Ένα παλιό, νεοκλασικίζον στη μορφή κτίριο στην αρχή της οδού Ερατοσθένους, δίπλα στον ιερό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, πρόκειται να στεγάσει, έπειτα από ριζική ανακατασκευή και επέκταση, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή στην Αθήνα. Με συνολική επιφάνεια που θα ανέρχεται περίπου σε 7.000 τ.μ., με τις προδιαγραφές που απαιτούνται σήμερα από ένα σύγχρονο μουσείο και –το σημαντικότερο– με τις σχετικές εγκρίσεις και άδειες να βρίσκονται πλέον σε καλό δρόμο, η περιπέτεια της δημιουργίας του φαίνεται να τελειώνει οριστικά.

Δεκαεννέα χρόνια έχουν περάσει από την πρώτη αναγγελία της ίδρυσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, σε σχέδια μάλιστα του φημισμένου αρχιτέκτονα Μινγκ Πέι (αλλά σε ένα χώρο όπου γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι έκρυβε το Λύκειο του Αριστοτέλη), αλλαγές και τροποποιήσεις έγιναν στο μεταξύ, καθώς και διαμαρτυρίες αναφορικά με τις διάφορες χωροθετήσεις του κτιρίου. Τώρα όμως όλα αυτά έχουν καταλαγιάσει.

Μπορεί το μουσείο να μην έχει πλέον την υπογραφή του Πέι ούτε να βρίσκεται σε περίοπτη θέση, με την ανέγερσή του ωστόσο στεγάζεται μια συλλογή που θεωρείται από τις σημαντικότερες διεθνώς. Έργα μεγάλων καλλιτεχνών, όπως των Πικάσο, Τζιακομέτι, Σαγκάλ, Σεζάν, Βαν Γκογκ, Καντίνσκι, Τζάκσον Πόλοκ, Φράνσις Μπέικον και Κλέε, θα φιλοξενηθούν στις αίθουσές του, ενώ περιοδικές εκθέσεις διεθνούς επιπέδου αναμένονται επίσης κατά το πρότυπο της λειτουργίας του μουσείου στην Άνδρο.

Σε 1.255 τ.μ. θα αναπτυχθεί η μόνιμη συλλογή του Ιδρύματος Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή, 450 τ.μ. καταλαμβάνει η αίθουσα περιοδικών εκθέσεων, ενώ αμφιθέατρο 222 θέσεων και χώρος πολλαπλών εκδηλώσεων, αναψυκτήριο, κατάστημα, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο συνθέτουν το μουσείο.

«Το εξωτερικό κέλυφος του παλαιότερου κτίσματος επί της Ερατοσθένους 13 και Αγίου Σπυρίδωνος διατηρείται και το νέο μουσείο τοποθετείται μέσα σε αυτό ως προσθήκη καθ’ ύψος, ενώ επεκτείνεται και στο όμορο οικόπεδο που βρίσκεται στον πεζόδρομο του Αγίου Σπυρίδωνα με το οποίο γίνεται συνένωση» λέει ο αρχιτέκτονας Αλέξης Βικέλας, ο οποίος έχει αναλάβει τη μελέτη του κτιρίου, και προσθέτει ότι «η αποκατάσταση του παλαιού τριώροφου νεοκλασικού κελύφους θα διατηρήσει όλα τα στοιχεία που έχουν αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον, ενώ η σύγχρονη προσθήκη θα είναι ένας λιτός, ορθογώνιος όγκος με καθαρές γραμμές που θα βρίσκεται σε υποχώρηση ως προς το διατηρητέο κτίσμα». Ο στόχος είναι άλλωστε το παλιό και το νέο κτίριο να μην «ανταγωνίζονται» μεταξύ τους.

