Η νέα πρωτοβουλία του Μουσείου του Λούβρου αποτελεί μία παγκοσμίως πρωτόγνωρη προσπάθεια από τα τέλη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως την αξιολογεί η ισπανική εφημερίδα «El Pais». Σε μία διακριτική μεν γωνιά, αλλά σε μία από τις πλέον επισκέψιμες αίθουσες της πτέρυγας Ρισελιέ του διάσημου παρισινού Μουσείου και ανάμεσα στη θεματική αίθουσα του Ρούμπενς και εκείνη όπου εκτίθενται έργα του Νικολά Πουσέν, το Λούβρο δημιούργησε άλλες δύο αίθουσες, όπου παρουσιάζεται μία ιδιαίτερη σειρά έργων. Τα 31 τούτα έργα είναι απαράμιλλης αισθητικής και έχουν διαφορετικές τεχνικές ποιότητες και προελεύσεις, από το γαλήνιο τοπίο του Τεοντόρ Ρουσό, έως το γυναικείο πορτρέτο από το πινέλο της Ελιζαμπέτ Βιζέ-Λε Μπρυν, της επίσημης ζωγράφου της Μαρίας Αντουανέτας. Κοινός παρανομαστής όλων τους είναι ότι κάποτε ανήκαν στις περιουσίες των Εβραίων της Γαλλίας που λεηλατήθηκαν από τα ναζιστικά στρατεύματα στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά το πέρας του επαναπατρίστηκαν.

Όπως τονίζει η «Εl Pais», τα έργα τούτα εντοπίστηκαν μεταπολεμικά στο μουσείο του Χίτλερ στο Λιντς της Αυστρίας, ή στην προσωπική «συλλογή» του Χέρμαν Γκέρινγκ, του μεγαλύτερου άρπαγα έργων τέχνης μεταξύ των Ναζιστών.

Μεταξύ του 1940 και του 1945, οι Ναζί σφετερίστηκαν περίπου 100.000 έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα από το γαλλικό έδαφος. Στα τέλη του πολέμου, επαναπατρίστηκαν 60.000 από αυτά και περίπου 45.000 ταυτοποιήθηκαν και επέστρεψαν στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Σήμερα, ακόμη 2.100 τέτοια έργα και αντικείμενα περιμένουν να ταυτοποιηθούν και να επιστραφούν. Το Λούβρο φυλάσσει 1.700 εξ αυτών, με τα 800 να είναι πίνακες ζωγραφικής. Το ένα τρίτο βρίσκεται στις αποθήκες του, ενώ τα υπόλοιπα έχουν δανειστεί στα διάφορα δημόσια Μουσεία της χώρας για να εκτεθούν.

Όπως σημειώνει η ισπανική εφημερίδα, ενώ αμέσως μετά τον πόλεμο οι επιστροφές υφαρπαγμένων έργων τέχνης γινόταν κατά χιλιάδες, από το 1950 ο ρυθμός επιστροφής τους έπεσε σημαντικά. Από τότε έως σήμερα, μόλις λίγο πάνω από τα 50 έργα επιστράφηκαν στους ταυτοποιημένους, νόμιμους, ιδιοκτήτες τους.

«Πολλές φορές μας έχουν κατηγορήσει ότι θέλουμε να τα κρατήσουμε. Στην ουσία έχουμε κάνει τα πάντα ώστε να μη συμβεί αυτό. Για να αποφευχθούν επικρίσεις αυτού του τύπου δημιουργήθηκαν αίθουσες όπως αυτή. Στόχος μας είναι να επιστρέψουμε όσα περισσότερα μπορούμε. Έχουμε συναίσθηση πως αυτά τα έργα δεν μας ανήκουν», τονίζει στην «El Pais» ο διευθυντής του τμήματος Ζωγραφικής του Λούβρου, Σεμπαστιάν Αλάρ.

Σε όλα τα έργα υπάρχει η ετικέτα με τον χαρακτηρισμό MNR (Εθνικό Μουσείο Αποκατάστασης), που αντιπροσωπεύει το όργανο για τη διάσωση των κλαπέντων έργων, και τα συνοδεύει η επιγραφή «Έργο, του οποίου η φύλαξη ανατέθηκε στο Μουσείο, εν αναμονή της επιστροφής του στον νόμιμο ιδιοκτήτη του». Τα έργα που έχουν καταγραφεί ως MNR, όπως «Η κεφαλή λέοντος» του Ζερικό, ή «Το Δάσος» του Μπουσέ, δεν επιτρέπεται να βγουν από τη Γαλλία και δεν υπάρχουν στους καταλόγους των δημοσίων συλλογών. Επισήμως, είναι περαστικά και εκτίθενται περιστασιακά, σημειώνει η εφημερίδα.

