Tη λήξη της φετινής ανασκαφικής περιόδου, διάρκειας πέντε εβδομάδων (Απρίλιος και Ιούνιος 2018) στη θέση της αρχαίας πόλης στη Δρομολαξιά-Βυζακιά (Χαλά Σουλτάν Τεκκέ) ανακοίνωσε το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου. Η ανασκαφή διεξάγεται από σουηδική αποστολή, υπό τη διεύθυνση του καθηγητή Peter M. Fischer του Πανεπιστημίου του Gothenburg. Την αποστολή αποτελούσαν 27 φοιτητές και ειδικοί επιστήμονες. Συμπεριλαμβάνονταν ειδικοί στη μελέτη των οστών, των βοτανικών καταλοίπων, συντηρητές και ειδικοί στην κεραμική από τον αιγαιακό χώρο και την κεραμική της Εγγύς Ανατολής και τη γεωφυσική επισκόπηση.

Τον Ιούνιο του 2017 έγινε επισκόπηση του χώρου με μαγνητόμετρο με δέκα αισθητήρες, οι οποίοι ήταν τοποθετημένοι σε καρότσι πλάτους 5 μ. Αυτή η μέθοδος επέτρεψε την χαρτογράφηση 23 εκταρίων σε μια εβδομάδα και έδειξε λίθινες κατασκευές και «λάκκους» σε βάθος περίπου 1,5 μ. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα φαίνεται ότι αποτελούν μεγάλο αριθμό ανθρωπογενών κατασκευών, που καταλαμβάνουν ολόκληρη την έκταση της περιοχής επισκόπησης, καταδεικνύοντας το μεγάλο μέγεθος της πόλης. Το 2018, 0,6 εκτάρια στην περιοχή που ερευνήθηκε με μαγνητόμετρο ερευνήθηκαν επιπλέον και με γεωραντάρ, ώστε να διαφανούν λεπτομέρειες από τα στοιχεία που εντοπίστηκαν στο έδαφος, με στόχο να διευκολυνθεί η μελλοντική ανασκαφική έρευνα. Ωστόσο, τα αποτελέσματα της επισκόπησης με γεωραντάρ ήταν μικρής αξίας: η σύσταση του εδάφους δεν επέτρεψε στα ηλεκτρομαγνητικά κύματα να διεισδύσουν περισσότερο από μερικά δέκατα του μέτρου από την επιφάνεια.

Η φετινή αποστολή οργανώθηκε σε τρεις ομάδες: οι δύο μεγαλύτερες ομάδες ανέσκαψαν εντός της περιφραγμένης Συνοικίας 1 και της πρόσφατα εντοπισμένης Συνοικίας 4 (οι Συνοικίες 2 και 3 επίσης περιφράχθηκαν και προστατεύονται για μελλοντική έρευνα, αλλά δεν ανασκάφηκαν φέτος). Η τρίτη ομάδα διάνοιξε δύο τομές κοντά στην Περιοχή Α, αμέσως στα δυτικά του τεμένους Χαλά Σουλτάν Τεκκέ, για να ελεγχθούν τα αποτελέσματα της μαγνητικής επισκόπησης. Η επισκόπηση με μαγνητόμετρο έδειξε πολλούς λάκκους και λίγες λιθόκτιστες κατασκευές στην περιοχή όπου το 2014-2017 αποκαλύφθηκαν τάφοι, λάκκοι προσφορών και πηγάδια.

