Στη νοτιοδυτική ακτή της Μικράς Ασίας, ανατολικά της Ρόδου και πολύ κοντά σε αυτήν, εκτείνεται η Λυκία, μια χώρα που συνδέεται με θρύλους και παραδόσεις από τα ομηρικά ακόμη χρόνια. Τους Λυκίους συναντάμε για πρώτη φορά στην «Ιλιάδα», στο πλευρό των Τρώων. Ηγέτες τους ήταν ο Γλαύκος και ο Σαρπηδόνας. Ο τελευταίος, σύμφωνα με το μύθο, ήταν αδελφός του Μίνωα που εκδιώχθηκε από την Κρήτη στη Λυκία. Οι Λύκιοι θεωρούνταν, επίσης, κατασκευαστές των κυκλώπειων τειχών στις Μυκήνες και την Τίρυνθα της Αργολίδας, ενώ, σύμφωνα με το μύθο, και οι Κύκλωπες θεωρούνταν ότι ήρθαν από τη Λυκία (σημ. 1). Με τους Λυκίους συνδέεται ακόμη ο μύθος του Βελλεροφόντη, το όνομα του οποίου δόθηκε σε έναν ξεχωριστό δήμο της Ξάνθου, όπου τοποθετείται και ο τάφος του. Συγκεκριμένα, πιστεύεται ότι από τη Λυκία μεταφέρθηκε στη μυκηναϊκή Αργολίδα, αλλά και στην Κόρινθο ο μύθος του Βελλεροφόντη – χωρίς ακόμη να σχετίζεται με τον Πήγασο (σημ. 2).

Η Λυκία πάντοτε συνδεόταν με την Ελλάδα και τον κόσμο της και εξεταζόταν από τους μελετητές ως αναπόσπαστο τμήμα της. Σύμφωνα με τις βιβλιογραφικές πηγές, η συγκεκριμένη περιοχή εμφανιζόταν ως ιδιόμορφη «ζώνη επαφής», σφαίρα αλληλεπίδρασης και συνδετικός κρίκος δύο πολιτισμών: του ελληνικού και του πολιτισμού των λαών της Εγγύς Ανατολής. Για τη διαδικασία αυτής της αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους Έλληνες και στα έθνη της Εγγύς Ανατολής γνωρίζουμε τόσο από τις αναφορές στους Λυκίους που βρίσκουμε σε Έλληνες και Ρωμαίους συγγραφείς (σημ. 3) όσο και από άλλες πηγές. Οι αρχαίοι σχολιαστές σημειώνουν, μεταξύ άλλων, τα ίχνη μιας παλιάς εχθρότητας Ροδίων και Λυκίων εξαιτίας της μονομαχίας Σαρπηδόνα και Τληπόλεμου. Την αντίσταση των Λυκίων απέναντι στους Έλληνες διευκόλυνε η δύσκολη πρόσβαση που είχαν οι δεύτεροι στη χώρα των πρώτων, καθώς ήταν κλειστή από τη θάλασσα και την περιστοίχιζαν απόκρημνοι βράχοι. Για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Έλληνες δεν μπορούσαν να διεισδύσουν στην καρδιά της χώρας, γι’ αυτό οι λυκιακές φυλές συνέχιζαν να ζουν στην επικράτειά τους σύμφωνα με τα παλαιά τους έθιμα. Την αρχαιότητα αυτών των φυλών, που διατήρησε έναν συντηρητικό τρόπο ζωής στο πέρασμα του χρόνου, επιβεβαίωσε και ο Ηρόδοτος, διαπιστώνοντας τη διάσωση του μητριαρχικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης των Λυκίων.

