Κατηγορηματικός εμφανίστηκε ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού Παύλος Γερουλάνος, σε ό,τι αφορά τις αμφιβολίες που είχαν διατυπωθεί για τη γνησιότητα του έργου του Ρούμπενς «Το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου» που εντοπίστηκε πρόσφατα από την ΕΛ.ΑΣ. και τη διεύθυνση Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας.

«Το έργο αγοράστηκε ως Ρούμπενς, στους καταλόγους του Μουσείου της Γάνδης -όπου ανήκει- καταγράφεται ως έργο Ρούμπενς, εκλάπη ως έργο Ρούμπενς και η Ελληνική Πολιτεία θα παραδώσει το έργο αυτό στο Μουσείο της Γάνδης -που το έχει ταυτίσει με έργο του μεγάλου ζωγράφου» ξεκαθάρισε την Πέμπτη ο Παύλος Γερουλάνος στη διάρκεια κοινής συνέντευξης Τύπου με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη Χρ.Παπουτσή και τη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα.

«Είναι πολύ σπάνιο να ανακτηθούν κλεμμένα αυθεντικά έργα τέχνης. Ή ακόμα, περισσότερο, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να πρόκειται περί πλαστών αντιγράφων των έργων, με αποτέλεσμα μακρόχρονες και εντατικές έρευνες να «πέφτουν στο κενό» ή να οδηγούνται σε φιάσκο. Σε αυτή, όμως την υπόθεση, συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Είχαμε την ανάκτηση ενός σημαντικού πολιτιστικού, εικαστικού θησαυρού, μετά από δέκα ολόκληρα χρόνια» δήλωσε ο Χρ. Παπουτσής, σημειώνοντας:

«Η πολιτεία και η Ελληνική Αστυνομία είμαστε αποφασισμένοι να συνεχίσουμε από κοινού, τον διαρκή και επίπονο αγώνα μας, για την προστασία των αρχαιοτήτων μας, για την προστασία των πολιτιστικών θησαυρών απ’ όπου κι αν προέρχονται. Κάθε εύρημα, είτε είναι ελληνικής, είτε είναι ευρωπαϊκής είτε διεθνούς πολιτιστικής κληρονομιάς είναι στοιχείο του παγκόσμιου πολιτισμού».

Η ταύτιση της αυθεντικότητας του έργου έγινε από τις υπηρεσίες του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ το Μουσείο της Γάνδης επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για τον πίνακα που έχει καταγράψει στους καταλόγους του ως Ρούμπενς και είχε κλαπεί πριν δέκα χρόνια από τις αίθουσές του, με ένοπλη ληστεία.

«Το κυνήγι του Καλυδώνιου Κάπρου» ήταν από τα προσφιλή θέματα του κοσμοπολίτη Ρούμπενς και της αριστοκρατίας της εποχής, αφού το κυνήγι ήταν το αγαπημένο σπορ της αριστοκρατίας.

«Και επειδή είχε μεγάλη ζήτηση από τους πελάτες του, ιδιαίτερα για την διακόσμηση των κυνηγετικών περιπτέρων το είχε αποδώσει ζωγραφικά πολλές φορές» εξήγησε η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη-Πλάκα, επισημαίνοντας ότι ο πίνακας αποτελεί προσχέδιο με χρώμα πάνω σε ξύλο.

Αγοράστηκε το 1898 στο Λονδίνο από τους «Φίλους του Μουσείου της Χάγης» με επιχορήγηση από το λεγόμενο τότε υπουργείο Πολιτισμού, με το τεράστιο ποσό για την εποχή των 250.000 στερλίνων Αγγλίας. Το 1910 παρουσιάστηκε στα Βασιλικά Μουσεία των Βρυξελλών.

«Από το 1898 δεν έχει βγει ποτέ ξανά στην αγορά, γι’ αυτό και δεν είμαι σε θέση να σας πω την χρηματική αξία του πίνακα» απάντησε σε σχετική ερώτηση δημοσιογράφων ο πρεσβευτής του Βελγίου στην Αθήνα.

Ως προς την αυθεντικότητα του πίνακα, ο ίδιος απάντησε ότι σύμφωνα με ενημέρωσή του από το Μουσείο της Χάγης «πρόκειται για έργο από το εργαστήριο του Ρούμπενς, με βάση σχέδιο του μεγάλου δάσκαλου». Και όπως δηλώνει η  Μαρίνα Λαμπράκη -Πλάκα, «oι μαθητές στο εργαστήριο δεν έκαναν προσχέδια».

Όπως και να έχει «δεν αποτελεί δική μας δουλειά να ταυτίσουμε την αυθεντικότητα του πίνακα», συμφώνησαν όλοι οι ομιλητές. Άλλωστε και η Ιντερπόλ ως πίνακα του Ρούμπενς τον αναζητούσε».

Η σημασία του έργου είναι μεγάλη όπως και η επιτυχία της ελληνικής αστυνομίας και της Διεύθυνσης Δίωξης Αρχαιοκαπηλίας του ΥΠΠΟΤ, τόνισε ο πρεσβευτής του Βελγίου, ευχαριστώντας την ελληνική πολιτεία.