Στόχος της νέας αίθουσας είναι να διευκολύνει την ταυτοποίησή τους από τους ιδιοκτήτες ή τους απογόνους τους. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να δηλώσουν την παρελθούσα ιδιοκτησία τους στη Γενική Διεύθυνση Εθνικής Κληρονομιάς, μολονότι οι διαδικασίες είναι δαιδαλώδεις. Το 1999, το γαλλικό κράτος συνέστησε μία ανεξάρτητη επιτροπή που διαπιστώνει την προέλευση και επαληθεύει την ταυτότητα των ιδιοκτητών των έργων. Οι τελευταίοι οφείλουν να καταθέσουν είτε αποδείξεις αγοράς τους, είτε καταλόγους συλλογών της εποχής, ή οικογενειακές και λοιπές φωτογραφίες όπου εμφανίζεται το διεκδικούμενο έργο.

«Συνήθως θεωρείται πως αυτή είναι μία χρονοβόρα υπόθεση, είναι όμως ένα πραγματικά λεπτεπίλεπτο έργο. Πρέπει να επιστρέψουμε το έργο στο κατάλληλο πρόσωπο και αυτό είναι συνήθως εξαιρετικά δύσκολο», υποστηρίζει στην «Εl Pais» ο Βενσάν Ντελιεβάν, επικεφαλής του τμήματος Ιταλικής Ζωγραφικής στο Λούβρο και μέλος της 30μελούς ομάδος από εκπροσώπους των γαλλικών μουσείων, που συστάθηκε το 2013 προκειμένου να αναλύσει την προέλευση των έργων αυτών.

Οι απόγονοι των λεηλατηθέντων χαιρέτισαν την πρωτοβουλία του Λούβρου, μολονότι θεωρούν ότι η χειρονομία τούτη άργησε πολύ και δεν είναι αρκετά δυναμική. «Είναι καλύτερο από το τίποτα, αλλά θα μπορούσε να είναι και πιο φιλόδοξο» δηλώνει στην εφημερίδα ο Αλέν Μοντάγκλ, συνταξιούχος καθηγητής Ιστορίας και πρώην δήμαρχος του Μοντρέιγ. Ο Μοντάγκλ πέρασε πολλά χρόνια αναζητώντας τα κλαπέντα έργα από τη συλλογή των θείων του, Τζον και Άννας Ζαφέ, που κατασχέθηκε και πωλήθηκε από τους Ναζί το 1943 και στην οποία περιλαμβάνονταν έργα των Γκόγια, Ρέμπραντ και Τέρνερ. Έως σήμερα έχει κατορθώσει να εντοπίσει μία δεκάδα από αυτά, χάρη στον κατάλογο της Ροζέ Βαλάν, της γενναίας συντηρήτριας που με κίνδυνο της ζωής της κατόρθωσε να κρατήσει σημειώσεις για τα κατασχεθέντα από τους Ναζί έργα. Η προσωπικότητα της Βαλάντ ενέπνευσε τον κινηματογραφικό χαρακτήρα που ενσάρκωσε η Κέιτ Μπλάνσετ στην ταινία «Μνημείων Άνδρες» (Monuments Men).

Έπειτα από μακρά προσωπική έρευνα, ο Μοντάγκλ κατόρθωσε ώστε το γαλλικό κράτος να του επιστρέψει τέσσερις πίνακες που ανήκαν στην οικογένειά του. Μεταξύ τους κι ένα έργο του Βενετσιάνου ζωγράφου Γκουάρντι, που εκτίθετο στο μουσείο της Τουλούζης. Ο ίδιος εκτιμά πως η πρωτοβουλία τούτη πρέπει να ανήκει στο κράτος κι όχι στους ιδιώτες: «Το κράτος έχει τα επαρκή μέσα για να προσλάβει ειδικούς στη γενεαλογία ώστε να αναζητήσουν τον τελευταίο στη σειρά απόγονο κάθε ιδιοκτήτη κλαπέντος έργου. Είναι κάτι που έχει αρχίσει να γίνεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Όμως το ερώτημα είναι γιατί δεν έχει γίνει έως τώρα. Η επιστροφή των κλεμμένων έργων ουδέποτε υπήρξε προτεραιότητα», υποστηρίζει ο Μοντάγκλ.