Όπως αναφέραμε, στην αρχαία ελληνική γραμματεία η πρώτη αναφορά στους Λυκίους βρίσκεται στην «Ιλιάδα» του Ομήρου. Το λυκιακό εκστρατευτικό σώμα εμφανιζόταν ως το πλέον ισχυρό μεταξύ των συμμάχων και συγκροτήθηκε για να παράσχει βοήθεια στους πολιορκημένους Τρώες (σημ. 4). Στο ομηρικό έπος υπάρχει ένα ενδιαφέρον απόσπασμα, που αναφέρεται στο στιγμιότυπο της μονομαχίας του βασιλιά της Λυκίας, Σαρπηδόνα, με τον Τληπόλεμο, γιο του Ηρακλή (σημ. 5) και αρχηγέτη των Δωριέων αποίκων της Ρόδου (σημ. 6). Σύμφωνα με τον Όμηρο, στο έπος της Ιλιάδας  (σημ. 7), καθώς και σε άλλες γραπτές πηγές που έχουμε στη διάθεσή μας, ο αποικισμός της Ρόδου από τους Δωριείς έγινε υπό την αρχηγία του Τληπόλεμου, ενώ τα τρία δωρικά φύλα που έφτασαν στο νησί ενώθηκαν πολιτικά και στρατιωτικά κάτω από την καθοδήγηση αυτού του άξιου ηγέτη. Για τη σύγκρουση με τους ντόπιους δεν υπάρχουν πληροφορίες. Ισχυρά κατάλοιπα της μυκηναϊκής Ρόδου πέρασαν πολύ γρήγορα στη γεωμετρική τέχνη των Δωριέων (σημ. 8).

Γράφει, επίσης, ο Όμηρος (σημ. 9): «Κι έσπρωξ’ η μοίρα ανίκητη τον μέγα Ηρακλείδην Τληπόλεμον ενάντια στον θείον Σαρπηδόνα. Και άμ’ αντικρύ προχώρησαν ο ένας προς τον άλλον, ο εγγονός με τον υιόν του βροντοφόρου Δία, προσφώνησε ο Τληπόλεμος τον Σαρπηδόνα πρώτος: “Τι σ’ αναγκάζει Σαρπηδών, ω των Λυκίων άρχε, ως άνθρωπος απόλεμος να κρύβεσ’ εδώ πέρα; Ψεύδοντ’ αν λέγουν που’ σαι υιός του αιγιδοφόρου Δία κι είσαι πολύ κατώτερος εκείνων των ηρώων, οπού στες πρώτες γενεές έχει γεννήσει ο Δίας, ως ήταν ο πατέρας μου, ως λέγουν, ο Ηρακλέας, λεοντόψυχος, ατρόμητος, που ότ’ ήλθε εδώ να λάβη τους ίππους του Λαομέδοντος μ’ έξι καράβια μόνα και μ’ ολιγότερον στρατόν, την πόλιν της Ιλίου επόρθησε κι από λαόν ορφάνωσε τους δρόμους. Και συ ψυχή έχεις δειλήν και φθείροντ’ οι λαοί σου, ουδέ θαρρώ πως στήριγμα θε νά’ σαι συ των Τρώων, αν και ανδρειωμένος βοηθός απ’ την Λυκίαν ήλθες. Αλλά θα ιδής που η λόγχη μου στον Άδη θα σε στείλη”… Και σήκωσε ο Τληπόλεμος το φράξινο κοντάρι. Σύγχρον’ από τα χέρια τους τ’ ακόντια πεταχθήκαν, το ζνίχι ο Σαρπηδών κτυπά και πέρα η πικρή λόγχη, εβγήκε και τα μάτια του μαύρο σκεπάζει σκότος. Αλλά τ’ αριστερό μερί του Σαρπηδόνος είχε ήδη τρυπήσ’ η μακριά του Τληπολέμου λόγχη και μανιωμένη ξάκρισε ξυστά τα κόκαλά του. Ακόμη από τον θάνατον τον φύλαγε ο πατέρας… Αλλ’ απ’ την λόγχην του υψηλού στο φρόνημα Οδυσσέως να πέσει ο γόνος του Διός δεν ήθελεν η μοίρα. Κι η Αθηνά τον έκλινε στο πλήθος των Λυκίων».

Το επεισόδιο της μονομαχίας έχει έντονο συγκινησιακό χρώμα. Ο λόγος του Ηρακλείδη πλεονεκτεί σε κοροϊδία, απαξίωση και προσβολές και εμφανώς επιδιώκει την εξόντωση του αντιπάλου. Ο Τληπόλεμος παίρνει πρώτος το λόγο και λέει:

«Σαρπῆδον Λυκίων βουληφόρε, τίς τοι ἀνάγκη / πτώσσειν ἐνθάδ᾿ ἐόντι μάχης ἀδαήμονι φωτί;

