Μια έκθεση αφιερωμένη στο έργο του γνωστού αρχιτέκτονα Κυριάκου Κρόκου, σε σχέδια του οποίου δημιουργήθηκε το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού της Θεσσαλονίκης, εγκαινιάζεται στις 24 Μαΐου στο Μουσείο Μπενάκη (κτήριο οδού Πειραιώς).

Με τίτλο “Κυριάκος Κρόκος (1941 – 1998)”, η έκθεση διατρέχει επιλεκτικά όλο το έργο του Κυριάκου Κρόκου – αρχιτεκτονικό και ζωγραφικό. Περιλαμβάνει πρωτότυπα σχέδια, σκίτσα και μακέτες από τις μελέτες, καθώς και φωτογραφίες από τα κτήρια που πραγματοποιήθηκαν. Παράλληλα, παρουσιάζονται δείγματα από τη ζωγραφική του δραστηριότητα μέσω της οποίας ο Κυριάκος Κρόκος παρατηρούσε και στοχαζόταν τον κόσμο πολύ πριν αλλά και κατά τη διάρκεια της πορείας του στην αρχιτεκτονική.

Η έκθεση ξεκινάει με την παρουσίαση μερικών από τα εναπομείναντα στοιχεία (σοβάς, ξύλο και τσιμέντο) που χρησιμοποίησε ο ίδιος για να προβάλει την υλικότητα του έργου του όταν εκπροσώπησε την ελληνική συμμετοχή στην VΙ Biennale Αρχιτεκτονικής της Βενετίας, το 1996. Στην ενότητα της αρχιτεκτονικής παρουσιάζονται συνολικά 20 κτήρια και μελέτες, ενώ η ενότητα των ζωγραφικών έργων καλύπτει τη χρονική περίοδο από την αρχή της δεκαετίας του ’60 μέχρι την αρχή της δεκαετίας του ’90.

Τέλος, στον εκθεσιακό χώρο προβάλλεται το βίντεο με τίτλο «Κυριάκος Κρόκος – αρχιτέκτων και ζωγράφος», το οποίο αποτελεί μια σύνθεση των διαθέσιμων εικόνων και ήχων για τη ζωή και τα έργα του Κυριάκου Κρόκου από τον σκηνοθέτη Γιάννη Τριτσιμπίδα.

Την έκθεση επιμελήθηκε η σύζυγος του αρχιτέκτονα, Λέτη Αρβανίτη Κρόκου, ενώ τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό η Λίλη Πεζανού. Τέλος, με αφορμή την έκθεση εκδόθηκε μονογραφία για τον Κυριάκο Κρόκο, η οποία είναι αφιερωμένη τόσο στο αρχιτεκτονικό όσο και στο ζωγραφικό έργο του.

Αρχιτέκτονας και ζωγράφος

Ο Κυριάκος Κρόκος (1941 – 1998) γεννήθηκε στη Σάμο, ενώ αποφοίτησε από την Αρχιτεκτονική Σχολή του ΕΜΠ το 1967. Μετά τη στρατιωτική του θητεία έζησε για ένα χρόνο στο Παρίσι κάνοντας αυτοσπουδή και μαθητεύοντας ζωγραφική κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη. Γυρνώντας στην Ελλάδα, παράλληλα με την αρχιτεκτονική του εργασία συνέχισε να ζωγραφίζει, ακολουθώντας την κλίση που είχε από παιδί.

Το 1976 δημιούργησε δικό του αρχιτεκτονικό γραφείο, απ’ όπου ασχολήθηκε κυρίως με μελέτες και επιβλέψεις έργων ενώ συμμετείχε με επιτυχία σε αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς. Το 1990, η ήδη βραβευμένη από το 1977, μελέτη του για το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης παρουσιάσθηκε στην ΙΙΙ BIENNALE Αρχιτεκτονικής Δημοσίων Κτηρίων, στο κέντρο Pompidou (Παρίσι 1990). Το κτήριο βραβεύτηκε από το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, σαν υπόδειγμα δημοσίου κτηρίου στην Ελλάδα (Αθήνα 2001). Έργα του, όπως το Θέατρο της οδού Κυκλάδων στην Αθήνα, η κατοικία Βέττα στη Φιλοθέη, το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, το ιδιωτικό Μουσείο Φασιανού στην Αθήνα, η κατοικία Ανδρεάδη στη Χαλκιδική, καθώς και η μελέτη του για το Νέο Μουσείο Ακρόπολης (έπαινος 1990) είναι δημοσιευμένα σε ελληνικά και ξένα αρχιτεκτονικά περιοδικά.

