Ήταν πολλοί εκείνοι που αψήφησαν τους 35 βαθμούς του «υγρού» θεσσαλονικιώτικου μεσημεριού, ανηφόρησαν την οδό Αγίας Σοφίας ώς το ύψος της σημερινής Εγνατίας Οδού, φόρεσαν κάσκες και ταξίδεψαν 23 αιώνες πίσω και λίγα μέτρα κάτω από την επιφάνεια του δρόμου ώς την Decumanus Μaximus των Ρωμαίων.

Είκοσι τρεις αιώνες συνεχούς «ζωής» —από τον 3ο π.Χ. αιώνα της ίδρυσης της πόλης ώς τις αρχές του 20ού— έχει η βασική οδική αρτηρία της Θεσσαλονίκης (η «καταχρηστικά» ονομαζόμενη σήμερα Εγνατία Οδός, καθώς η πραγματική Εγνατία Οδός περνά έξω από την πόλη της Θεσσαλονίκης) τμήμα της οποίας αποκαλύφθηκε στις ανασκαφές για τη διάνοιξη των σηράγγων του Μετρό. Και η ανοιχτή ξενάγηση για το κοινό που διοργάνωσε η εταιρεία Αττικό Μετρό στον σταθμό Αγία Σοφία το αποδεικνύει.

Μαρμάρινες πλάκες τεραστίων διαστάσεων, ίχνη από αμαξοτροχιές, ίχνη από τρίλιζα εποχής (χαραγμένη πάνω στον δρόμο καθώς, λόγω του ότι οι άμαξες της εποχής περνούσαν αραιά και πού, τα παιδιά αλλά και οι μεγάλοι μπορούσαν να στήνουν το παιχνίδι τους στον άνετο χώρο του μεγάλου δρόμου), ίχνη από ογκώδη στυλοβάτη (στήριζε σειρά από κίονες, επτά από τις βάσεις των οποίων διασώζονται — στο πρότυπο των ρωμαϊκών via colonnata), ίχνη από μια πλατεία, ένα οικοδόμημα με βρύση (κρηνιαίο) στο κέντρο του, συνθέτουν τα ευρήματα των αρχαιολόγων στη διετή και πλέον ανασκαφή τους στη διασταύρωση των σημερινών οδών Αγίας Σοφίας και Εγνατίας (όπου και ο σταθμός του υπό κατασκευή Μετρό).

Η μαρμαροστρωμένη οδός «χαράχθηκε» μετά τον 3ο μ.Χ. αιώνα και διατηρήθηκε τουλάχιστον για τρεις αιώνες αργότερα (ώς και τον 6ο μ.Χ.). Πρόκειται για ρωμαϊκού χαρακτήρα μνημειακή οδό (decumanus είναι ο λατινικός όρος, που αφορούσε μεγάλες οδούς ρωμαϊκών πόλεων που ήταν προσανατολισμένες από τα ανατολικά προς τα δυτικά και συνήθως κοσμούνταν στην αρχή και το τέλος τους με πλατείες). Η αποκάλυψη των ανασκαφών αφορά τμήμα της οδού μήκους 82,5 και πλάτους 10 μέτρων. Η Decumanus Maximus της Θεσσαλονίκης είναι στρωμένη με μαρμάρινες πλάκες πάχους 15 εκατοστών και οριοθετείται με μαρμάρινα κράσπεδα πλάτους 4,70 μέτρων. Στο νότιο τμήμα της (το βόρειο δεν ανασκάφθηκε καθώς «εφάπτεται των ορίων του σκάμματος του σταθμού») σώζονται τα ερείπια κτιρίων, ενώ ανάμεσα στον δρόμο και τα κτίρια παρεμβαλλόταν, όπως και σήμερα συμβαίνει στις πόλεις, πυκνό δίκτυο κτιστών, πήλινων και μολύβδινων αγωγών, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες ύδρευσης και αποχέτευσης. Είναι χαρακτηριστικό μάλιστα ότι οι άψογα μονωμένοι αγωγοί ύδρευσης περνούσαν μέσα από αυτούς της αποχέτευσης χωρίς ποτέ να σημειωθούν διαρροές.

Ο δρόμος που αποκαλύφθηκε φέρεται να άλλαξε μορφή (πλάτος, μήκος, χρήση) ανά τους αιώνες. Η ρωμαϊκή οδός είναι χτισμένη πάνω σε προχριστιανικό και ελληνιστικών χρόνων μονοπάτι, μετά τους σεισμούς του 620 μ.Χ. και την καταστροφή πολλών μνημείων της πόλης «στενεύει» — το πλάτος της καλύπτεται από οικοδομήματα, στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας γίνεται και πάλι μονοπάτι, τον 19ο αιώνα στρώνεται με ιταλικούς κυβόλιθους και πάνω του στρώνονται οι γραμμές του τραμ το οποίο ακολουθεί τη δική της πορεία. Περνά κι αυτό κάτω από την αψίδα του Γαλερίου όπως και η ρωμαϊκή πρόγονος του δρόμου…

Στις ανασκαφές εντοπίστηκε θησαυρός 221 χάλκινων νομισμάτων, που χρονολογούνται επί Ιουστινιανού (527-565), Μανουήλ Κομνηνού, Θεόδωρου Κομνηνού Δούκα, Ιωάννη Κομνηνού Δούκα, Ανδρόνικου Β’ και Ανδρόνικου Γ’ Παλαιολόγου και αξιόλογα δείγματα εφυαλωμένων βυζαντινών αγγείων εξαιρετικής ποιότητας.