ψευδόμενοι δέ σέ φασι Διὸς γόνον αἰγιόχοιο / εἶναι, ἐπεὶ πολλὸν κείνων ἐπιδεύεαι ἀνδρῶν / οἳ Διὸς ἐξεγένοντο ἐπὶ προτέρων ἀνθρώπων: / ἀλλ᾿ οἷόν τινά φασι βίην Ἡρακληείην / εἶναι, ἐμὸν πατέρα θρασυμέμνονα θυμολέοντα:

ὅς ποτε δεῦρ᾿ ἐλθὼν ἕνεχ᾿ ἵππων Λαομέδοντος / ἓξ οἴῃς σὺν νηυσὶ καὶ ἀνδράσι παυροτέροισιν / Ἰλίου ἐξαλάπαξε πόλιν, χήρωσε δ᾿ ἀγυιάς: / σοὶ δὲ κακὸς μὲν θυμός, ἀποφθινύθουσι δὲ λαοί. / οὐδέ τί σε Τρώεσσιν ὀΐομαι ἄλκαρ ἔσεσθαι». (σημ. 10)

Όπως είναι γνωστό, στα κείμενα λογοτεχνικών έργων υπάρχουν στοιχεία από την ιστορική πραγματικότητα. Στη διαδικασία ανάλυσης του παραπάνω αποσπάσματος της Ιλιάδας, προκύπτει πλήθος ερωτηματικών σχετικά με το περί δικαίου αίσθημα. (σημ. 11)

Και συνεχίζει ο Όμηρος:«…καὶ τῶν μέν ἁμαρτῇ δούρατα μακρὰ / ἐκ χειρῶν ἤϊξαν·ὃ μὲν βάλεν αὐχένα μέσσον / Σαρπηδών, αἰχμὴ δὲ διαμπερές ἦλθ’ ἀλεγεινή, τὸν δὲ κατ’ ὀφθαλμῶν ἐρεβεννὴ νὺξ ἐκάλυψεν / Τληπόλεμος δ’ ἄρα μηρὸν ἀριστερὸν ἔγχει μακρῷ / βεβλήκειν.» (σημ. 12).

Πώς, όμως, παρουσιάζει ο ποιητής το μοτίβο της μονομαχίας και τελικά της αλληλοεξόντωσης των ηρώων στο έπος της Ιλιάδας; Η πέμπτη ραψωδία περιγράφει τη συνάντηση, το διάλογο και τελικά τη μονομαχία με το ταυτόχρονο χτύπημα Σαρπηδόνα και Τληπόλεμου, το οποίο προκαλεί το θάνατο για τον Τληπόλεμο και έχει σοβαρές συνέπειες για τον Σαρπηδόνα, που απορρέουν από τον βαρύ τραυματισμό και την αποχώρησή του από τη μάχη. Η έκβαση της μονομαχίας είναι πρωτοφανής στην Ιλιάδα, γιατί το στερεότυπο των μονομαχιών είναι η καθολική υπεροχή του ενός απέναντι στον άλλο και ο ελαφρύς, ίσως, τραυματισμός του άλλου. Στο ομηρικό έπος ο ποιητής δεν θανατώνει τον Σαρπηδόνα από το πρώτο χτύπημα του Τληπόλεμου. Ο Σαρπηδόνας γι’ αυτόν είναι ο πιο κατάλληλος ήρωας που μπορεί να σταθεί απέναντι στον Πάτροκλο. Έπρεπε να επιζήσει για να φονευθεί πολύ αργότερα –ραψωδία Π– από τον Πάτροκλο. O Τληπόλεμος επικαλείται τον πρόγονό του, Ηρακλή, και αιτία για αυτό είναι η κατάκτηση της απόρθητης Τροίας. Η λεκτική προσβολή και η απαξίωση στο λόγο του Τληπόλεμου προς τον Σαρπηδόνα παρουσιάζουν πολλά κοινά στοιχεία με το διάλογο ανάμεσα στον Αγαμέμνονα και τον Διομήδη. Στη θηβαϊκή παράδοση, ο ταυτόχρονος θάνατος των ηρώων-μονομάχων ήταν συνήθης πράξη του δράματος. Αξίζει εδώ να αναφερθεί το παράδειγμα της αλληλοεξόντωσης του Τυδέα και του αδελφού του Μελάνιππου, που στάθηκε αιτία να αφανιστεί το γένος τους (σημ. 13). Έτσι, περνάμε από τη λογοτεχνική παράδοση της Θήβας στην Ιλιάδα.