Παράλληλα ήταν ιδιαίτερα ενεργός ως ζωγράφος. Δείγματα της ζωγραφικής του δουλειάς είχε παρουσιάσει σε ομαδικές εκθέσεις, ενώ το 1987 εκδόθηκε το βιβλίο “Αρχιτεκτονικά Τοπία” με σχέδια και κείμενα δικά του και του Αλέκου Φασιανού. «Σχεδίαζα από παιδί. Θυμάμαι πόσο ελεύθερος ένιωθα όταν ζωγράφιζα. Η κλίση μου αυτή έγινε αφορμή να δώσω εξετάσεις στην Αρχιτεκτονική Σχολή», είχε πει στον Κυριάκο Κοσμά το 1990.

Η επιστροφή στην αθωότητα ως δρόμου που οδηγεί στην απαρχή των πραγμάτων και ταυτόχρονα στην ουσία τους ήταν κύριο στοιχείο έμπνευσης  για τον Κυριάκο Κρόκο. «Δεν υπάρχει άλλος δρόμος από τον ίδιο τον εαυτό μας, που είναι ριζωμένος στο φως που αποκάλυψε στα μάτια μας τον κόσμο όταν ήμασταν μικροί. Τότε που όλα μας τύλιγαν μαγικά…», είχε δηλώσει. Οι απόψεις του αυτές διαμόρφωσαν και την αρχιτεκτονική – καλλιτεχνική του δημιουργία. «Πιστεύω πως η αρχιτεκτονική πρέπει ν’ αρχίζει απ’ τα θεμέλια, από το σκάμμα που θα γίνει για να δεχτεί το κτίριο. Αυτό το κτίριο που σε κάθε φάση του πρέπει να είναι κάτι, πρέπει να εκφράζει την τάξη και την αρχιτεκτονική αναζήτηση. Αυτό θα ήταν το ιδανικό, σε κάθε στάδιο να έχει ενδιαφέρον, να μην επιδιώκεται η εικόνα στο τέλος, δηλαδή να περιμένεις να τελειώσει για να δείξει κάτι. Χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια στο σκαρί από μπετόν και να μην αφήνεται μόνο στους υπολογισμούς του Πολιτικού Μηχανικού.»

Έτσι, αν και δεν είχε αντιρρήσεις για το μοντέρνο και το μεταμοντέρνο κίνημα στην αρχιτεκτονική στο εξωτερικό, καθώς «αλλού γεννήθηκε μέσα σε μια πορεία εξελικτική», για την εξέλιξή του στην Ελλάδα υπήρξε κριτικός: «στον τόπο μας ήρθε άκαιρα. Σ’ έναν τόπο χωρίς αστικό πολιτισμό αλλά αντίθετα μ’ έναν μεγάλο λαϊκό πολιτισμό που συντηρούσε ακόμα και με το ένστικτο αξίες πολύτιμες των μεγάλων παραδόσεων του Έθνους. Βλέπουμε σήμερα πόσο γρήγορα αλλοιώθηκαν όλα. Ο λαϊκός αυτός πολιτισμός ήταν τόσο ευαίσθητος επειδή ακριβώς ήταν λαϊκός. Σαν τα αγριολούλουδα που είναι όμορφα αλλά μαραίνονται γρήγορα. Το μοντέρνο κίνημα με την αφαιρετική του πρόταση δημιούργησε μία εύκολη μόδα εν ονόματι της οποίας έπρεπε ν’ αλλάξουν όλα. Και επειδή ήταν εύκολη έγινε καταφύγιο στις ανθρώπινες αδυναμίες γιατί ο άνθρωπος είναι επιρρεπής στις ευκολίες[…].  Στην Πομπηία είδα μια πόρτα που είχε σωθεί μέσα στη λάβα, ήταν σαν τις πόρτες που είχα δει όταν ήμουν παιδί, ίδια ακριβώς. Τώρα αλλάζουν όλα για ν’ αλλάξουν εν ονόματι του μοντερνισμού λες και πρέπει οπωσδήποτε να είναι διαφορετικά για να ‘ναι μοντέρνα. Υπάρχουν πράγματα που έχουν γίνει από ανθρώπους με ταλέντο, όμως κανόνες που να πείθουν δεν έγιναν. Για να απελευθερωθούμε πρέπει κάπου να συμφωνήσουμε. Ας θυμηθούμε ένα περιβάλλον που έγινε χωρίς αρχιτέκτονες αλλά μόνο με τους κανόνες που υπαγόρευε η παράδοση κι’ ας το συγκρίνουμε μ’ όλα αυτά τα συνοθυλεύματα που μας κατακλύζουν.»

Διάρκεια έκθεσης: 25 Μαΐου – 29 Ιουλίου 2012