Τον Θησαυρό του Κροίσου, μια συλλογή μοναδικών αντικειμένων από την εποχή της βασιλείας του Κροίσου στη Λυδία (560-547 π.Χ.), τον συνοδεύει μια πολυτάραχη ιστορία από την ανακάλυψή του, στη δεκαετία του ’60, κάνοντας πολλούς να πιστεύουν ότι ο θησαυρός, επίσης γνωστός ως Θησαυρός της Λυδίας, είναι καταραμένος.

Ο Θησαυρός βγήκε παράνομα από την Τουρκία, εκτέθηκε στο Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης και στη συνέχεια, το 1993, επεστράφη στην Τουρκία ύστερα από πολυετή δικαστικό αγώνα.

Τώρα, ο «καταραμένος» θησαυρός πυροδότησε μια άλλη διαμάχη, αυτή τη φορά ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Ουσάκ (Uşak), όπου εκτίθενται τα πολύτιμα αντικείμενα, και στο τουρκικό Υπουργείο Πολιτισμού και Τουρισμού. Αντικείμενο της διαφωνίας είναι ο χώρος στον οποίο θα εκτεθούν στο μέλλον, αν και προς το παρόν όλα δείχνουν ότι ο Θησαυρός της Λυδίας θα συνεχίσει να εκτίθεται στο μουσείο του Ουσάκ.

Σύμφωνα με αξιωματούχο ο οποίος ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος, το Αρχαιολογικό Μουσείο του Ουσάκ αντιμετωπίζει δυσκολίες στην προσέλκυση επισκεπτών λόγω της θέσης του και της γενικότερης έλλειψης πληροφόρησης σχετικά με το Θησαυρό. Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του υπουργείου, ο αριθμός των επισκεπτών αυξήθηκε από 4.433 το 1995 σε 10.783 το 1996, όταν ο θησαυρός επέστρεψε στην Τουρκία. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο αριθμός αυτός παραμένει στάσιμος, προβληματίζει το υπουργείο, το οποίο θέλει να μεταφέρει τα αντικείμενα σε ένα πιο κεντρικό μουσείο, με την ελπίδα ότι θα προσελκύσουν μεγαλύτερο ενδιαφέρον.

Αυτή η διαφωνία ανάμεσα στο υπουργείο και το μουσείο έκανε για άλλη μια φορά τους κατοίκους του Ουσάκ (της περιοχής όπου βρέθηκε ο θησαυρός), να μιλούν για την κατάρα που συνοδεύει τον θησαυρό.

Το χρονικό της ανακάλυψης και η κατάρα

Η κατάρα του θησαυρού χρονολογείται από το 1965, έτος κατά το οποίο εντοπίστηκε στο χωριό Güre, στην επαρχία του Ουσάκ, όταν πέντε χωρικοί άνοιξαν τον τύμβο μιας πριγκίπισσας από την εποχή του βασιλείου της Λυδίας, και έκλεψαν τα κοσμήματα που είχαν τοποθετηθεί στον τάφο μαζί με τη νεκρή.

Οι χωρικοί συνέχισαν το έργο τους το 1966, έχοντας ως λεία 150 αντικείμενα, κυρίως χρυσά κοσμήματα και ασημένια σκεύη, ενώ ακολούθησε η ύστατη σύληση, το 1968, στη διάρκεια της οποίας οι αρχαιοκάπηλοι δεν κατάφεραν να βρουν κοσμήματα, παρά μόνο τοιχογραφίες.

Οι χωρικοί πούλησαν παράνομα τον Θησαυρό της Λυδίας σε έναν λαθρέμπορο. Ωστόσο, αντί να γίνουν πλούσιοι και να ζήσουν μια ευτυχισμένη ζωή, ήρθαν αντιμέτωποι με πολλές κακοτυχίες, με αποτέλεσμα οι κάτοικοι της περιοχής να αρχίσουν να πιστεύουν ότι ο θησαυρός ήταν καταραμένος.

