Δεν γνωρίζουμε ακόμα γιατί η προϊστορική γυναίκα, τον σκελετό της οποίας εντόπισαν οι Έλληνες αρχαιολόγοι στην πόλη των Αρβύλων, τοποθετήθηκε στην τελευταία της κατοικίας με το πρόσωπο στραμμένο προς τα κάτω. Θα χρειαστούν αρκετά χρόνια ερευνών για να διαπιστώσουμε αν το θραύσμα αττικού αγγείου του 4ου π. Χ. αιώνα είχε κάποια σχέση με την κάθοδο των Μυρίων, που εξιστορεί τόσο λεπτομερώς ο Ξενοφώντας. Είναι όμως σχεδόν βέβαιο ότι οι ανασκαφές, που πραγματοποιεί ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών στην αυτόνομη περιφέρεια του Κουρδιστάν, στο βόρειο Ιράκ, θα έχουν ως αποτέλεσμα σημαντικά ευρήματα, ενώ δεν αποκλείεται να αποτελέσουν σημείο αναφοράς για την αρχαιολογία της ευρύτερης -και σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητης- περιοχής.

Οι πρώτες έρευνες διενεργήθηκαν τον Απρίλιο υπό τη διεύθυνση του λέκτορα αρχαιολογίας ανατολικών πολιτισμών Κωνσταντίνου Κοπανιά, και σχεδιάζεται να συνεχιστούν το ερχόμενο φθινόπωρο. Παράλληλα, ομάδα ιστορικών του Πανεπιστημίου, με επικεφαλής τον καθηγητή Κωνσταντίνο Μπουραζέλη, έχει αναλάβει να καταγράψει τις ελληνιστικές και ρωμαϊκές αρχαιότητες στο βόρειο Ιράκ, αλλά και να αναζητήσει το πεδίο της μάχης των Γαυγαμήλων κατά παραγγελία του κυβερνήτη των Αρβύλων, ο οποίος αντιλαμβάνεται τα οφέλη που μπορεί να έχει μια τέτοια ανακάλυψη για την ανάπτυξη της περιοχής. Μία προκαταρκτική έρευνα διεξήγαγαν ήδη ο Θάνος Σίδερης του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και ο Κλεάνθης Ζουμπουλάκης του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Ίχνη αγροικίας:

Απέραντες πεδιάδες σπαρμένες με αμέτρητα θραύσματα αρχαίας κεραμικής και τεχνητοί λόφοι δημιουργημένοι από αλλεπάλληλες περιόδους κατοίκησης συνθέτουν έναν αρχαιολογικό παράδεισο, σε έναν τόπο που αγωνίζεται να απαλλαχθεί από τα φορτία του αιματηρού του παρελθόντος. Η Μεσοποταμία διένυε ήδη τη Χαλκολιθική Εποχή όταν οι κάτοικοι του Ευρωπαϊκού χώρου δεν είχαν ακόμα αρχίσει να πειραματίζονται με τη χρήση του μετάλλου, ενώ στις εύφορες πεδιάδες της περιοχής πιστεύεται ότι ξεκίνησε για πρώτη φορά η γεωργία. Τον περασμένο Μάιο, η 14μελής ελληνική ομάδα επικέντρωσε την προσοχή της στη μικρότερη από τις δύο θέσεις, τις οποίες έχει την άδεια να διερευνήσει. Το Tell Nader- tell σημαίνει λόφος, ενώ Nader Mohammed είναι το όνομα του αρχαιολόγου που τον ανακάλυψε- μέσα στα όρια της πόλης Erbil, σώθηκε την τελευταία στιγμή πριν οικοδομηθεί. Τα ανώτερα στρώματα χώματος είχαν ήδη αφαιρεθεί από εκσκαφέα, έτσι σε ελάχιστο βάθος η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τα ίχνη μιας αγροικίας, που εκτιμάται ότι ήταν σε χρήση από την ύστερη 6η ώς τα τέλη της 2ης π.Χ. χιλιετίας.

