Σημαντική θέση στην κατανόηση της ιστορίας και του πολιτισμικού προϊόντος του θεσσαλικού και του ελλαδικού χώρου εν γένει κατέχει ο μνημειακός πλούτος της Αγιάς, όπως καταδεικνύουν τα αποτελέσματα έρευνας της αρχαιολόγου, διδάκτορος του Πανεπιστήμιου Θεσσαλίας, Ελένης Τσιμπίδα.

Μιλώντας στο ΑΜΠΕ η αρχαιολόγος εξήγησε ότι εντοπίστηκαν είκοσι οκτώ τοιχογραφημένα σύνολα στην περιοχή του Δήμου Αγιάς, που εκτείνονται από την Καρύτσα μέχρι την Ανατολή με επίκεντρο την ίδια την Αγιά. Είναι μια περιοχή που γνωρίζει ιδιαίτερη οικιστική και οικονομική ανάπτυξη από τον 16ο αιώνα και εξής, χάρη στα προνόμια που έλαβε από την Οθωμανική εξουσία, τα οποία την κατέστησαν πόλο έλξης πληθυσμών από τη Βόρεια Ελλάδα.

Οι ζωγράφοι που εργάστηκαν εδώ —σημειώνεται στην έρευνα— επέδειξαν ποικιλία καλλιτεχνικής έκφρασης, σταθερά προσανατολισμένη στο βορειοδυτικό ελληνικό χώρο και παρήγαγαν έργα υψηλής ποιότητας που συνιστούν ανεκτίμητες πολιτιστικές αξίες. Οι ομοιότητες που παρατηρούνται με ομάδα μνημείων της Βέροιας και της Καστοριάς δείχνουν την καλλιτεχνική ενότητα της ευρύτερης περιοχής, συνδέονται με άλλες ιστορικές μαρτυρίες, όπως η διπλή λατρεία των Αγίων Αντωνίων στην πόλη της Αγιάς και με τον τρόπο αυτό τα μνημεία της Αγιάς συμβάλλουν στη συνολική ερμηνεία του ιστορικού παρελθόντος.

Όπως επισημαίνει στην εργασία της η αρχαιολόγος Ελένη Τσιμπίδα, η σημερινή επαρχία Αγιάς, κατά τους χρόνους μετά την Άλωση, είναι μια σταθερά εξελισσόμενη περιοχή, με αξιόλογο πλούτο και πληθυσμιακή υπεροχή των χριστιανών. Η οικονομική και οικιστική ανάπτυξή της οφείλεται στο προνομιακό φορολογικό καθεστώς που απέκτησε στο πρώτο μισό του 16ου αιώνα. Η ευνοϊκή αυτή συγκυρία την κατέστησε πόλο έλξης πληθυσμών προερχόμενων από περιοχές που έχασαν αντίστοιχα προνόμια.

Το παραπάνω δημοσιονομικό, οικονομικό, οικιστικό και κοινωνικό πλαίσιο σε συνδυασμό με τη θρησκευτική παράδοση της περιοχής οδήγησαν σε έξαρση της εκκλησιαστικής οικοδομικής δραστηριότητας και σε συνακόλουθη ανάπτυξη της μνημειακής ζωγραφικής και της ξυλογλυπτικής τέχνης.

Η περιοχή διέσωσε, με λίγες απώλειες, τα μνημεία της, τα οποία, διευκρινίζει η αρχαιολόγος, συνθέτουν μια διακεκριμένη ενότητα με ανεκτίμητη πολιτιστική αξία και μοναδική φυσιογνωμία. Σύμφωνα με τα σωζόμενα μνημεία, από τα μέσα του 16ου έως τα τέλη του 17ου αιώνα οικοδομούνται ή ανακαινίζονται είκοσι οκτώ ναοί, οι οποίοι διατηρούν ακέραιο ή αποσπασματικό τον τοιχογραφικό τους διάκοσμο, σε ένα ή δύο στρώματα. Το σύνολο των έργων είναι ανυπόγραφο. Ανεξάρτητα από το επίπεδο των καλλιτεχνικών αξιώσεών τους, των αισθητικών αναζητήσεων που απηχούν και των τεχνικών δυνατοτήτων των δημιουργών τους, στους διακόσμους αυτούς αποτυπώνεται η εξέλιξη της μνημειακής ζωγραφικής στην περιοχή.

Με βάση τα επιγραφικά δεδομένα, την εικονογραφία και την τεχνοτροπία ταξινομήθηκαν, κατά το δυνατό, με χρονολογική σειρά και διαχωρίστηκαν οι ποικίλες φάσεις των τοιχογραφικών συνόλων των ναών, που λόγω της αδιάκοπης λειτουργίας τους δέχτηκαν αλλεπάλληλες επεμβάσεις.

Οι ζωγραφικές εκφράσεις που αναδείχθηκαν είναι, σύμφωνα με την κ. Τσιμπίδα, ποικιλότροπες αλλά σταθερά προσανατολισμένες στην παράδοση του Bορειοδυτικού Eλλαδικού χώρου και των όμορων περιοχών. Το σύνολο των έργων χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη ποιότητα, σε σχέση με σύγχρονα μνημειακά σύνολα άλλων περιοχών.