Υπήρξε –αδιαμφισβήτητα– η πλέον επιτυχημένη (επιστημονικά, αισθητικά αλλά και από πλευράς προσέλευσης κοινού και ενδιαφέροντoς) έκθεση, η οποία αν και δεν εντάχθηκε στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 100 χρόνια από την ένταξη της Θεσσαλονίκης στον ελληνικό ιστό, ειναι η μόνη που εξακολουθεί να συγκεντρώνει «ουρές» πολιτών, μαθητών σχολείων της περιοχής – ακόμα και τουριστών που ενδιαφέρονται για την «πρόσφατη» ιστορία και τις μεταλλάξεις της πόλης. Ο αριθμός τους ξεπέρασε, τους πρώτους έξι μήνες λειτουργίας της, τους 10.000 ανθρώπους.

«Η Δύση της Ανατολής – Ο αιώνας που διαμόρφωσε τη Θεσσαλονίκη του 1912» είναι ο τίτλος και το περιεχόμενο της μεγάλης έκθεσης καρτ ποστάλ από τη συλλογή του Άγγελου Παπαϊωάννου και του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ), που αναπτύσσεται απο τον περασμένο Σεπτέμβριο –και η λειτουργία της παρατείνεται ως την Κυριακή 2 Ιουνίου– στους χώρους του Πολιτιστικού Κέντρου Θεσσαλονίκης του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (ΜΙΕΤ).

Η έκθεση των 170 καρτ ποστάλ (σε φωτογραφική ανατύπωση) συνοδεύεται από σειρά ιστορικών, επεξηγηματικών της εποχής, κειμένων από τον ιστορικό, συνεργάτη του ΕΛΙΑ, Γιάννη Στεφανίδη. Στα κείμενα σκιαγραφείται το διεθνές ιστορικό πλαίσιο του 19ου αιώνα, της ιστορικής περιόδου που «προετοίμασε» πολιτικά, κοινωνικά, φιλοσοφικά, κοινωνιολογικά, ακόμη και ενδυματολογικά την αντίστοιχη μετάβαση από το oriental στο δυτικό. Αλλά και από την παράδοση στη νεωτερικότητα, από τον «οπισθοδρομικό» οθωμανισμό στην περίοδο του τανζιμάτ (αναδιοργάνωση ή εκσυγχρονισμός) και στην ένταξη της πόλης στο ελληνικό κράτος, το 1912.

«Η Δύση της Ανατολής» (υπό την έννοια του τέλους της ανατολίτικης νοοτροπίας των πολιτικών, φιλοσοφικών και κοινωνικών ηθών) ή η «Ανατολή της Δύσης» (με την εκδυτικοποίηση των ανατολιτών της πόλης, όπου «γεννήθηκε» μια «άλλη» δύση);

Ποια Θεσσαλονίκη παρέλαβε ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος και η ελληνική διοίκηση τον Οκτώβριο του 1912; Μια «κοσμοπολίτισσα» ή μια απλώς «εξωτική» και oriental πολυεθνική πόλη, την οποία επικαλούνται οι μεγαλοϊδεατιστές, αν και μάλλον υποβιβάστηκε από την ένταξή της στον ελληνικό κορμό και έγινε εσωστρεφής;

Η έκθεση δίνει σαφείς και εμπράγματες απαντήσεις στο ερώτημα αν η «συμβασιλεύουσα» Θεσσαλονίκη υπήρξε και πριν από την «ελληνοποίησή» της μια ευρωπαϊκή μεγαλούπολη με πολυκαταστήματα, ιππήλατα τραμ, αεριοφωτισμένες λεωφόρους, υποκαταστήματα τραπεζών και μεγάλων εμπορικών οίκων ή ένα άθλιο οθωμανικό χωριό γεμάτο μιναρέδες και βρώμικα στενά σοκάκια σε μουσουλμανικούς μαχαλάδες και εβραϊκές φτωχογειτονιές. «Φωτίζει», όμως, κι αυτό που προηγήθηκε του καθοριστικού για την πόλη 1912.

