Πληθώρα στοιχείων για τον καλλιτεχνικό πλούτο του 17ου αιώνα στην περιοχή των Αγράφων περιλαμβάνει η μελέτη της αρχαιολόγου της 7ης Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων Σταυρούλας Σδρόλια, με τίτλο Οι τοιχογραφίες του καθολικού της μονής Πέτρας (1625) και η ζωγραφική των ναών των Αγράφων του 17ου αιώνα (έκδοση του Αρχαιολογικού Ινστιτούτου Θεσσαλικών Σπουδών).

Επιχειρώντας να παρουσιάσει τα ιδιαίτερα μορφολογικά και καλλιτεχνικά χαρακτηριστικά της περιοχής, η αρχαιολόγος επισημαίνει ότι τα μοναστήρια των Αγράφων καταλαμβάνουν ξεχωριστή θέση στην ενδιαφέρουσα ομάδα των Θεσσαλικών μοναστηριών, λόγω του πλήθους, της πρώιμης χρονολογίας τους και της ιδιαίτερης πνευματικής και καλλιτεχνικής ακτινοβολίας τους.

Διεσπαρμένα στον ενιαίο άλλοτε χώρο των Αγράφων παρουσιάζουν ιδιαίτερη πυκνότητα στις περιοχές της Αργιθέας και του οροπεδίου της Νευρόπολης.

Μετά τα λίγα παραδείγματα του 13ου αιώνα αναφέρεται η μεγάλη περίοδος ακμής των μοναστηριών της περιοχής, που είναι το δεύτερο μισό του 16ου και οι αρχές του 17ου αιώνα. Τότε σημειώνεται έντονο ανακαινιστικό φαινόμενο στις εκκλησίες της περιοχής, κατ’ επίδρασιν της μονής Δουσίκου, λόγω του κύρους του ιδρυτή της Αγίου Βησσαρίωνα. Ανάμεσα στις δεκάδες μονών που ιδρύονται τότε ανήκει και η μονή Πέτρας, η εξέταση της οποίας καταλαμβάνει το κύριο μέρος της εργασίας της κας Σδρόλια.

Αρχιτεκτονικά, προσθέτει η αρχαιολόγος, τα καθολικά των μοναστηριών των Αγράφων ακολουθούν τον τρίκογχο αθωνίτικο τύπο, που διαδίδεται την εποχή αυτή σε όλη την Ελλάδα μέσω του Αγίου Όρους. Στις παλιότερες μονές Κορώνας, Ρεντίνας και Πέτρας, αλλά και αργότερα στη μονή Δρακότρυπας, απαντά ο μεγαλοπρεπής τύπος του τετρα-κιόνιου αδωνίτικου με τρούλο, όπως στη μονή Δουσίκου, που επιζεί μέχρι τον 19ο αιώνα στη μονή Μορφοβουνίου.

Στην πλειοψηφία των άλλων μονών διαδίδεται μια τοπική παραλλαγή του συνεπτυγμένου αδωνίτικου, χωρίς εσωτερικούς κίονες, που σε πολλά παραδείγματα καλύπτεται με χαμηλό θόλο σκαφοειδούς μορφής. Ο τύπος αυτός, που ονομάστηκε, σύμφωνα με την αρχαιολόγο, από παλιότερους μελετητές τύπος των μονών της Πίνδου ή τύπος Καραϊσκάκη, από το σημαντικότερο παράδειγμα των Αγράφων, ανταποκρίνεται στις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των μικρότερων μονών αλλά προσφέρει πλούσιες θολωτές επιφάνειες για την ανάπτυξη του εικονογραφικού προγράμματος το οποίο δημιουργήθηκε για τους αθωνίτικους ναούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του τύπου αποτελεί επίσης το καθολικό της μονής Φυλακτής, ένα από τα παλαιότερα των Αγράφων, καθώς και εκείνα των μονών Βλασίου, Οξυάς, Πετροχωρίου και Ανθηρού.

Με την άνθηση των μοναστηριών, στο πρώτο μισό του 17ου αιώνα, συμβαδίζει και η ανάπτυξη της παιδείας στα Άγραφα, με αποκορύφωμα την ίδρυση ανώτερης σχολής στη μονή Αγίας Παρασκευής Βραγγιανών από τον φημισμένο λόγιο Ευγένιο Γιαννούλη το 1661. Γύρω από τις μονές που προαναφέρθηκαν, κινήθηκε ένας ολόκληρος καλλιτεχνικός κόσμος από ζωγράφους, ξυλογλύπτες, λιθοξόους, αργυροχόους και άλλους καλλιτέχνες που εργάζονταν για τη διακόσμησή τους με πρότυπα που δημιουργούσαν από κοινού με τους μεγάλους δασκάλους και τους φωτισμένους ηγουμένους των μονών. Από τις ποικίλες εκφάνσεις της τέχνης της περιοχής αξίζει να αναφερθεί κανείς, μεταξύ άλλων, σε ορισμένες παρατηρήσεις για τη ζωγραφική, κυρίως την εντοίχια, και σε ορισμένες περιπτώσεις ζωγράφων που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού που θεωρήθηκε Αγραφιώτικο καλλιτεχνικό ιδίωμα.

