Παραθαλάσσιες οικίες αγροτών, αλιέων και βιοτεχνών, που ξεπερνούν τα 120 τ.μ., στοιχεία για τη μαγειρική τέχνη των γυναικών της Μινωικής περιόδου και σημαντικά ευρήματα μιας χαμένης μινωικής πόλης που καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος του παραλιακού μετώπου στον Παπαδιόκαμπο Σητείας, είχαν την τύχη να γνωρίσουν όσοι βρέθηκαν το Σάββατο 25 Αυγούστου, στην εκδήλωση του Συλλόγου Φίλων Παπαδιόκαμπου.

Η εκδήλωση ξεκίνησε με ξενάγηση στο χώρο των ανασκαφών από την Προϊστάμενη της ΚΔ’ ΕΚΠΑ, αρχαιολόγο Χρύσα Σοφιανού. Η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τρεις μεγάλες διώροφες οικίες σε τρία διαφορετικά σημεία δίπλα στην θάλασσα, που χρονολογούνται στην Υστερομινωική Ι περίοδο, γύρω στο 1500 π.Χ., μιας μινωικής πόλης που καταστράφηκε από άγνωστη μέχρι σήμερα αιτία. «Σε αυτό το χώρο έχουμε κάνει σωστικές ανασκαφές κυρίως στο παραλιακό μέτωπο. Οι ανασκαφές αυτές πραγματοποιήθηκαν με την χρηματοδότηση του INSTAP που εδρεύει στην Παχειά Άμμο. Μαζί με τον Διευθυντή του Ινστιτούτου, καθηγητή κ. Brogan, και με μια δυνατή ομάδα επιστημόνων μελετούμε τα ευρήματα. Τον επόμενο χρόνο θα κυκλοφορήσουν τα αποτελέσματα της έρευνας στην οικία Ι, στον πρώτο τόμο που θα εκδοθεί», είπε στην εισήγησή της η κα Σοφιανού.

Ο Παπαδιόκαμπος ή «της Παπαδιάς ο Κάμος», όπως λένε οι ντόπιοι, βρίσκεται περίπου 10 χλμ. δυτικά της Σητείας, μετά τη χερσόνησο του Τράχηλα. Πρόκειται για πεδινή έκταση απομονωμένη και προστατευμένη από τα γύρω βουνά, που καταλήγει σχετικά ομαλά στον ομώνυμο όρμο. Η επιφανειακή έρευνα σε ολόκληρη την πεδιάδα και στη συνέχεια η ραδιοσκόπηση σε επιλεγμένα σημεία έδειξαν πως στην Εποχή του Χαλκού υπήρχε εκεί μεγάλη αραιοκατοικημένη πόλη, που καταλάμβανε έκταση 40-80 στρεμμάτων περίπου. Η θέση της εγκατάστασης ήταν στρατηγικής σημασίας: ανάμεσα σε δύο κόλπους με σπουδαία μινωικά κέντρα, τα Γουρνιά, την Ψείρα και το Μόχλο στα δυτικά, και αυτόν της Σητείας με τον Πετρά, στα ανατολικά, έπαιξε σημαντικό ρόλο στους δρόμους του εμπορίου κατά τους μινωικούς χρόνους.

Ξενάγηση

Στην ξενάγησή της, η κα Σοφιανού αναφέρθηκε σε ένα στρώμα τέφρας πάχους 10 εκ. περίπου πάνω από τις μινωικές οικίες, και σε άλλο στρώμα σκουρότερου χρώματος, πάχους 15 εκ., που βρέθηκε πάνω από την τέφρα. Η ανάλυση έδειξε πως πρόκειται για μείγμα τέφρας και χώματος που δημιουργήθηκε από το ξέπλυμα των πλαγιών της περιοχής. Σύμφωνα με τα ευρήματα αυτά, και με την αλαφρόπετρα που βρέθηκε σε μία από τις τρεις οικίες, η έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης ήταν η αιτία καταστροφής της μινωικής πόλης του Παπαδιόκαμπου.

Η ανασκαφή αποκάλυψε τι ακριβώς έκαναν όσοι βρίσκονταν εκεί πριν εγκαταλείψουν τον χώρο. Στην πρώτη οικία, επιφάνειας 130 τ.μ., με κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον πάνω όροφο, ανασκάφηκαν 10 δωμάτια και υπήρχαν άλλα δύο που χάθηκαν στη θάλασσα, με εξωτερική αυλή και πιθανόν κήπο. Κατοικήθηκε από αγρότες και αλιείς σύμφωνα με τα ευρήματα. Στην οικία Ι βρέθηκαν μεγάλο λίθινο γουδί για τη σύνθλιψη της ελιάς, λίθινα εργαλεία όπως τριβεία και μύλοι για σιτηρά, αποθηκευτικοί χώροι καρπών, παραστιά που ζέσταιναν νερό για την εξαγωγή του λαδιού, υπολείμματα πυρήνα που χρησίμευε ως καύσιμη ύλη μιας και δεν έβγαζε πολύ καπνό αφού δεν υπήρχαν καπνοδόχοι στο δωμάτιο, σπόροι από αμύγδαλα, σύκα και ελιές. Οι κάτοικοι της οικίας Ι έτρωγαν κρέας κατσικιού, προβάτου και γουρουνιού αλλά πρέπει να είχαν ιδιαίτερη αγάπη στα θαλασσινά. Πάνω από 50 κιλά όστρεα πεταλίδων, θαλασσινών σαλιγκαριών και καβουριών βρέθηκαν σε διάφορα σημεία του σπιτιού.