Τι απέγιναν οι μουσουλμανικοί μιναρέδες και οι εβραϊκές συναγωγές, το παραλιακό τείχος, η πύλη του Βαρδάρη, τα λαμπερά ξενοδοχεία, τα πολυτελή καφέ, τα καφωδεία, οι μπιραρίες, τα καμπαρέ, τα καπηλειά, οι Εβραίοι χαμάληδες, οι Αλβανοί γιαουρτοπώλες, οι Τούρκοι λεμονατζήδες;

«Στην έκθεση προβάλλεται η μεταλλασσόμενη Θεσσαλονίκη του 19ου αιώνα με φόντο τον ιστορικό περίγυρο της Ευρώπης και του κόσμου. Το παραμύθι της πόλης αντιπαραβάλλεται και συγκρίνεται με ό,τι αντίστοιχο συνέβαινε στην Εσπερία την ίδια εποχή. Στη Θεσσαλονίκη του 1912 συνυπάρχουν ο παλιός και ο νέος κόσμος. Στη διάρκεια του αιώνα που προηγήθηκε αναμετρήθηκαν η παράδοση και η νεωτερικότητα. Ο τίτλος της έκθεσης, δανεισμένος από το ομότιτλο βιβλίο της Έλλης Σκοπετέα, υπονοεί πως η Θεσσαλονίκη γίνεται στις αρχές του 20ού αιώνα η πιο “δυτική” από τις πόλεις του Λεβάντε και πως, ταυτόχρονα, ο ανατολίτικος τρόπος ζωής χάνει οριστικά τη μάχη απέναντι στον εκδυτικισμό», τονίζει ο διευθυντής του Πολιτιστικού Κέντρου του ΜΙΕΤ Γιάννης Επαμεινώνδας, που επιμελήθηκε την έκθεση κι ειναι ο ίδιος που αναλάμβάνει τις δεκάδες μέχρι σήμερα (και συνεχιζόμενες) ξεναγήσεις στο χώρο.

Η έκθεση διοργανώθηκε αποκλειστικά ως συμβολή της Εθνικής Τράπεζας στην επετειακή χρονιά της Θεσσαλονίκης και δεν εντάχθηκε στον επίσημο εορτασμό του δήμου ή άλλων φορέων για τα 100χρονα της πόλης.

Στην έκθεση παρουσιάζεται, επίσης, μια άγνωστη φωτογραφία της Θεσσαλονίκης από τη συλλογή Δέλλιου – η παλιότερη, πιθανόν, φωτογραφία της πόλης (η οποία στο λεύκωμα παρουσιάζεται σε τρεις αναδιπλούμενες σελίδες).

Η έκθεση επρόκειτο να ολοκληρωθεί στα τέλη του χρόνου, έλαβε νέα παράταση ως τα τέλη Μαρτίου και, πρόσφατα, την τρίτη παράτασή της ως τις 2 Ιουνίου. Παράλληλα, συνεχίζονται οι τρίωρης διάρκειας ξεναγήσεις, οι οποίες για τους μήνες Απρίλιο και Μάιο θα γίνονται κάθε Τετάρτη και κάθε Παρασκευή, στις 18:00, με ελεύθερη είσοδο για το κοινό (λόγω όμως της παλαιότητας του κτιρίου, ο αριθμός των επισκεπτών σε κάθε ομάδα είναι περιορισμένος και για τη δήλωση συμμετοχής προαπαιτείται η επικοινωνία με τη Γραμματεία του Κέντρου, καθημερινά 9:00-15:00, στα τηλέφωνα: 2310 295170 και 2310 295171).

Στα βιβλιοπωλεία του ΜΙΕΤ εξάλλου κυκλοφορεί (με 40 ευρώ), από τον περασμένο Δεκέμβριο, ο δίγλωσσος καάλογος (258 σελίδων), ο οποίος περιλαμβάνει όλο το υλικό (φωτογραφίες και κείμενα) που παρουσιάζονται στην έκθεση.