Η ζωγραφική του καθολικού της μονής Πέτρας, όπως αναλύεται στο μεγαλύτερο μέρος της εργασίας της Σ. Σδρόλια, ακολουθεί την κρητική σχολή ζωγραφικής, όπως είχε παρουσιαστεί ήδη στις μονές των Μετεώρων και στη Μονή Δουσίκου, με τις επιπλέον ιδιαιτερότητες που απαντούν στη γειτονική της μονή Κορώνας αλλά και στο έργο του Αγραφιώτη ζωγράφου Δροσινού στα Άγραφα Ευρυτανίας.

Στη συνέχεια, η ζωγραφική της μονής Πέτρας ασκεί με τη σειρά της μεγάλη επίδραση στο έργο των μεταγενέστερων ζωγράφων της περιοχής, λόγω του κύρους της μοναστικής αδελφότητας και του κτήτορα της ζωγραφικής του 1625 Παναγιώτη Μορφέση, που εικονίζεται με αρχοντική στολή στο δυτικό τοίχο του ναού.

Στους μεταγενέστερους ζωγράφους ξεχωρίζουν τρεις ομάδες καλλιτεχνών. Αναφορά γίνεται στους πρώτους, τους δύο Ιωάννηδες και τους ζωγράφους που τους ακολουθούν, οι οποίοι, εμπνεόμενοι και αυτοί από την Κρητική σχολή, ιδίως από τη ζωγραφική της μονής Πέτρας, δημιουργούν συνθέσεις προσαρμοσμένες στην τοπική συνεπτυγμένη παραλλαγή του αθωνίτικου τύπου, με σφιχτοδεμένο πρόγραμμα, αγάπη για την κίνηση και τη διακοσμητικότητα και τάση προς την πολυτέλεια.

Μια δεύτερη ομάδα αποτελούν εκείνοι που ανήκουν σε περιοδεύοντα συνεργεία, κυρίως από το ΒΔ ελληνικό χώρο, όπως τους συναντούμε στη μονή Σπηλιάς, ενώ μια τρίτη ομάδα, επισημαίνει η κα Σδρόλια, συγκροτούν ο ζωγράφος Ιωάννης της μονής Ρεντίνας (1662) και οι συνεργάτες του.

Ανάμεσα στους παραπάνω, πρωτεύουσα θέση κατέχει το συνεργείο των δύο Ιωάννηδων, η επίδραση του οποίου διαπιστώθηκε στα μισά περίπου από τα 39 ζωγραφικά σύνολα του 17ου αιώνα που κατέγραψε στη διδακτορική της διατριβή η αρχαιολόγος.

Τα μνημεία αυτά, χάρη κυρίως στους λογίους και τους κτήτορες που τα υποστήριξαν (μονές Βλασίου, Τροβάτου, Σάικας, Πελεκητής, Νεράιδας, Ανθηρού, Μουζακίου, Οξυάς) αναγνωρίστηκαν ευρύτερα για την καλλιτεχνική τους αξία, ώστε να θεωρηθούν ως τυπική τέχνη των Αγράφων και να επηρεάσουν όχι μόνο τη μεταγενέστερη τέχνη του 18ου αιώνα, αλλά και την εξέλιξη της ζωγραφικής άλλων περιοχών. Είναι γνωστό ότι το 1662 ο Ρώσος πατριάρχης Νίκων ζήτησε από τον μεγαλύτερο λόγιο της Κεντρικής Ελλάδας, τον Ευγένιο Γιαννούλη, να του συστήσει ζωγράφους από τα Άγραφα.

Συνοψίζοντας, στο βιβλίο της Σ. Σδρόλια παρουσιάζεται με απτό τρόπο το σύνολο της τέχνης των Αγράφων του 17ου αιώνα και ιδιαίτερα η ζωγραφική, που άφησε λαμπρά δείγματα και αποδεικνύεται η κυρίαρχη θέση της ζωγραφικής της μονής Πέτρας στο μεγαλύτερο μέρος της καλλιτεχνικής παραγωγής.