Βιοτεχνική οικία

Στην οικία ΙΙ πρέπει να κατοικούσαν άνθρωποι ανώτερου βιοτικού επιπέδου αφού τα ευρήματα μαρτυρούν ότι πρόκειται για κατοικία βιοτεχνών, επιφάνειας 120 τ.μ. με κλιμακοστάσιο που οδηγούσε στον επάνω όροφο. Στην οικία αυτή βρέθηκαν 11 πίθοι χωρητικότητας 1.200-2.000 λίτρων. Σύμφωνα με τη μελέτη του κ. Κώστα Χριστάκη, υπολογίζεται ότι με το περιεχόμενό τους μπορούσε να ζήσει για έναν ολόκληρο χρόνο μια πενταμελής οικογένεια.

Βρέθηκαν επίσης τρία πιθάρια θαμμένα μέσα στη γη, με υπολείμματα από σταφύλια και δίπλα μια μεγάλη λεκάνη για το πάτημα των σταφυλιών. Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκαν 5 πιθάρια, ενώ ένα πιθάρι βρέθηκε μόνο του σε ένα μικρό δωμάτιο μαζί με έναν τρίτωνα και κύπελλα. Σε άλλο δωμάτιο βρέθηκε λίθινο εργαλείο, δίπλα στο οποίο υπήρχαν 22 στρογγυλά άψητα υφαντικά βάρη, 100 γραμμαρίων το κάθε ένα. Ίσως να ήταν καλούπι ώστε τα υφαντικά βάρη να βγαίνουν ισοβαρή. Επίσης βρέθηκαν 2 μήτρες σκουλαρικιών από τον γνωστό μινωικό τύπο και τρία κλαδευτήρια. Σε άλλο σημείο βρέθηκαν χύτρα με φακή, ντουλάπι με χάλκινα αντικείμενα και 12 οστέινα χτένια αργαλειού. Εντοπίστηκε επίσης μια ταφή Υστερομινωικής ΙΙΙ (1400 π.Χ.) σε πιθάρι, καθώς και ένας αμφορέας, λινάρι και κρόκος για τις βαφές.

Ανατολικά της οικίας ΙΙ, πάνω σε ένα έξαρμα γης, αποκαλύφθηκε και τρίτη κατοικία με πιο προσεγμένη τοιχοποιία, όμορφα πλακόστρωτα δάπεδα και πλακοστρωμένη είσοδο που δείχνει όμως ότι κατοικήθηκε και ξανακατοικήθηκε. Υπολογίζεται ότι η οικία αυτή βρισκόταν στο κέντρο του παραλιακού οικισμού. Εδώ ήρθαν στο φως οικιακό ιερό, τρίτωνες, ένας τείχος προστατευτικός του σπιτιού και μία πρόχειρη οικία που πιθανόν να ήταν στάβλος. Εντοπίστηκαν επίσης θαλασσινά, ένας κάδος με σπασμένη πορφύρα, οικιακά σκεύη, εργαλεία για δημητριακά και πολλά κύπελλα.

Μαγειρεύοντας μινωικά

Στον προαύλιο χώρο του ιερού ναού της Αγίας Ανάληψης τριακόσια μέτρα δυτικά της ανασκαφής, η κεραμίστρια Jerolyn Morrisson παρουσίασε μια συλλογή με αντίγραφα σκευών μαγειρικής από ανασκαφές σε μινωικούς χώρους στην ευρύτερη περιοχή, τη συμπεριφορά των οποίων στη φωτιά έχει μελετήσει. Με αυτά παρασκευάστηκαν φαγητά με συστατικά που ήταν γνωστά στις νοικοκυρές της Μινωικής εποχής. Μαγειρεύτηκαν φακές, πεταλίδες, θαλασσινά σαλιγκάρια, μια γουρουνοκεφαλή και ένας λαγός, όλα μαγειρεμένα με λάδι, κρασί, μέλι, αλάτι και βότανα.

Η κ. Σοφιανού αναφέρθηκε στην ανακαίνιση του μουσείου της Σητείας με την αύξηση και αντικατάσταση των παλιών προθηκών και την έκθεση περισσοτέρων ευρημάτων. Ζήτησε να βρεθούν οι οικονομικοί πόροι για να ολοκληρωθεί το έργο με την τοποθέτηση επεξηγηματικών πινακίδων. Τόνισε ότι «πρέπει όλοι να βοηθήσουμε η πόλη της Σητείας να αποκτήσει ένα μουσείο αντάξιο της ιστορίας της».