Το επεισόδιο Σαρπηδόνα-Τληπόλεμου εκ πρώτης όψεως φαίνεται ασήμαντο. Κι όμως πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή σε αυτό, καθώς οι πληροφορίες που υπάρχουν στο σύνολο των άλλων πηγών, σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση στη νοτιοδυτική Μ. Ασία τη συγκεκριμένη περίοδο, είναι φτωχές. Έργα τα οποία φώτισαν άμεσα την ιστορία της Λυκίας γράφτηκαν, ως επί το πλείστον, από πρόσωπα που είχαν γεννηθεί στη Μ. Ασία (Αλέξανδρος Πολυίστωρας, Μενεκράτης ο Ξάνθιος [σημ. 14]) και σώζονται μόνο αποσπασματικά. Το σώμα των επιγραφών στη λυκιακή γραφή Α και Β είναι περιορισμένου εύρους και ποικιλίας. Πρόκειται, κυρίως, για ταφικές επιγραφές. Η ανάλυση και η ερμηνεία τους, με βάση τα δεδομένα της επιγραφικής, περιπλέκεται ακόμη περισσότερο λόγω της ύπαρξης διαφορετικών επιπέδων μελέτης των λυκιακών γλωσσών (σημ. 15). Το επιγραφικό υλικό στο οποίο περιλαμβάνονται ελληνικές επιγραφές από τη Λυκία αναφέρεται σε μεταγενέστερη περίοδο (σημ. 16). Τα αρχαιολογικά δεδομένα, επίσης, ήταν ελάχιστα σε αριθμό, επειδή σε συγκεκριμένες περιοχές δεν είχαν πραγματοποιηθεί και ολοκληρωθεί αρχαιολογικές έρευνες σε ευρεία κλίμακα, ενώ ακόμη και εκεί όπου πραγματοποιήθηκαν ανασκαφές, π.χ. Ξάνθος, Λίμυρα, Τλως, η έρευνα και προφανώς η μελέτη δεν διεξήχθη σε όλα τα στρώματα (σημ. 17).

Η ανάλυση των αποσπασμάτων της Ιλιάδας, όπως και σημαντικό μέρος των πληροφοριών για τους Λυκίους που αντλούνται από Έλληνες συγγραφείς, λαμβάνει επικο-μυθολογικό χαρακτήρα από πλευράς προσέγγισης. Θρησκευτικές και μυθολογικές υποθέσεις, επίσης, εμφανίζονται σε αξιόπιστες ιστορικές πηγές, διότι η θρησκεία αφενός είχε από τα θεμέλιά της πνευματική, ηθική και ιδεολογική βάση στη ζωή των αρχαίων κοινωνιών, ενώ αφετέρου είχε αισθητή και άμεση επίδραση στις κοινωνικές σχέσεις. Διάφορα πολιτικά γεγονότα, όπως οι συγκρούσεις με τους Ρόδιους, αλλά και κοινωνικά φαινόμενα, όπως η μητριαρχική δομή της συγγένειας, υφίσταντο διάθλαση μέσα από το πρίσμα των μυθολογικών συμβόλων και αντανακλώνταν στο έπος της Ιλιάδας (σημ. 18).

Η αντίθεση Σαρπηδόνα-Τληπόλεμου συχνά τραβούσε την προσοχή των επιστημόνων που ασχολούνταν με την ανάλυση των ομηρικών επών. Οι ερευνητές ομόψυχα διέβλεπαν στο επεισόδιο της διήγησης της μονομαχίας ανάμεσα στο γιο και στον εγγονό του Δία την επικο-μυθολογική διάσταση της πρόφασης και αφορμής των συγκρούσεων ανάμεσα στους Λυκίους και τους Ρόδιους, τοποθετούμενης υποθετικά στη Μυκηναϊκή εποχή (σημ. 19). Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότεροι συγγραφείς περιορίζονταν στη διαπίστωση του γεγονότος, χωρίς να προχωρήσουν στην ανάλυση των αιτιών των συγκρούσεων.