Εντός των ορίων του οικισμού ανακαλύφθηκαν υπολείμματα εστιών, αποθηκευτικοί χώροι επενδεδυμένοι με πηλό για την προστασία των περιεχομένων τους από τα τρωκτικά, τάφοι, πέντε πήλινα ειδώλια ζώων, περισσότερα από 18.000 θραύσματα αγγείων και σχεδόν 3.000 λίθινα αντικείμενα. Ανάμεσά τους και ορισμένα εργαλεία από οψιανό, γεγονός που μαρτυρά ότι οι κάτοικοι του οικισμού είχαν εμπορικές σχέσεις με τόπους εξόρυξης του ηφαιστειογενούς πετρώματος. Οστά οικόσιτων ζώων – αιγοπροβάτων, χοίρων, σκύλων κ. ά. – μαρτυρούν ότι οι κάτοικοι του οικισμού μάλλον επιδίδονταν στην κτηνοτροφία, ενώ ορισμένα μικρά πήλινα αντικείμενα δεν αποκλείεται να ήταν λογιστικά σύμβολα. Αρχιτεκτονικά κατάλοιπα δεν έχουν ακόμα έρθει στο φως, όλα όμως δείχνουν ότι κάτι τέτοιο είναι μόνο θέμα χρόνου. «Θέσεις αυτής της περιόδου δεν έχουν ερευνηθεί συστηματικά στην ευρύτερη περιοχή», υπογραμμίζει ο κ. Κοπανιάς, γι’ αυτό και η συγκεκριμένη ανασκαφή μπορεί να αποτελέσει σημείο αναφοράς για μετέπειτα έρευνες.

Ο πρώτος σκελετός, θαμμένος μέσα σε ένα αγγείο, εντοπίστηκε τυχαία στη θέση Tell Nader λίγο πριν καταφτάσουν στο Κουρδιστάν οι Έλληνες ανασκαφείς. Οι Κούρδοι αρχαιολόγοι μετέφεραν τα οστά στο τοπικό μουσείο, όμως κατάχωσαν ξανά το σπασμένο αγγείο «αφού δεν διέθεταν συντηρητές για να το συγκολλήσουν». Ο δεύτερος σκελετός -πιθανότατα μιας ενήλικης γυναίκας-, ανακαλύφθηκε λίγο αργότερα, μέσα σε έναν στρογγυλό τάφο. Χιλιάδες χρόνια μετά τον ενταφιασμό της, ταξίδεψε στην Ελλάδα για να μελετηθεί από τη δρα Sherry Fox, διευθύντρια του Εργαστηρίου Wiener της Αμερικανικής Σχολής Κλασσικών Σπουδών στην Αθήνα, πριν επιστρέψει ξανά στα πάτρια εδάφη.

Μέσα στους επόμενους μήνες, οι μελετητές θα έχουν περισσότερα στοιχεία για την ηλικία και τα αίτια θανάτου της νεκρής, καθώς και την ακριβή χρονολόγησή της. Ίσως, όμως, να μη μάθουμε ποτέ τι είδους ατύχημα ή επίθεση ευθύνεται για τη μεγάλη οπή στο κρανίο της, που όμως επουλώθηκε φυσικά και δεν σχετίζεται με τον θάνατο της, ή γιατί τοποθετήθηκε στην τελευταία της κατοικία σε αυτήν την παράξενη στάση. Εκτός από τον σκελετό, στο εξωτερικό ταξίδεψαν επίσης φυτικά κατάλοιπα και άλλα ευρήματα, για να μελετηθούν από ειδικούς σε πανεπιστήμια και ερευνητικά ιδρύματα ανά τον κόσμο. « Όταν ολοκληρωθούν οι έρευνες, θα έχουμε μία πλήρη εικόνα της καθημερινής ζωής της περιόδου», εξηγεί ο υπεύθυνος της ανασκαφής.