Το νέο συναντά το παλιό

Ισόγειο, ημιώροφος, πέντε όροφοι και πέντε υπόγεια θα αναπτυχθούν πίσω και πάνω από το παλαιό κτίριο. Η κύρια είσοδος του μουσείου θα βρίσκεται στον πεζόδρομο του Αγ. Σπυρίδωνος, όπου θα βρίσκεται και μία ακόμη, δευτερεύουσα. Το κτίριο θα διαθέτει δύο κλιμακοστάσια με γυάλινους ανελκυστήρες και με την πίσω όψη τους στην αυλή του μουσείου από όπου θα εισέρχεται άπλετο φως.

Πωρόλιθος χρώματος μπεζ και υαλοστάσια αλουμινίου είναι τα υλικά που θα χρησιμοποιηθούν στις όψεις της επέκτασης, φεγγίτες προβλέπονται στο ύψος της ψευδοροφής και στη στέψη του κτιρίου μια μετόπη ως αρχιτεκτονικό τελείωμα. Όσον αφορά το παλιό κτίριο, «όλα τα διακοσμητικά στοιχεία των όψεων (φουρούσια, κορνίζες και γείσα) θα αποκατασταθούν στην αρχική τους μορφή» διαβεβαιώνει ο κ. Βικέλας. Θα καθαιρεθούν όμως τα ξύλινα κουφώματα μαζί με τα εξώφυλλα και τους κοινούς υαλοπίνακες για να αντικατασταθούν με σύγχρονα. «Αλλά πριν από οτιδήποτε άλλο επιβάλλεται η δομική αποκατάσταση αυτού του κτίσματος, που αντιμετωπίζει σοβαρά στατικά προβλήματα σε συνδυασμό με πολύ υψηλή διάβρωση» προσθέτει ο ίδιος. Επιπλέον στον πεζόδρομο θα γίνουν επεμβάσεις για τη διευκόλυνση των ατόμων με ειδικές ανάγκες, ενώ προτείνεται και γενικότερη αναμόρφωση της ανηφορικής πλατείας.

Όλα για τον επισκέπτη

Από την είσοδο ο επισκέπτης θα εισέρχεται στο χώρο όπου θα υπάρχουν το εκδοτήριο εισιτηρίων, το γραφείο παροχής πληροφοριών και η ασφάλεια. Στα δεξιά της εισόδου διαμορφώνεται μικρό καθιστικό και στα αριστερά χώρος για τη συγκέντρωση ομάδων ξενάγησης. Δίπλα στο φουαγέ θα βρίσκονται το κατάστημα, το βεστιάριο και οι χώροι υγιεινής, ενώ στον ημιώροφο θα λειτουργεί η καφετέρια, η οποία θα επεκτείνεται και στον εξωτερικό χώρο, που θα διαμορφωθεί με φύτευση, καθιστικά και στοιχεία νερού.

Οι μόνιμες εκθέσεις με τις συλλογές του μουσείου θα αναπτυχθούν σε τέσσερις ορόφους και, όπως λέει ο διευθυντής του μουσείου Κυριάκος Κουτσομάλλης, περί τα 150 έργα της συλλογής θα εκτεθούν σε αυτές. Στον πέμπτο όροφο εξάλλου θα βρίσκονται τα γραφεία της διοίκησης και άλλοι βοηθητικοί χώροι.

Οι περιοδικές εκθέσεις του μουσείου στις οποίες θα δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα θα παρουσιάζονται στο πρώτο υπόγειο. Στο δεύτερο διαμορφώνεται η βιβλιοθήκη (και ψηφιακή), καθώς και το αναγνωστήριο. Στο τρίτο υπόγειο βρίσκεται το αμφιθέατρο με παρασκήνια, βοηθητικούς χώρους, βεστιάριο, φουαγέ και χώρο πολλαπλών εκδηλώσεων, στο τέταρτο οι αποθηκευτικοί χώροι για έργα τέχνης και εργαστήρια, ενώ στο πέμπτο μικρό πάρκινγκ.