Κατά τη διάρκεια του 9ου, 8ου, 7ου και ίσως μέρους του 6ου αι. π.Χ., οι Ρόδιοι αγωνίστηκαν κατά των Λυκίων προσπαθώντας να αποκτήσουν πρόσβαση στις ακτές της Λυκίας και με αυτό τον τρόπο να διεισδύσουν στις εύφορες και πλούσιες κοιλάδες της, εκμεταλλευόμενοι την άφθονη ξυλεία των δασών της, που θα χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη για τη ναυπηγική βιομηχανία τους (σημ. 20).

Εξετάζοντας το ζήτημα των συγκρούσεων των Λυκίων με τη Ρόδο, είναι απαραίτητο να επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην παρατήρηση του σχολιαστή: «Λένε ότι πάντοτε οι Λύκιοι εχθρεύονταν τους Ρόδιους» (σημ. 21). Όπως διαφαίνεται, οι εχθρικές σχέσεις ανάμεσα στους Λυκίους και σε εποίκους από τη Ρόδο είχαν τις ρίζες τους στις μεταξύ τους εμπορικές σχέσεις. Το εμπόριο έπαιζε σημαντικό ρόλο στην οικονομία του νησιού και το ζήτημα της ασφάλειας των εμπορικών δρόμων ήταν καθοριστικό για την επίτευξη των οικονομικών στόχων. Ήδη, στις επιστολές από το διπλωματικό αρχείο της Τελ ελ-Αμάρνα, το οποίο σχετίζεται με τον 14ο αι. π.Χ., αναφέρονται οι πειρατικές φυλές των Lukka (σημ. 22).

Η επίθεση στη «χώρα των Φαραώ», το πρώτο μισό του 14ου αι. π.Χ., στάθηκε η αφορμή για την ιδιόμορφη «συνέχιση» των εποχιακών επιδρομών τους στην Αλασία της Κύπρου (σημ. 23).

Ο Αιγύπτιος Φαραώ Αμενχοτέπ ΙΙΙ πάντα ήταν απασχολημένος με την προστασία των ακτών του Δέλτα από τις πειρατικές επιθέσεις των Lukka. Στη σύγχρονη ιστοριογραφία οι Λύκιοι θεωρούνται ως προς την προέλευσή τους ανατολικό έθνος, ομιλούντες μια γλώσσα που ανήκει στην ινδοευρωπαϊκή ομάδα και ήταν στενά συνδεδεμένη με τη λουβική και τη γλώσσα των Χετταίων (σημ. 24). Οι ερευνητές, με βάση την ανάλυση των στοιχείων από χεττιτικές και αιγυπτιακές πηγές στα τέλη της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, συχνά κατέληγαν στην επιβεβαίωση της ταύτισης των πρώτων Λυκίων με τις φυλές των Lukka (σημ. 25). Η περιοδικότητα των επιδρομών μάς οδηγεί στην υπόθεση πως υπήρχαν μόνιμες ή εποχιακές βάσεις στα νότια παράλια της Μ. Ασίας ή της Κύπρου. «Ληστρικές ομάδες Λυκίων πειρατών εισέβαλλαν στα παράλια της ανατολικής Μεσογείου, με θρασύτητα αποβιβάζονταν στα λιμάνια της Κύπρου ληστεύοντας τους κατοίκους των ακτών της καθώς και των ακτών της Αιγύπτου και του Δέλτα του Νείλου» (σημ. 26). Ο T. Bryce δικαίως αμφισβητεί το χαρακτήρα των πληροφοριών αυτών των επιστολών, όσον αφορά το ζήτημα του εντοπισμού της προέλευσης των Lukka τον 14ο αι. π.Χ. Όμως, το συγκεκριμένο έγγραφο αλληλογραφίας αποτελεί πειστήριο της δράσης τους (σημ. 27). Την περίοδο της βασιλείας στην Αίγυπτο του Φαραώ Μερνέπτιχου –τελευταίο τέταρτο του 12ου αι. π.Χ. – οι συγκρούσεις έγιναν σφοδρότερες. «Καμία χώρα δεν στάθηκε μακριά από τις συγκρούσεις και το κύμα της φωτιάς έφτασε ως τις αυλές των σπιτιών των Αιγυπτίων» (σημ. 28).