Αττικό όστρακο στο Κουρδιστάν:

Tο μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τουλάχιστον για το ευρύ κοινό, παρουσιάζει η δεύτερη και μεγαλύτερη αρχαιολογική θέση, όπου δεν έχουν ακόμα ξεκινήσει οι ανασκαφές. Ο λόφος Tell Baqtra, 28 χλμ. νότια του Erbil και ύψους 20 μ., πιθανότατα κατοικήθηκε σχεδόν αδιάλειπτα από την 6η χιλιετία π.Χ. ώς τους ισλαμικούς χρόνους και στο εσωτερικό του εκτιμάται ότι κρύβονται αρχιτεκτονικά κατάλοιπα των διαδοχικών φάσεων ενός ολόκληρου αστικού κέντρου. Σε κοντινή απόσταση, ο Θάνος Σίδερης εντόπισε ένα αττικό όστρακο, προερχόμενο πιθανότατα από οινοχόη του πρώτου μισού του 4ου αιώνα π.Χ. Η ανακάλυψη έγινε εντελώς τυχαία, αφού η ελληνική ομάδα δεν βρισκόταν στην περιοχή για να αναζητήσει ελληνικά ευρήματα. «Ο συσχετισμός του οστράκου με τους Μυρίους του Ξενοφώντα είναι ένα ιδιαίτερα δελεαστικό σενάριο, αν και οπωσδήποτε είναι πάρα πολύ νωρίς για τέτοιου είδους συμπεράσματα», υπογραμμίζει ο κ. Κοπανιάς. Πάντως, σύμφωνα με τις περιγραφές του αρχαίου ιστορικού, οι Ελληνες μισθοφόροι περιπλανήθηκαν στις αχανείς πεδιάδες του σημερινού Κουρδιστάν, αφού δεν είχαν την επιλογή να επιστρέψουν στην πατρίδα από την πεπατημένη οδό, που ακολουθούσε τον ρου του ποταμού Ευφράτη. Αντί αυτής, πέρασαν τον ποταμό Λύκο (Zab), λίγα χιλιόμετρα από τη θέση Tell Baqtra, και στη συνέχεια κινήθηκαν σχεδόν παράλληλα με τον Τίγρη πριν διασχίσουν τα δύσβατα βουνά της γης των Καρδούχων, τους οποίους πολλοί σύγχρονοι Κούρδοι θεωρούν προγόνους τους.

Οι Κούρδοι θέλουν την ελληνική τεχνογνωσία:

Πλέον, ένας από τους ασφαλέστερους προορισμούς στη Μέση Ανατολή, το Κουρδιστάν, γνωρίζει πρωτόγνωρη οικονομική ανάκαμψη, όπως καταδεικνύει ήδη η παρουσία πλήθους ξένων εταιρειών στην περιοχή. Αισθητή είναι ώς τώρα η απουσία της χώρας μας, μολονότι οι τοπικές αρχές είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές – αυτό τουλάχιστον έσπευσαν να επισημάνουν τα μέλη της υψηλόβαθμης κουρδικής αποστολής που ήρθε στην Ελλάδα τον περασμένο μήνα με αφορμή την ολοκλήρωση της πρώτης ανασκαφικής περιόδου. «Θέλουμε να έρθουν ελληνικές εταιρείες», τόνισαν ο ένας μετά τον άλλον ο προϊστάμενος της Γενικής Διεύθυνσης, Abubaker Othman Zendin, ο προϊστάμενος της Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων, Haider Hassan Hussein, ο προϊστάμενος Διεύθυνσης Μουσείων, Nader Babakr Mohammed, και ο νομικός σύμβουλος της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων της Περιφέρειας Κουρδιστάν, Kaifi Mustafa Ali. Εντυπωσιασμένοι από τη δουλειά που έχει γίνει στην Ελλάδα όσον αφορά την ανάδειξη της πολιτισμικής κληρονομιάς, θεωρούν ότι μια ελληνοκουρδική συνεργασία θα τους βοηθούσε να αποκτήσουν την απαραίτητη τεχνογνωσία, έτσι ώστε να ξεκινήσουν εντατικά έργα στον τομέα του πολιτισμού – αρχαιολογικές έρευνες, συντηρήσεις μνημείων και δημιουργία μουσείων, αλλά και ανασκαφές πριν από την πραγματοποίηση μεγάλων δημοσίων έργων.

