Μία περίοδος οικονομικής αβεβαιότητας και πολιτικών αναταραχών, κοινωνικής διάβρωσης και δομικών ανακατατάξεων — μία περίοδος στην οποία η ενδημική διαφθορά επιφέρει την αλλαγή, διαρρηγνύοντας σταδιακά τους δεσμούς με το παρελθόν: η Ύστερη Αρχαιότητα στην περιφέρεια της ανατολικής Μεσόγειου, όπως αυτή συχνά αποδίδεται μέσα από τη σύγχρονη ιστορική μελέτη, είναι μία εποχή σκοτεινή και παρηκμασμένη, στη διάρκεια της οποίας η θρησκευτική λατρεία, οι τέχνες και τα γράμματα αφήνουν αχνό το αποτύπωμά τους στο πολιτισμικό πνεύμα των καιρών.

Αυτή τη θολή πτυχή των αιώνων που συνοδεύουν την παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και την ενσωμάτωσή της στην πρωτοβυζαντινή περίοδο, έρχεται να φωτίσει η νέα έκθεση του Ωνάσειου Πολιτιστικού Κέντρου στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, με μοναδικά αντικείμενα που αποτυπώνουν τη μετάβαση από τον έναν κόσμο στον άλλον, από την αρχαιότητα στον χριστιανισμό.

Παρουσία πλήθους προσωπικοτήτων από τον ακαδημαϊκό, δημοσιογραφικό, θρησκευτικό και πολιτικό κόσμο, εγκαινιάστηκε πρόσφατα η έκθεση με τίτλο «Μετάβαση προς τον χριστιανισμό. Η τέχνη στην ύστερη αρχαιότητα, 3ος-7ος αιώνας μ.Χ.» στον Ολυμπιακό Πύργο, έδρα του Θυγατρικού Ιδρύματος Ωνάση, στην καρδιά της αμερικανικής μητρόπολης.

Εκατόν εβδομήντα εκθέματα σπουδαίας ιστορικής αξίας, από μουσεία της Ελλάδας, της Κύπρου και των Ηνωμένων Πολιτειών, διηγούνται στο κοινό μία πορεία πνευματικών ζυμώσεων, σε έναν κόσμο που απεκδυόταν τον παγανιστικό του μανδύα για να υποδεχθεί τη νέα θρησκεία, που επιβίωνε και ενίσχυε τη θέση της, δανειζόμενη σύμβολα και αντλώντας πρότυπα από τις προγενέστερες παραδόσεις. Ψηφιδωτά, εικόνες, γλυπτά, νομίσματα, λειτουργικά σκεύη, κοσμήματα ακόμη και αντικείμενα οικιακής χρήσης μαρτυρούν το πώς μέσα από μία περίοδο κρίσης και δυσκολιών επέρχεται η σταθεροποίηση και η αναγέννηση — συμβολικό το μήνυμα για τη σημερινή εποχή.

Η έκθεση καλύπτει επτά άκρως ενδιαφέρουσες θεματικές ενότητες, ακολουθώντας την όσμωση των παραδόσεων και την απορρόφηση της μίας περιόδου από την άλλη: «Το Τέλος της Αρχαιότητας: Πολιτισμικές και Θρησκευτικές Αλληλεπιδράσεις», «Η Ανάδυση του Χριστιανισμού: Από την Αναγνώριση στην Εξουσία», «Αστική Πραγματικότητα», «Καθημερινή Ζωή», «Πρώιμη Χριστιανική Λατρεία», «Θάνατος και Νέα Ζωή», «Η Γένεση της Χριστιανικής Τέχνης».

Τους επισκέπτες υποδέχεται ένα ορθογώνιο κομμάτι από ψηφιδωτό οδόστρωμα του 4ου αιώνα από το Άργος, το οποίο αναπαριστά μία γυναίκα σε χορευτική στάση που κρατάει ένα πανέρι με φρούτα — χαρακτηριστικό γνώρισμα της «προσωποποίησης» του Φθινοπώρου, μίας καρποφόρας και ευνοϊκής εποχής. Η απεικόνιση των εποχών στη τέχνη αναπτύχθηκε στη διάρκεια του 2ου αιώνα, ωστόσο παρέμενε δημοφιλές αντικείμενο ακόμη και στην πρώιμη χριστιανική περίοδο, συμβολίζοντας την καρποφορία και τη διαρκή αναγέννηση της φύσης. Στη συνέχεια, εκτίθεται ένα γλυπτό με μία σειρά θεοτήτων το οποίο ανακαλύφθηκε σε εύπορο νοικοκυριό της Κορίνθου του 4ου αιώνα, όταν ο χριστιανισμός στην περιοχή ήταν ακόμη αδύναμος.

Με αγαλματίδια που αναπαριστούν θεότητες της αρχαιότητας —την Αρτέμιδα, τον Ασκληπιό, τον Πάνα, την Ευρώπη— το έκθεμα, σύμφωνα με την Ευγενία Χαλκιά, διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου και επιμελήτρια της έκθεσης μαζί με την αναπληρώτρια διευθύντρια του μουσείου, Αναστασία Λαζαρίδου, αποτελεί ένα από τα πλέον εντυπωσιακά της έκθεσης. Προτομές φιλοσόφων, λόγιων και άλλων σημαντικών προσωπικοτήτων της αρχαίας Ελλάδας με υπερμεγέθη μάτια, μαρτυρούν μία εσωστρέφεια και πνευματικότητα που απαντάται στην πρώιμη βυζαντινή τέχνη. «Αποτυπώνεται στο πρόσωπο η ψυχή και όχι το πώς πραγματικά μοιάζει το άτομο» εξήγησε η κυρία Χαλκιά.

Την προσοχή τραβάει μία κεφαλή της θεάς Αφροδίτης από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας, που φέρει χαραγμένο στο πρόσωπό της έναν σταυρό από Χριστιανούς, που ήθελαν με αυτό τον τρόπο να «αποδαιμονοποιήσουν» το σύμβολο της απερχόμενης θρησκείας. Η έκθεση κλείνει με εντυπωσιακά νεκρικά πορτρέτα Φαγιούμ, που επηρεάσαν στην πορεία την ανάπτυξη των χριστιανικών εικόνων.

Η έκθεση που θα διαρκέσει μέχρι τις 14 Μαΐου, συνιστά μία από τις σημαντικότερες του Ιδρύματος Ωνάση. Για την οργάνωση και την υλοποίησή της συνεργάστηκε το Ωνάσειο Πολιτιστικό Κέντρο (ΗΠΑ) με το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού και το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας, υπό την επιστημονική εποπτεία επιτροπής του προγράμματος Ελληνικών Σπουδών του αμερικανικού πανεπιστημίου του Πρίνστον.