«Λαούς της θάλασσας» ονόμαζαν οι Αιγύπτιοι τις φυλές με διαφορετική καταγωγή, αλλά με ορισμένη εθνοτική τοποθέτηση. Οι Lukka τοποθετούνταν με μεγάλη βεβαιότητα μεταξύ αυτών των λαών (σημ. 29). Με βάση την ένταξη των Lukka σε αυτή την ομάδα των «λαών της θάλασσας», μπορούμε να υποθέσουμε ότι αυτοί επέδειξαν ναυτική παρουσία και ισχύ τον 12ο αι. π.Χ. Αναφορά σε αυτούς τους λαούς δεν υπήρχε σε αιγυπτιακές πηγές μετά τη βασιλεία του Μερνέπτιχου – μετά το 1220 π.Χ. (σημ. 30).

Οι λόγοι της «εξαφάνισής» τους από τις πηγές της ιστοριογραφίας μπορεί να είναι η αλλαγή της ονομασίας τους, η μετεγκατάστασή τους ή η ενσωμάτωση της εθνοτικής ομάδας τους σε κάποια άλλη.

Μια αρκετά μεταγενέστερη πηγή, τα αποσπάσματα της πραγματείας του Ηρακλείδη του Ποντικού (387-312 π.Χ.), περιέχει σημαντικές πληροφορίες για την αρχαία Λυκία. Διαβάζουμε σε ένα απόσπασμα για τους Λυκίους: «Οι Λύκιοι ζουν από την πειρατεία. Δεν εφαρμόζουν τους νόμους, ενώ από τα αρχαία χρόνια διοικούνται από γυναίκες» (σημ. 31). Αυτό το απόσπασμα, σύμφωνα με τον O. Treuber, αποτελεί αξιόπιστη μαρτυρία για τον πόλεμο των Λυκίων ενάντια στα ροδιακά εμπορικά πλοία (σημ. 32). Δυστυχώς, ανάλογα μοτίβα σε άλλες πηγές δεν βρέθηκαν. Εκτός αυτού, ο Στράβωνας κατατάσσει τους Λυκίους στους λαούς με ηγετική θέση στον πολιτισμό και την ευγενή ζωή, αντίθετα με τους γείτονές τους, κατοίκους της Παμφυλίας, που χρησιμοποιούσαν τα λιμάνια τους ως βοηθητικούς σταθμούς για ληστρικές επιδρομές.

αλλ’ ευλίμενος σφόδρα και υπό ανθρώπων συνοικούμενος σωφρόνων / επεί ή γε της χώρας φύσις παραπλησία και τοις Παμφύλοις εστί / και τοις Τραχειώταις Κίλιξιν, αλλ’ εκείνοι μεν ορμητηρίοις εχρήσαντο / τοις τόποις προς τα ληστήρια, αυτοί πειρατεύοντες ή τοις πειραταίς / λαφυροπώλια και ναύσταθμοι παρέχοντες. / Εν Σίδη γουν πόλει της Παμφυλίας τα ναυπήγια συνίστατο τοις Κίλιξιν, / υπό κήρυκά τε επώλουν εκεί τους αλόντας ελευθέρους ομολογούντες.

Λύκιοι δ’ ούτω πολιτικώς και σωφρόνως ζώντες / διετέλεσαν ώστ’ εκείνων δια τας ευτυχίας θαλαττοκρατησάντων / μέχρι της Ιταλίας όμως υπ’ ουδενός εξήρθησαν αισχρού κέρδους, / αλλ’ έμειναν εν τη πατρίω διοικήσει του Λυκιακού συστήματος. (σημ. 33)

Οφείλουμε, ωστόσο, να δεχτούμε ότι οι πληροφορίες του μεγάλου γεωγράφου μας, όπως φαίνεται, σχετίζονται με μεταγενέστερο στάδιο της ιστορίας της Λυκίας, πιθανότατα στην περίοδο κατά την οποία υπήρχε η Λυκιακή Ένωση.

Εισί δε τρεις και είκοσι πόλεις αι της ψήφου μετέχουσαι, / συνέρχονται δε εξ εκάστης πόλεως εις κοινόν συνέδριον, / ήν αν δοκιμάσωσι πόλιν ελόμενοι... (σημ. 34)

Προφανώς, ο O. Treubner πιστεύει ότι η πραγματεία του Ηρακλείδη βασίζεται σε πληροφορίες από ροδιακή πηγή (σημ. 35).

