Μοναδικό κτιριακό συγκρότημα λόγω της ιδιαίτερης κατασκευής αλλά και της μνήμης που συνοδεύει την ιστορία του, καθώς πρόκειται για το μακροβιότερο υγειονομικό ίδρυμα της χώρας, το Λωβοκομείο της Χίου χαρακτηρίσθηκε χθες μνημείο από το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο και το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων του υπουργείου Πολιτισμού σε κοινή συνεδρίασή τους.

Εγκαταλελειμμένο σήμερα, με φθορές, βανδαλισμούς και κλοπές αντικειμένων και υλικών –τον περασμένο Απρίλιο άγνωστοι έκλεψαν από την εκκλησία του Αγίου Λαζάρου ασημοποίκιλτη εικόνα της Αγίας Υπακοής και άλλες εικόνες, καθώς και τα κηροπήγια του ναού– το συγκρότημα αποτελεί, όπως αναφέρθηκε στο συμβούλιο, σημαντική μαρτυρία για την ιστορία και την εξέλιξη της αρχιτεκτονικής των ειδικών νοσηλευτικών ιδρυμάτων στην Ελλάδα, ταυτόχρονα χώρο μνήμης και αναφοράς για την τοπική κοινωνία αλλά και τεκμήριο για την ιστορία της ιατρικής στη χώρα.

Το Λωβοκομείο, που η λειτουργία του σταμάτησε το 1959 είναι ίδρυμα ιδιωτικού δικαίου και τα οικήματα και η ακίνητη περιουσία του ανήκουν στον Οίκο Αγάπης, στο Διοικητικό Συμβούλιο του οποίου πρόεδρος είναι ο εκάστοτε Μητροπολίτης Χίου. Σημαντική είναι όμως η χρονολογία ίδρυσής του, το 1378, από τους Γενουάτες, που παρέμειναν στο νησί μεταξύ του 1346 και του 1566. Βρίσκεται στα βορειοδυτικά της πόλης της Χίου στην κοιλάδα του Σίφη σε 548 στρέμματα, ενώ οι εγκαταστάσεις του καταλαμβάνουν έκταση 1.820 τ.μ. Στη μακρά διάρκεια της λειτουργίας του μάλιστα, πολλά ονόματα δόθηκαν στην περιοχή για τον «εξορκισμό» της ασθένειας, όπως Αγία Υπακοή, Άγιος Λάζαρος, Καλό Χωριό, Ιερόν κατάστημα, «Μέσα κει», Λαζαρέτο, Λωβοχώρι. Η εμφάνιση της λέπρας στο νησί αποδίδεται από Έλληνες ιστορικούς σε μετανάστες ή αιχμαλώτους από την Ασία, ενώ κάποιοι Ευρωπαίοι περιηγητές αναφέρουν ότι οφειλόταν στα αλίπαστα ψάρια που κατανάλωνε ο χριστιανικός πληθυσμός στις ημέρες των νηστειών.

Το ίδρυμα συνέχισε να λειτουργεί και κατά την Τουρκοκρατία, μάλιστα Σουηδός περιηγητής που παρέμεινε στο νησί για δύο χρόνια (1711-1712) αναφέρει το λεπροκομείο ως «θαυμάσιο κτήμα». Το 1822, όταν η Χίος πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και οι κάτοικοί της σφαγιάσθηκαν, την ίδια τύχη είχαν και οι τρόφιμοι του ιδρύματος. Μερικά χρόνια αργότερα επαναλειτούργησε, αλλά οι συνθήκες για τους ασθενείς ήταν πλέον άθλιες. Ώσπου το 1881 ο μεγάλος σεισμός της Χίου καταστρέφει το συγκρότημα ολοσχερώς.

Οι πρώτες προσπάθειες για την ανοικοδόμησή του ξεκίνησαν από τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην έκκληση, που απευθύνθηκε προς τις μεγάλες χιώτικες οικογένειες που ζούσαν στο εξωτερικό να συνεισφέρουν, η ανταπόκριση ήταν μεγάλη. Ο έρανος συγκέντρωσε σχεδόν 4.000 λίρες Αγγλίας. Ο Μιλτιάδης Καλβοκορέσης, που πρωτοστατούσε στην προσπάθεια, ανέλαβε την ετήσια καταβολή 100 λιρών για τη διατροφή των ασθενών ενώ τον συνέδραμαν τρεις γιατροί. Ο Ροδοκανάκης, ο Δερμιτζάκης και ο Πιταούλης.

Η ανακαίνιση ολοκληρώθηκε το 1911 και τα νέα κτίρια ήταν υπερσύγχρονα, αντισεισμικά, με αλεξικέραυνο, με δίκτυα παροχής νερού στις κουζίνες και στα λουτρά και με αποχετευτικό σύστημα. Η νέα είσοδος απέκτησε μνημειώδη μορφή, οι θύρες και τα παράθυρα έχουν τοξωτή απόληξη και κεντρικό κλειδί, οι όψεις του κτιρίου είναι επιχρωματισμένες σε δύο αποχρώσεις, κεραμιδί και ώχρας με ενδιάμεσες σκοτίες, ενώ πλούσιος διάκοσμος υπάρχει και στους ενδιάμεσους χώρους που συνδέουν τις μονάδες. Άλλωστε τα υλικά που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του έφθασαν από το εξωτερικό: τα κολωνάκια της οροφής είχαν χυτευθεί στο Λονδίνο, τα κεραμίδια ήταν από τη Μασσαλία, ενώ τα τούβλα από τη Μικρά Ασία, πιθανότατα από τις Ερυθρές.

Αλλά και οι παροχές στους ασθενείς ήταν σημαντικές για την εποχή: Τα στρώματα είχαν φτιαχτεί στο Λονδίνο από κοκοφοίνικα για να αναπνέει το δέρμα, στο μπάνιο είχαν συνεχή ροή ζεστού νερού. Εφαρμόστηκαν επίσης διάφορες πρωτοποριακές θεραπείες για την καταπολέμηση της αρρώστιας.

Μεταξύ των κτισμάτων υπάρχουν επίσης ο στάβλος, το πλυντήριο, τα περιστύλια, στέρνες, κρήνη κ.λπ. αλλά και δύο εκκλησίες: η Παναγία της Αγίας Υπακοής η οποία καταστράφηκε το 1822 από τους Τούρκους, ανακατασκευάσθηκε αλλά κατέρρευσε το 1881 από το σεισμό και έκτοτε παραμένει ερειπωμένη, και ο Άγιος Λάζαρος. Αρχικά μάλιστα και οι δύο ήταν λατινικές, καθώς η ίδρυσή τους φαίνεται ότι έγινε από τους Γενουάτες, στη συνέχεια όμως αποδόθηκαν στην χριστιανική κοινότητα

Ο χαρακτηρισμός του Λωβοκομείου ως μνημείου δεν αρκεί ωστόσο για την προστασία του χώρου, καθώς απαιτούνται εκτεταμένες εργασίες συντήρησης ώστε να διασωθεί μέσα στο χρόνο, ενώ μία ενδεχόμενη νέα χρήση θα ήταν φυσικά το ιδανικότερο.