Το καλοκαίρι του 1984 οι εργασίες εκσκαφών για τη θεμελίωση οικοδομής στην Εθνική οδό Πρεβέζης-Ιωαννίνων (οικ. Αθηνάς Βαγγέλη) έκρυβαν ευχάριστες εκπλήξεις. Στη διάρκειά τους αποκαλύφθηκε τμήμα κτιρίου συγκροτήματος ρωμαϊκών λουτρών, ενώ από τα μπάζα των εκσκαφών περισυλλέγησαν όστρακα, τμήματα ορθομαρμάρωσης και κονιάματα από το κτίριο. Το πιο ενδιαφέρον εύρημα ήταν ένα τμήμα δεξιού χεριού μαρμάρινου αγάλματος, μεγέθους μικρότερου του φυσικού.

Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το ότι μεταγενέστερα παραδόθηκε από ιδιώτη στο Μουσείο Ιωαννίνων άγαλμα Διονύσου, μικρότερο του φυσικού, σπασμένο στο δεξί χέρι. Το εύρημα του οικοπέδου Βαγγέλη συσχετίστηκε αμέσως με το παραδοθέν άγαλμα, στο οποίο και συγκολλήθηκε. Σήμερα, το άγαλμα του Διονύσου, που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση, σχεδόν ακέραιο, εκτίθεται στην αίθουσα των Ρωμαϊκών Συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων (αρ. ευρ. 7520).

Αυτό το άγαλμα επέλεξε το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων να παρουσιάσει στον ιστότοπό του ως «Το εύρημα του μήνα από τη δεκαετία 1983-1992».

Η αρχαιολόγος Βασιλική Γιαννάκη περιγράφει το εύρημα: «Ο Διόνυσος παριστάνεται γυμνός, σε στάση ανάπαυσης, ρίχνοντας το βάρος στο αριστερό του σκέλος, και φέρνοντας το δεξί λυγισμένο μπροστά. Το αριστερό του χέρι στηρίζεται λυγισμένο επάνω σε κορμό δέντρου, γύρω από το οποίο αναρριχάται κλαδί κληματαριάς. Το δεξί του χέρι, με το βραχίονα κατακόρυφα υψωμένο, λυγίζει στον αγκώνα και ακουμπά με τον πήχη και τα δάχτυλα στο κεφάλι. Η κόμη συνίσταται σε μακριούς πλοκάμους που πέφτουν στους ώμους, ενώ στην κορυφή του κεφαλιού διακρίνεται στεφάνι. Το μέτωπο κοσμείται με ταινία. Το άγαλμα του Διονύσου είναι τμήμα τραπεζοφόρου, στηρίγματος δηλαδή τραπεζιού.

»Το τραπέζι αυτό δεν ήταν περίοπτο, αλλά είχε μία μόνο κύρια και δύο δευτερεύουσες όψεις. Ήταν τοποθετημένο μπροστά σε τοίχο, με τη μακριά πλευρά της πλάκας του να ακουμπά σ’ αυτόν, γι’ αυτό οι πλαστικές μορφές διακοσμούν το στήριγμα κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να αποκτά μια ιδιαίτερα τονισμένη όψη».

Όπως αναφέρει η κα Γιαννάκη: «Ο τύπος αυτός του μονοποδίου με απλό πεσσόμορφο στήριγμα εμφανίζεται στη μέση ελληνιστική περίοδο και προέρχεται, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις από τον ανατολικό χώρο. Η Μικρά Ασία και η Δήλος παρουσιάζουν πρώιμα παραδείγματα του τύπου, ενώ τα σωζόμενα στην Ιταλία μονοπόδια θα πρέπει, εξαιτίας της μορφής τους και σύμφωνα με τη γραπτή παράδοση, να θεωρηθεί ότι έχουν ανατολική προέλευση ή τουλάχιστον ανατολικά πρότυπα. Τα τραπεζοφόρα με πλαστική διακόσμηση κατασκευάζονται στα εργαστήρια των αττικών σαρκοφάγων.

»Στη διάρκεια των αυτοκρατορικών χρόνων διαδίδεται σ’ ολόκληρη τη λεκάνη της Μεσογείου ένας τύπος μικρού τραπεζιού με ορθογώνια μαρμάρινη πλάκα και ένα μόνο, πεσσόμορφο συνήθως και πλαστικά διακοσμημένο στήριγμα από μάρμαρο ή σπανιότερα χαλκό.

»Ο Διόνυσος και ο κύκλος του ως θέμα κυριαρχεί στα αττικά τραπεζοφόρα, και είναι βασικό θέμα κατά την αυτοκρατορική περίοδο σε όλες τις κατηγορίες της τέχνης. Θέματα όπως οι Ερωτιδείς, ο Ηρακλής, ο Μαρσύας, η Λήδα, ο Γανυμήδης, το δελφίνι, ο Άττις κ.ά. απαντούν αρκετά συχνά, σε σχέση όμως με τα διονυσιακά κατέχουν δευτερεύουσα θέση.

»Η επιλογή των θεμάτων δεν είναι τυχαία, ούτε άσχετη με το περιβάλλον μέσα στο οποίο λειτουργούσαν τα μονοπόδια. Τοποθετημένα κυρίως στους πολυσύχναστους και επίσημους χώρους του σπιτιού, δηλαδή το atrium, το περιστύλιο, τον ανοιχτό χώρο του κήπου και το triclinium, δημιουργούν αφενός ένα ευχάριστο και πλούσιο περιβάλλον, υποδηλώνοντας μαζί με την άλλη κινητή περιουσία το status του οικοδεσπότη. Προορίζονταν για την έκθεση σκευών (συχνά σκευών συμποσίου), και μέσα στους χώρους του συμποσίου δικαιολογούν από μόνα τους τα διακοσμητικά αυτά θέματα. Συνέβαλαν στη δημιουργία μιας ευχάριστης ατμόσφαιρας με έμφαση στο διονυσιακό και ερωτικό στοιχείο, που χαρακτηρίζουν έναν ανέμελο, γεμάτο απολαύσεις τρόπο ζωής. Το κρασί και οι άλλες απολαύσεις, που συνδέονται με το συμπόσιο, εκφράζονται κάλλιστα με τις παραστάσεις του διονυσιακού θιάσου και των ερώτων».

Και η κα Γιαννάκη καταλήγει: «Τα αντικείμενα αυτά πέραν του πολυτελούς χαρακτήρα, απευθύνονται και σε ευρύτερα στρώματα εύπορων αγοραστών. Συγχρόνως ο τύπος του μονοποδίου περνά από τον χώρο της ιδιωτικής κατοικίας, όπου ανήκε σχεδόν αποκλειστικά, και σε άλλους χώρους με δημόσιο χαρακτήρα, όπως θέρμες, νυμφαία, θέατρα, ωδεία, αγορές».