βλοχού να ακολούθησε τη μοίρα πολλών άλλων πόλεων της Δυτικής Θεσσαλίας που καταστράφηκαν στις αρχές του 2ου αι. π.Χ., στη διάρκεια του 2ου Μακεδονικού Πολέμου ανάμεσα στον Μακεδόνα βασιλιά, Φίλιππο Ε’, και τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία με το στρατό του Τίτου Κόιντου Φλαμινίνου.

Η τρίτη φάση χρήσης του χώρου στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια περιλαμβάνει την κατασκευή ενός νέου οχυρωματικού τείχους στα πεδινά που περιόρισε και ουσιαστικά έκοψε την πόλη αλλάζοντας εντελώς τη μορφή της.

Τέλος, κατά την 4η φάση, στις αρχές πιθανόν της Βυζαντινής περιόδου, έγιναν επισκευές σε τμήμα του ανατολικού τείχους και κατασκευάστηκε ίσως ένα νέο οχυρωματικό τείχος στα ριζά του λόφου. Έτσι, καταλήγει η ίδια, η κατοίκηση περιορίστηκε στη νότια πλαγιά του λόφου. Ίσως αυτή η νέα αναδιαμόρφωση σχετίζεται με το ευρύτερο οχυρωματικό και οικοδομικό πρόγραμμα του Ιουστινιανού Α’, που εφαρμόστηκε σε πολλές πόλεις. Ωστόσο, όπως σημείωσε η αρχαιολόγος κα Τσιούκα, στο πλαίσιο του προγράμματος πραγματοποιήθηκε επιφανειακή έρευνα στην οποία καταγράφηκαν ή συλλέχτηκαν επιλεκτικά αρχαία αντικείμενα που εντοπίστηκαν στην επιφάνεια του εδάφους. Τα ευρήματα αυτά έδωσαν σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή της πόλης μέσα στο πέρασμα των αιώνων. Η ίδια παρουσίασε κάποια ενδεικτικά παραδείγματα. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι κεραμίδες που διατηρούνται σε τμήματα και χρονολογικά εντάσσονται στη δεύτερη φάση της πόλης. Οι κεραμίδες αυτές έχουν ανάγλυφη την παράσταση ενός άνδρα προς τα αριστερά, ενώ σε μία από αυτές διακρίνεται σφράγισμα με το όνομα του Θαυλίου Διός, υποδεικνύοντας πιθανώς τη λατρεία του θεού στην πόλη.

Τέλος, τα χάλκινα νομίσματα που εντοπίστηκαν επιφανειακά δίνουν ένα χρονολογικό εύρος της ζωής της πόλης, καθώς και πληροφορίες για τις σχέσεις της με άλλες πόλεις.

Έχουμε για παράδειγμα νομίσματα από το Κοινό των Βοιωτών ενώ πολύ συχνά είναι και τα νομίσματα από τη Λάρισα. Εντοπίζονται επίσης νομίσματα των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου από τη Μακεδονία και ένα νόμισμα του Ιουστινιανού Α’ από τα μέσα του 6ου αι. μ.Χ., κατέληξε η κα Τσιούκα.

Εκτός από την κα Τσιούκα στην εκδήλωση μίλησαν η Μαρία Βαϊοπούλου, προϊσταμένη της Εφορείας Αρχαιοτήτων Καρδίτσας, ο Σουηδός Robin Rönnlund, υποψήφιος διδάκτορας του Πανεπιστημίου του Gothenburg και υπεύθυνος πεδίου για το Πρόγραμμα «Βλοχός», καθώς και ο δήμαρχος Παλαμά, Γιώργος Σακελλαρίου.