Πληροφορίες για την ιστορία της Λυκίας πραγματικά μπορούμε να αντλήσουμε κατά κύριο λόγο από τους Ρόδιους, που τοποθετούνται γεωγραφικά πλησιέστερα σε αυτήν, αλλά έχουν σαφή εχθρική διάθεση προς τους Λυκίους. Στην αύξηση των εντάσεων μεταξύ τους ‒συγκρούσεις που ήδη βρίσκονταν σε εξέλιξη από τον 9ο-8ο αι. π.Χ.‒, συνέτεινε και ένας άλλος παράγοντας. Οι Λύκιοι ήταν αντίθετοι στον ελληνικό αποικισμό της Μ. Ασίας (σημ. 36). Την περίοδο αυτή τα βορειοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας καλύφθηκαν με ένα δίχτυ ελληνικών πόλεων, ενώ η περιοχή της Λυκίας, από τον 8ο έως τον 7ο αι. π.Χ., παρέμεινε ελεύθερη και δεν κατακτήθηκε μέσω αυτής της διαδικασίας. Οι Ρόδιοι έκαναν δραστικές απόπειρες να υπερισχύσουν στο εμπόριο στα νοτιοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας, με σκοπό όχι μόνο τη διείσδυση στις εύφορες πεδιάδες της Λυκίας, αλλά και την προώθηση των εμπορικών συμφερόντων τους. Φωτεινό παράδειγμα αποτελούσε η Φάσηλις, μοναδική αποικία των Ρόδιων, η οποία ιδρύθηκε τον 7ο αι. π.Χ. Ο Blinkenberg χρονολογεί το γεγονός της ίδρυσης της Φασήλιδας στο 690 π.Χ., θεωρώντας ότι οι Ρόδιοι σχετίζονται με την αφιέρωση των Φασηλιτών κατά τη διάρκεια ίδρυσης της πόλης ή λίγο καιρό μετά από αυτή.

Ο αποικισμός της Λυκίας από τους Έλληνες, κυρίως της Ρόδου, δεν διεξήχθη με ειρηνικό τρόπο. Αυτό μαρτυρούν οι δίγλωσσες επιγραφές στα λυκικά και τα ελληνικά, καθώς και το Χρονικό του ναού των Λινδίων. «Αυτή η σχέση φαίνεται και μέσα από τις θυσίες των ψαριών που τελούνταν σε ετήσια βάση στη Φασήλιδα και, επίσης, με την υδρομαντεία στην Κλάρο. Ταυτόχρονα, το έθιμο των κατοίκων της Φασήλιδας, όπως σημειώνεται και στη βιβλιογραφία, συνδέεται με τα μαντεία της Λυκίας και τη θυσία των ψαριών και διασώθηκε στον Αθήναιο στο απόσπασμά του για τον Πολύχαρμο. Επίσης, το λυκικό μαντείο στα Σούρα συνδεόταν με τη λατρεία του Απόλλωνα» (σημ. 37). Η ιχθυομαντεία αποτελούσε και αυτή αρχαία μαντική τέχνη, που ήταν διαδεδομένη κυρίως στα Σούρα της Λυκίας, σύμφωνα με την οποία εξετάζοντας τις κινήσεις των ψαριών προέβλεπαν κάποια γεγονότα στο μέλλον.

Εδώ αντικατοπτρίζεται μια άλλη, περισσότερο πιθανή εκδοχή: «Η γη της Φασήλιδας κατακτήθηκε από Ρόδιους αποίκους με δεδομένη την εχθρική διάθεση των ντόπιων (σημ. 38)». Στην περιοχή της Λυκίας, συγκεκριμένα στα σύνορα με την Παμφυλία και σε μικρή απόσταση απ’ αυτήν, υπήρχε μια πολύ εύφορη πεδιάδα.

Πολύ κοντά σε αυτήν, σε μια μικρή χερσόνησο που βρίσκεται στους πρόποδες του βουνού Ταχταλί Νταγ, τοποθετείται η Φάσηλις, που αρχικά είχε ένα λιμένα και στα χρόνια του Στράβωνα, ήδη, τρεις λιμένες.