Το πρώτο χτύπημα ήρθε με τη σύλληψη των χωρικών από την αστυνομία, καθώς ένας από αυτούς είχε ομολογήσει την κλοπή και το λαθρεμπόριο των αντικειμένων, έπειτα από μια διαμάχη για τη μοιρασιά των κερδών.

Αργότερα, μια λεπτομερής έρευνα οδήγησε την αστυνομία σε έναν λαθρέμπορο με έδρα τη Σμύρνη, τον Ali Bayırlar. Τα εκθέματα, όμως, είχαν ήδη πωληθεί σε αγοραστές στο εξωτερικό.

Τη δεκαετία του 1970, ο Robert Taylor, δημοσιογράφος της Boston Globe, και η Emily Vermeule, διευθύντρια σε μουσείο της Βοστώνης, ισχυρίστηκαν ότι 219 αντικείμενα από τη Λυδία είχαν αγοραστεί από το Metropolitan Museum of Art της Νέας Υόρκης, το διάστημα μεταξύ 1966 και 1968.

Το 1985, ένας Τούρκος δημοσιογράφος, ο Özgen Acar, ο οποίος γνώριζε την υπόθεση, έτυχε να δει 55 κομμάτια του Θησαυρού της Λυδίας στις προθήκες του μουσείου της Νέας Υόρκης, στη διάρκεια επίσκεψής του. Στη συνέχεια, ανακάλυψε ότι και ο υπόλοιπος θησαυρός φυλασσόταν στο μουσείο. Το Metropolitan Museum of Art περιέγραφε τα αντικείμενα ως ελληνικής προέλευσης, κάτι το οποίο, σύμφωνα με τον Acar και αξιωματούχους του Μουσείου του Ουσάκ, έγινε με πρόθεση συγκάλυψης της πραγματικής θέσης της ανακάλυψης.

Ο δημοσιογράφος ενημέρωσε αμέσως Τούρκους αξιωματούχους, οι οποίοι ξεκίνησαν τις νομικές διαδικασίες για την επιστροφή των αντικειμένων το 1987, μόλις τρεις ημέρες πριν το Metropolitan Museum of Art γίνει ο νόμιμος ιδιοκτήτης του θησαυρού.

Το 1993, ύστερα από εξαετή δικαστική διαμάχη, το Μουσείο παραδέχτηκε ότι γνώριζε πως τα αντικείμενα ήταν προϊόν κλοπής όταν τα αγόρασε, και ένα αμερικανικό ομοσπονδιακό δικαστήριο στη Νέα Υόρκη αποφάσισε υπέρ της επιστροφής των αντικειμένων στην Τουρκία.

Η κακοτυχία των αρχαιοκάπηλων

Στο μεταξύ οι κάτοικοι του Ουσάκ δεν σταματούν να μιλούν για την κακοτυχία των αρχαιοκάπηλων. Έτσι, κατά τα λεγόμενά τους, ένας από τους αρχαιοκάπηλους έχασε τρεις γιους, εκ των οποίων ο ένας δολοφονήθηκε με φρικτό τρόπο. Οι άλλοι δύο γιοι σκοτώθηκαν σε δύο ξεχωριστά τροχαία ατυχήματα και σε διαφορετικές χώρες. Ο πατέρας αργότερα έμεινε παράλυτος και τελικά πέθανε.

Ένας άλλος αρχαιοκάπηλος έζησε ένα άσχημο διαζύγιο που το ακολούθησε ο θάνατος του γιου του, ο οποίος αυτοκτόνησε, ενώ ο τρίτος της παρέας τρελάθηκε και τώρα αφηγείται ιστορίες για το πώς έκρυψε κάπου 40 βαρέλια με χρυσό.

Ο Bayırlar, που πούλησε τα αντικείμενα στο εξωτερικό, φέρεται επίσης να έχει περάσει φοβερές δυσκολίες στη ζωή του, και τελικά πέθανε με οδυνηρό τρόπο.