Μια ζωή πλούσια σε χρήμα και τέχνη

Ανδριώτης εφοπλιστής εκείνος, Αθηναία εκείνη. Ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή συναντήθηκαν στη Νέα Υόρκη, όπου η εξαιρετικής ομορφιάς γόνος της οικογένειας Καραδόντη είχε πάει για σπουδές και αυτός ασχολούνταν με τις οικογενειακές ναυτιλιακές επιχειρήσεις. Παντρεύτηκαν το 1950 και έζησαν αρχικά στη Νέα Υόρκη, αλλά από το 1965 στο Παρίσι και στη Λωζάννη, ενώ η κοινή τους αγάπη για την τέχνη φάνηκε γρήγορα και έμπρακτα.

Και οι δύο ήταν μέλη πολλών μουσείων της Ευρώπης και της Αμερικής, καθώς και χορηγοί τέχνης. Στον περίγυρό τους δεν βρίσκονταν μόνο άτομα της δικής τους κοινωνικής θέσης αλλά και καλλιτέχνες, συγγραφείς, άνθρωποι από το χώρο του πολιτισμού. Το επόμενο βήμα, η συλλογή έργων τέχνης, έμοιαζε αναπόφευκτο. Και πράγματι ο Βασίλης και η Ελίζα Γουλανδρή δημιούργησαν μια συλλογή με έργα που υπογράφουν οι σημαντικότεροι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα.

Το 1979 ίδρυσαν το Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή με σκοπό να ενισχύσουν τις εικαστικές τέχνες. Τον ίδιο χρόνο εγκαινιάστηκε στην Άνδρο το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το οποίο από το 1986 φιλοξενεί κάθε καλοκαίρι εκθέσεις μεγάλων καλλιτεχνών, Ελλήνων και ξένων. Πριν από αυτό, το 1981, είχε χτιστεί με χορηγία του Ιδρύματος το Αρχαιολογικό Μουσείο Άνδρου.

Επόμενος στόχος ήταν η δημιουργία μουσείου στην Αθήνα προκειμένου να στεγαστεί η συλλογή του Ιδρύματος, αλλά αυτό δεν κατέστη δυνατόν όσο οι δυο τους βρίσκονταν στη ζωή. Ο Βασίλης Γουλανδρής πέθανε το 1994 και η Ελίζα το 2000. Έκτοτε πρόεδρος του Ιδρύματος είναι η ανιψιά της Ελίζας Φλερέτ Π. Καραδόντη.

Αρχαίες και νέες περιπέτειες

Όταν το 1992, επί κυβερνήσεως Μητσοτάκη, παραχωρούνταν στο Ίδρυμα Βασίλη και Ελίζας Γουλανδρή οικόπεδο επί της οδού Ρηγίλλης προκειμένου να ανεγερθεί Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί την εξέλιξη που θα είχε η υπόθεση: τέσσερις συνολικά προσπάθειες για την εξεύρεση κατάλληλου χώρου θα απέβαιναν άκαρπες, αρχαιότητες θα εντοπίζονταν, νομοθετικά κωλύματα θα έβαζαν εμπόδια, διαμαρτυρίες και δικαστικές διαμάχες θα προέκυπταν και εν τω μεταξύ οι συλλέκτες θα είχαν αποβιώσει.