Συνοικία 1

Τα ευρήματα από τις ανασκαφές στη Συνοικία 1, οι οποίες ξεκίνησαν το 2010, επιβεβαίωσαν τις παλαιότερες παρατηρήσεις σχετικά με το χαρακτήρα αυτής της περιοχής, ο οποίος θα ήταν κυρίως βιοτεχνικός αλλά και οικιστικός. Η Συνοικία 1 χρησιμοποιήθηκε σε τέσσερις φάσεις οι οποίες χρονολογούνται από την Υστεροκυπριακή (ΥΚ) ΙΙΓ μέχρι την ΥΚΙΙΙΑ περίοδο, δηλαδή τον 13o και το πρώτο μισό του 12ου αιώνα π.Χ. Από παλαιότερες ανασκαφικές περιόδους υπάρχουν έντονες ενδείξεις ότι εκεί, σε αστικό περιβάλλον, γινόταν παραγωγή χαλκού: τρεις εστίες, ακροφύσια, χωνευτήρια και σχεδόν μισός τόνος σκωρίας ανάμεικτης με μετάλλευμα χαλκού βρέθηκαν στο νότιο μέρος της Συνοικίας 1. Επιπρόσθετα, παράγονταν υφάσματα βαμμένα με πορφύρα, κρίνοντας από τον μεγάλο αριθμό κρουστών από οστό, βαριδίων και αγνύθων. Παρά το γεγονός ότι αυτή η περιοχή της πόλης ήταν κυρίως βιοτεχνικού χαρακτήρα, μεγάλο μέρος της λεπτότεχνης κεραμικής και άλλα ευρήματα είναι εξαιρετικής ποιότητας, καταδεικνύοντας την υψηλή κατάρτιση των τεχνιτών του μετάλλου και των υφασμάτων. Ανάμεσα στα ευρήματα από τη Συνοικία 1 είναι και η κεφαλή της λαβής ενός εγχειριδίου, από ελεφαντόδοντο.

Συνοικία 4

Αυτή η Συνοικία βρίσκεται μεταξύ της Συνοικίας 1 και της Περιοχής Α και είναι η μεγαλύτερη που ανασκάφηκε μέχρι σήμερα στο χώρο της αρχαίας πόλης. Η επισκόπηση με το μαγνητόμετρο έδειξε λιθόκτιστες κατασκευές σε παράλληλη διάταξη, μεγάλων διαστάσεων, που τέμνονται από δρόμους. Ολόκληρη η διάταξη θυμίζει πολύ την αρχαία Έγκωμη. Το κεντρικό μέρος αυτής της Συνοικίας, διαστάσεων 65×60 μ., περιφράχθηκε ώστε να προστατευθεί από την καλλιέργεια, καθώς οι κατασκευές της τελευταίας φάσης βρίσκονται μόλις 20 εκατοστά κάτω από την επιφάνεια του εδάφους (υπάρχουν ωστόσο εξίσου ενδιαφέρουσες κατασκευές εκτός της περίφραξης). Οι επιμελημένοι τοίχοι, κτισμένοι από ισοδομικούς λίθους, ξεχωρίζουν αυτή τη Συνοικία από τις Συνοικίες 1, 2 και 3, οι οποίες είναι βιοτεχνικού και οικιστικού χαρακτήρα. Εδώ ανευρέθηκε λουτρό επικαλυμμένο με ισοδομικούς λίθους (τόσο οι τοίχοι όσο και το δάπεδο), φανερώνοντας μια κατασκευή προηγμένης υδραυλικής: υπάρχει είσοδος για διέλευση νερού στη βάση του νότιου τοίχου, ο οποίος είναι κτισμένος με ισοδομικούς λίθους. Απέναντι βρίσκεται ένα αυλάκι, επίσης κτιστό με ισοδομικούς λίθους. Το δάπεδο, το οποίο παρουσιάζει κατωφερή κλίση προς το αυλάκι, είναι μερικώς καλυμμένο με πελεκητούς λίθους μαζί με ένα παχύ στρώμα κονιάματος. Έξω από το δωμάτιο (νότια της εισόδου για το νερό), υπάρχει ένα αυλάκι νερού, το οποίο πιθανότατα οδηγεί προς τα πάνω σε πηγάδι, το οποίο περιστοιχίζεται από τοίχους. Η παρουσία του πηγαδιού δεν έχει ακόμη επαληθευθεί, ωστόσο η επισκόπηση με το μαγνητόμετρο έδειξε την πιθανή ύπαρξη ενός μεγάλου «λάκκου» (ο οποίος θα ανασκαφεί το 2019). Στα βόρεια του λουτρού υπάρχει ένας διάδρομος, μήκους τουλάχιστον 20 μ. και πλάτους 3 μ., στον οποίο βρέθηκαν πολλοί πίθοι και μικρότερα αγγεία. Θα επρόκειτο για αποθηκευτικό χώρο, κυρίως για υγρά όπως νερό, κρασί και ελαιόλαδο. Στον αποθηκευτικό διάδρομο υπήρχε πρόσβαση από βόρεια μέσω σκαλοπατιών κατασκευασμένων από πελεκητούς λίθους. Μπροστά από τα σκαλοπάτια υπήρχε διπλή πύλη, η οποία δηλώνεται από δύο κοιλώματα που θα χρησίμευαν για τη στήριξη της θύρας. Αμέσως στα ανατολικά της πύλης υπάρχει λίθινη κατασκευή με ένα παχύ στρώμα από θρυμματισμένα όστρακα πορφύρας (Hexaplex trunculus). Προς το παρόν, η αποστολή κατάφερε να αποκαλύψει μόνο το Στρώμα 1 σε μια περιορισμένη περιοχή. Ωστόσο, καμένα πλιθάρια και στάχτη επιβεβαίωσαν παλαιότερες ενδείξεις από τις Συνοικίες 1-3 ότι αυτή η φάση τέλειωσε με βίαιη καταστροφή, μετά την οποία η πόλη εγκαταλείφθηκε και δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά.

