Σήμερα η οδοντογλυφίδα, ξύλινη ή πλαστική, χρησιμοποιείται στην παρουσίαση των εδεσμάτων (για να στερεώνονται ρολάκια, να φτιάχνονται μίνι-σουβλάκια, να παίρνει κανείς ορεκτικά χωρίς πιρούνι και χωρίς να λερώνει τα δάχτυλά του), αλλά και για τη στοματική υγιεινή. Αυτή η τελευταία χρήση είναι και εκείνη που οδήγησε στην επινόηση της οδοντογλυφίδας.
Από την αρχαιότητα οι άνθρωποι χρησιμοποίησαν λεπτά ξυλάκια, ακίδες από κόκαλο ή μεταλλικά ελάσματα, για να αφαιρούν τα υπολείμματα των τροφών τους από τα μεσοδόντια διαστήματα. Σημάδια τριβής στα δόντια αρχαίων κρανίων πιστοποιούν τη χρήση αυτή.
Τον Μεσαίωνα οι καλοί τρόποι του τραπεζιού επιβάλλουν ο καθένας να έχει τη δική του οδοντογλυφίδα. Οι άρχοντες είχαν χρυσές και αργυρές οδοντογλυφίδες με περίτεχνα στολίσματα. Η πρώτη αναφορά στην οδοντογλυφίδα (cure dent) είναι του 1416 σε κείμενο που αφορά τον Δούκα του Μπερρύ (duc de Berry). Βέβαια η τόσο συστηματική χρήση αυτού του αντικειμένου μαρτυρά και την κακή κατάσταση των δοντιών της εποχής εκείνης.
Ο Γερμανός τραπεζίτης Αnton Fugger εικονίζεται με την προσωπική του χρυσή οδοντογλυφίδα-ωτοκαθαριστή (;) κρεμασμένη με αλυσίδα στο λαιμό του σαν κόσμημα.
Το 1872, οι Αμερικανοί Silas Νoble και J.P. Cooley ίδρυσαν την πρώτη βιομηχανία μαζικής παραγωγής ξύλινων οδοντογλυφίδων με πατέντα.
Με τη σωστή διαφήμιση, έγινε το σήμα κατατεθέν της μαγκιάς και κάθε νέος είχε στο στόμα του ένα ξυλάκι που μασουλούσε επιδεικτικά, όπως έγινε αργότερα με το τσιγάρο στα χείλη. Η οδοντογλυφίδα όμως βρήκε θέση και στα αστικά τραπέζια, για τα οποία σχεδιάστηκαν κρυστάλλινες και ασημένιες επιτραπέζιες θήκες. Φτιάχτηκαν μάλιστα και ειδικά ατομικά κουτάκια τσέπης. Τέλος, οι οδοντογλυφίδες πήραν θέση στα λαϊκά τραπέζια και τις ταβέρνες, ανάμεσα στο αλάτι και το πιπέρι.
Σήμερα που η φροντίδα της στοματικής υγιεινής είναι ευρέως διαδεδομένη, η οδοντογλυφίδα έχει χάσει την αίγλη της γιατί δείχνει κακή κατάσταση των δοντιών, παραμένει όμως ως διακοσμητικό, κυρίως, στοιχείο στο σερβίρισμα των μεζέδων.