Οι πρώτες ενστάσεις διατυπώθηκαν αμέσως με την ανακοίνωση της παραχώρησης αυτού του οικοπέδου στο πιο ακριβό σημείο της Αθήνας, πόσω μάλλον που το μουσείο θα ανήκε στο Ίδρυμα χωρίς να έχει κανέναν λόγο το κράτος στη διοίκησή του. Αρχικώς διασκεδάστηκαν, ωστόσο, δεδομένης της τεράστιας αξίας της συλλογής την οποία οι δωρητές υποσχέθηκαν να φέρουν στην Ελλάδα και της δημοσίευσης των σχεδίων του διάσημου αρχιτέκτονα Μινγκ Πέι για ένα μουσείο 10.000 τ.μ. και κόστους 27 εκατ. ευρώ. Γρήγορα όμως σοβαρές αντιρρήσεις διατυπώθηκαν από τον Δήμο Αθηναίων –ο οποίος ήθελε το οικόπεδο χώρο πρασίνου– αλλά και από τις πολεοδομικές υπηρεσίες, ενώ κάτοικοι προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας. Σαν να μην έφθαναν αυτά, η αρχαιολογική έρευνα που έγινε στο οικόπεδο για να διαπιστωθεί αν μπορούσε να οικοδομηθεί έφερε στο φως το 1996 τα κατάλοιπα του Λυκείου του Αριστοτέλη. Παρ’ όλα αυτά, το Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο δέχθηκε τη συνύπαρξη του μουσείου με τα αρχαία, όχι όμως και η Ελίζα Γουλανδρή, αφού ο χώρος που απέμενε ήταν μικρός.

Με την ίδια αιτιολογία η συλλέκτρια απέρριψε και την πρόταση χωροθέτησης στο γνωστό σκάμμα Καραμανλή δίπλα στο Πολεμικό Μουσείο. Ακολούθησε μια βραχύβια ιδέα ανέγερσης του κτιρίου στο Μετς και, τέλος, διατυπώθηκε η πρόταση για το οικόπεδο της Ριζάρη, για να επαναληφθεί όμως ο ίδιος κύκλος διαμαρτυριών, προσφυγών και εν τέλει ακύρωσης της παραχώρησης από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Όταν εν τέλει με σχέδιο νόμου του Ευάγγελου Βενιζέλου, υπουργού Πολιτισμού το 2002, ρυθμίστηκαν τα νομικά προβλήματα και η παραχώρηση έγινε εκ νέου, η Ελίζα Γουλανδρή είχε πεθάνει. Έκτοτε τίποτε ως το 2009 που το Ίδρυμα ανακοίνωσε την αγορά του κτιρίου της οδού Ερατοσθένους.

Το σκότος πάντως γύρω από το ακριβές περιεχόμενο της συλλογής αλλά και το καθεστώς στο οποίο βρίσκεται όχι μόνο δεν βοήθησε στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος όλα αυτά τα χρόνια σχετικά με το αίτημα παραχώρησης κρατικού κτήματος αλλά, αντίθετα, προκάλεσε την καχυποψία. Η «μυθική» συλλογή άρχισε να αντιμετωπίζεται με επιφυλακτικότητα. Στις φήμες μάλιστα ότι το Ίδρυμα δεν είναι σε θέση να φέρει στην Ελλάδα τα σπουδαία έργα τέχνης που διαθέτει αλλά θα παραμείνουν σε ελβετικές τράπεζες είχαν συντελέσει και σχετικοί υπαινιγμοί από επίσημα χείλη. Από την άλλη, η αξία της σήμερα, σύμφωνα με πρόσφατο ξένο δημοσίευμα, υπολογίζεται στο μισό δισ. ευρώ. Την ίδια στιγμή όμως νέες φήμες κυκλοφορούν για πωλήσεις έργων της συλλογής.

Είναι 500, 300 ή 200 τα έργα, ήταν το ερώτημα προς τον διευθυντή του Μουσείου Κυριάκο Κουτσομάλλη. Εκείνος αρνείται να απαντήσει επικαλούμενος απόφαση του ΔΣ να μη δίνονται στη δημοσιότητα τέτοιες πληροφορίες. Και τώρα πλέον, που το μουσείο θα είναι καθαρά ιδιωτικό, δεν υποχρεούται να το πράξει. Παρ’ όλα αυτά, επισημαίνει ότι ο κατάλογος των έργων βρίσκεται κατατεθειμένος στο υπουργείο Πολιτισμού εδώ και χρόνια. «Υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας έργων πρώτης τάξης, ενώ υπάρχει και ένας μεγάλος αριθμός γύρω από αυτά» λέει.