Συμπερασματικά, η έκταση των κτιρίων και η φύση των λίθινων κατασκευών δίνουν την εντύπωση ενός κτιρίου της διοίκησης, ίσως ενός ανακτόρου ή ιερού, όπου αποθηκεύονταν οι απαραίτητες προμήθειες. Η τελευταία φάση του κτιρίου χρονολογείται στην ΥΚΙΙΙΑ (12ος αιώνας π.Χ.).

Περιοχή Α

Αποκαλύφθηκε ένα από τα πολλά χαρακτηριστικά που εντόπισαν οι μαγνητικές διασκοπήσεις και τα οποία χαρακτηρίζονταν ως «λάκκοι». Επρόκειτο για έναν πλούσιο τάφο (Τάφος RR). Στην κάτοψη είχε σχήμα 8 και περιείχε 13 σκελετούς. Στα ευρήματα συμπεριλαμβάνονται πολλά αγγεία τοπικής παραγωγής, καθώς και εισαγωγές από το Αιγαίο, τη Συροπαλαιστίνη και την Αίγυπτο. Τα τοπικής παραγωγής αγγεία είναι κυρίως των ρυθμών Λευκόχριστη ΙΙ (ώριμη), με Δακτυλιόσχημη Βάση Ι και ΙΙ και τροχήλατα Απλού Ρυθμού. Στις Υστεροελλαδικές (ΥΕ) και Μινωικές εισαγωγές συγκαταλέγονται απιόσχημοι αμφορείς, αλάβαστρα, ένα θήλαστρο και πρόχοι. Ένα από τα πιο εντυπωσιακά ευρήματα της τελευταίας ανασκαφικής περιόδου είναι ένας ακέραιος μεγάλος κρατήρας με παράσταση δύο αρμάτων, στα οποία είναι δεμένα δύο ζεύγη αλόγων, και δέκα άλλες μορφές. Στις εισαγωγές από την Αίγυπτο συμπεριλαμβάνονται ένα κύπελλο από φαγεντιανή και μια προχοΐσκη από αλάβαστρο. Μια από τις γυναίκες τάφηκε με δύο δίσκους από φαγεντιανή, ένας εκ των οποίων φέρει εγχάρακτη διακόσμηση με πέταλα. Οι δίσκοι από φαγεντιανή θα κοσμούσαν το φόρεμά της και βρέθηκαν δίπλα στους γοφούς της. Ο τάφος χρονολογείται στην ΥΚΙΙΑ-Γ/ΥΕΙΙΙΑ-Β.