Όσον αφορά τις ανασκαφές του Πανεπιστημίου Αθηνών, πολύ θετικά έχει εξελιχθεί μέχρι στιγμής η συνεργασία των δύο χωρών, τον θεμέλιο λίθο τη οποίας έθεσε ο τότε υπεύθυνος -και μοναδικός υπάλληλος- του ελληνικού Γραφείου Οικονομικών και Εμπορικών Υποθέσεων στο Erbil, Νίκος Δούκας. Σήμερα, ο κ. Δούκας έχει επιστρέψει στην Ελλάδα με απόφαση του υπουργείου Εξωτερικών, χωρίς ωστόσο να έχει οριστεί αντικαταστάτης του. Ούτε, φυσικά, υπάρχουν σχέδια για την ίδρυση ελληνικού προξενείου στο ιρακινό Κουρδιστάν, όπου δραστηριοποιούνται ήδη αρκετά κράτη της Ευρώπης και όχι μόνο. Μάλιστα, η Τουρκία έχει ήδη εξελιχθεί στον σημαντικότερο εμπορικό εταίρο της περιφέρειας του Κουρδιστάν, ενώ πρόσφατα ο Ταγίπ Ερντογάν εγκαινίασε το νέο αεροδρόμιο των Αρβήλων. Μόνη επίσημη ελληνική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή είναι η πρεσβεία της Βαγδάτης, η οποία υποστήριξε εμπράκτως το έργο της ελληνικής αποστολής.

Χάρη στις προσπάθειες του Έλληνα πρέσβη, δρος Μερκούριου Καραφωτιά, η ομάδα του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν η μοναδική ξένη αρχαιολογική αποστολή που κατόρθωσε να λάβει άδεια για τη διενέργεια ανασκαφών και από την κεντρική κυβέρνηση του Ιράκ. Είναι, επίσης, η μόνη στην οποία επετράπη να εξαγάγει ευρήματα από το Κουρδιστάν για να τα μελετήσει. «Σε άλλους δεν επιτρέπουν ούτε καν να μετακινήσουν τα εκθέματα από το μουσείο», αναφέρει ο κ. Κοπανιάς. Πρόκειται, ίσως, για μιας μορφής αναγνώριση του σεβασμού που έχουν μέχρι τώρα δείξει οι Έλληνες ερευνητές προς τις κουρδικές αρχές αλλά και προς τις ίδιες τις αρχαιότητες της χώρας.

Tυχοδιωκτικές αποστολές

Στο παρελθόν, κάποιες αρχαιολογικές αποστολές έχουν ακολουθήσει πιο τυχοδιωκτικές πρακτικές, εκμεταλλευόμενες την απουσία ελεγκτικών μηχανισμών για να αναζητήσουν «μεγάλα» ευρήματα, όπως επιγραφές ή πολύτιμα μέταλλα, χρησιμοποιώντας πρόχειρες μεθόδους που δύνανται να καταστρέψουν ολόκληρα αρχαιολογικά στρώματα.

Η ανασκαφή χρηματοδοτήθηκε εν μέρει από το Πανεπιστήμιο Αθηνών και τα υπουργεία Εξωτερικών και Πολιτισμού, όμως σημαντική ήταν η συμβολή γνωστών πανεπιστημίων της Ευρώπης και της Αμερικής, αλλά και ιδιωτικών εταιρειών – η Viking Hellas, η εταιρεία που συνδέει την Αθήνα με το Κουρδιστάν, ανέλαβε τη μεταφορά της αποστολής, ενώ το Πλαίσιο προσέφερε φορητούς υπολογιστές. «Το κόστος της ανασκαφής ήταν ίσο ή και μικρότερο με μία αντίστοιχη που θα πραγματοποιούσαμε στην Ελλάδα με λιγότερους εργάτες», τονίζει ο κ. Κοπανιάς.