Οι Λύκιοι ονομάζονταν και Σόλυμοι. Προφανώς, η ίδρυση της Φασήλιδας σχετίζεται πρωτίστως με εμπορικούς σκοπούς. Στην ιστορία των εμπορικών σχέσεων της Ρόδου στην Αρχαϊκή περίοδο, η Φάσηλις διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στην ισχύ της νήσου σε στρατηγικό επίπεδο στα σταυροδρόμια των εμπορικών διαδρομών. Οι τρεις λιμένες της Φασήλιδας εξυπηρετούσαν ενδιάμεσους σταθμούς των πλοίων που κατευθύνονταν από τη Ρόδο στην Κιλικία και τον Λίβανο (σημ. 39).Η ίδρυση αποικιών συναντάται στο Χρονικό του Ναού των Λινδίων. Το Χρονικό του Ναού των Λινδίων βρίσκεται σήμερα στη Δανία στο ιδιωτικό μουσείο της Κοπεγχάγης «Ny Carlsberg Glyptotek» και είναι έργο του Ρόδιου Τιμαχίδα. Στην πρώτη έκδοση του χρονικού, ο Blinkenberg ορθά επισήμανε ότι  οι Λύκιοι παρουσιάζονται μόνο ως ηττημένοι από τον εχθρό, παρά το γεγονός ότι η λογοτεχνική παράδοση αναφέρεται στην αγορά της γης των Φασηλιτών από τους Ρόδιους.

Με αυτό το παράδειγμα της ετήσιας προσφοράς των αποίκων προς τους ντόπιους, εξηγείται η εθιμοτυπία των Φασηλιτών. Μια φράση, επίσης, από ένα κείμενο του χρονικού αναφέρει: «τοι μετά Κλευβούλου στρατεύσαντες εις Λυκίαν ασπίδας οκτώ και τωι αγάλματι στεφάναν χρυσέαν, ως ιστορεί Τιμόκριτος εν ται α τας χρονικάς συντάξιος, Πολύζαλος εν ται δ ταν ιστοριάν (5, XXIII)» (σημ. 40).

Αυτό είναι το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο για την εκστρατεία του τυράννου της Λίνδου Κλεόβουλου στη Λυκία με αναφορές ενός ιστορικού του 3ου ή του 2ου αι. π.Χ., ονομαζόμενου Τιμόκριτου, και του Ρόδιου ιστορικού από την Ιαλυσσό, Πολύζαλου. Επίσης, κι ένα αφιέρωμα των Φασηλιτών με ανάθημα ένα κράνος κι ένα κυρτό σπαθί πάνω στα οποία ήταν γραμμένο: «Φασηλίται κράνη και δρέπανα, εφ ων επεγέγραπτο· Φασηλίται από Σολύμων ται Αθαναίαι ται Λινδίαι, Λακίου του οικιστά αγευμένου, ως αποφαίνεται Ξεναγόρας εν ται α τας χρονικάς συντάξιος (6, XXIV)», με αναφορά στον Ρόδιο ιστορικό Ξεναγόρα, τέλη 4ου αι. π.Χ. (σημ. 41). Η ίδρυση της Φασήλιδας, σύμφωνα με όλες τις πηγές, έπαιζε σημαντικό ρόλο στο εμπόριο και προστάτευε τα πλοία από τους πειρατές, οι οποίοι στο παρελθόν και μέχρι την ίδρυσή της ήταν εχθροί των Ρόδιων.

Επίλογος

Ως κατακλείδα αυτής της μελέτης μπορούμε να εξάγουμε τα ακόλουθα συμπεράσματα: Στην Ιλιάδα του Ομήρου και συγκεκριμένα στο επεισόδιο της μονομαχίας Σαρπηδόνα-Τληπόλεμου σε επικο-μυθολογική μορφή αντανακλάται η σύγκρουση Ρόδιων και Λυκίων, η οποία έλαβε χώρα ήδη από τα μυκηναϊκά χρόνια. Η συγκεκριμένη σύγκρουση προφανώς εξηγείται αφενός με τις πειρατικές επιδρομές των Λυκίων και αφετέρου με τις απόπειρες των Ρόδιων να υπερισχύσουν στρατιωτικά και συνεπώς εμπορικά στα νοτιοδυτικά παράλια της Μ. Ασίας.

 

Κωνσταντίνος Ν. Θώδης

Συγγραφέας – Iστορικός ερευνητής