Δημοφιλές –έσπασε γρήγορα τα ρεκόρ επισκεψιμότητας για τα ελληνικά δεδομένα– αλλά και αμφιλεγόμενο όσο λίγα το Νέο Μουσείο Ακρόπολης, είτε για τη θέση του είτε για την αρχιτεκτονική του είτε για τον τρόπο µε τον οποίο είναι εκτεθειμένα τα αριστουργήματά του, βρέθηκε και πάλι στο μικροσκόπιο, έναν μήνα πριν σβήσει το δεύτερο κεράκι στην τούρτα των γενεθλίων του, στο συμπόσιο «Μουσείο Ακρόπολης: Ιδεολογία, Μουσειολογία, Αρχιτεκτονική» στο Μουσείο Μπενάκη.

Το δάσος των μπετονένιων κιόνων δίπλα στα μόλις 1,5 µ. αρχαϊκά γλυπτά. Το ύψος της αίθουσας του Παρθενώνα. Οι στριμωγμένες στο μπαλκόνι Καρυάτιδες και το αέτωμα του Εκατομπέδου. Οι χαμηλές βιτρίνες και οι πινακίδες που πρέπει ο επισκέπτης να γονατίσει για να διαβάσει και οι ψηλές βιτρίνες που φτάνουν σε ύψος τα 4 µ. καθιστώντας αθέατα τα ευρήματα. Ο αρχαιολογικός υπομνηματισμός των εκθεμάτων που μοιάζει ακατανόητος για τον απλό επισκέπτη. Το άπλετο φως που ισοπεδώνει τα γλυπτά. Η έλλειψη προσανατολισμού των επισκεπτών που κρύβει τον κίνδυνο να περάσουν σπουδαία έργα χωρίς να τα προσέξουν.

Και τελικά η αποθέωση του βλέμματος χωρίς όμως να δίνει ερμηνείες για τα εκθέματα είναι µόνο μερικές από τις ενστάσεις που διατύπωσαν οι 36 ειδικοί επιστήμονες, οι οποίοι έδωσαν το «παρών» στο διεθνές συμπόσιο που διοργάνωσαν το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης μαζί µε τα μουσεία Ακρόπολης, Κυκλαδικής Τέχνης, Μπενάκη, το Ίδρυμα Fullbright, την Εταιρεία Ελλήνων Μουσειολόγων και το ελληνικό τμήμα του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων υπό την αιγίδα του υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.

«Το μουσείο θεωρείται πετυχημένο γιατί συνεχίζει να έχει μεγάλη επισκεψιμότητα, παρότι για τη δημιουργία του δεν απαιτήθηκε από τα αρμόδια όργανα ό,τι κατά τα τελευταία χρόνια κρίνεται απαραίτητο για κάθε άλλο μουσείο. Δηλαδή, η έγκαιρη σύνταξη μουσειολογικής και μουσειογραφικής μελέτης, ώστε εξαρχής ο δημιουργός του να είναι βέβαιος για το πού, πώς και γιατί τοποθετείται το κάθε έκθεμα μέσα στο μουσείο. Όταν μάλιστα το κέλυφος δεν προϋπάρχει ως διατηρητέο για να πάρει δεύτερη χρήση, αλλά σχεδιάζεται ειδικώς για να αναδείξει τη συγκεκριμένη συλλογή, τότε το εγχείρημα γίνεται ακόμη πιο εύκολο», επεσήμανε η γενική διευθύντρια του Πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς Ασπασία Λούβη-Κίζη.

«Πώς θα ήταν το μουσείο, δηλαδή, αν εξαρχής συνεργάζονταν αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες, μουσειολόγοι, μουσειογράφοι για να αντιμετωπίσουν π.χ. το δάσος των μπετονένιων κιόνων µε τεράστιες διατομές, που κατά πολλούς παραπέμπουν στους κίονες των ναών της Ακρόπολης όταν ακόμα ήταν στο στάδιο του σχεδιασμού, γνωρίζοντας ότι εκεί επρόκειτο να τοποθετηθούν τα αρχαϊκά αγάλματα, των οποίων το ύψος δεν ξεπερνάει το 1,5 µ. Αυτά τα μικρά αριστουργήματα βρίσκονται στον πρώτο όροφο του μουσείου, εκεί όπου σπαταλήθηκε το ύψος των 9 µ., χωρίς αυτό να συμβάλλει στην ανάδειξη των εκθεμάτων», συνέχισε η κ. Λούβη.

Το πολύπαθο –μέχρι να ολοκληρωθεί– μουσείο, τη θέση του, τη σχέση του µε την πόλη και τις καινοτομίες του, υπεράσπισαν ο πρόεδρός του Δημήτρης Παντερμαλής, ο αρχιτέκτονάς του Μπερνάρ Τσουμί –που δήλωσε για ακόμη µία φορά πως δεν είχε ως στόχο να ανταγωνιστεί τον Παρθενώνα– αλλά και αρχαιολόγοι που έχουν εργαστεί στο ΝΜΑ, όπως η υπεύθυνη της ανασκαφής Σταματία Ελευθεράτου.

«Το κτίριο λειτουργεί ανταγωνιστικά προς την Ακρόπολη»

Αρχαιολογική ματιά στην έκθεση, από τη σύλληψη έως το στήσιμο, διακρίνει η λέκτωρ στο Πάντειο Πανεπιστήμιο σε θέματα μουσειολογίας και πολιτιστικής διαχείρισης Ανδρομάχη Γκαζή. «Οι αρχαιολόγοι που εργάστηκαν για την έκθεση είναι καταξιωμένοι και έμπειροι επιστήμονες, γνωρίζουν άριστα το υλικό τους και μπορούν να το τεκμηριώσουν εξαντλητικά. Αυτή όμως η εις βάθος γνώση του υλικού δεν βοηθά να επιτευχθεί εκείνος ο βαθμός αποστασιοποίησης που είναι απαραίτητος, έτσι ώστε να μπορέσει να υιοθετηθεί και η ματιά του επισκέπτη. Ως εκ τούτου, πολλά πράγματα θεωρούνται δεδομένα όπως το ότι ο επισκέπτης είναι σε θέση να κατανοήσει γιατί πρόκειται για αριστουργήματα της τέχνης, ότι γνωρίζει για τον ρόλο του χρώματος στην αρχαϊκή και κλασική πλαστική, ότι είναι σε θέση να καταλάβει τι σημαίνει “πρόχους µε ηθμό”».

«Συνολικά, πρόκειται για μια έκθεση αντικειμενοκεντρική, µε έμφαση στο έργο τέχνης και όχι στον άνθρωπο-δημιουργό πίσω από αυτό ούτε στον άνθρωπο-επισκέπτη. Η αντίδραση την οποία προσδοκά το μουσείο από τον επισκέπτη είναι η έκφραση θαυμασμού. Η έκθεση αποθεώνει το βλέμμα, αλλά δεν προχωρά στην εξήγηση και την ερμηνεία ούτε απαντά σε ερωτήματα. Έτσι, οι επισκέπτες στέκουν µε θαυμασμό μπροστά σε έργα που έχουν μάθει να θεωρούν αριστουργήματα χωρίς να κατανοούν ακριβώς το γιατί».

«Είναι η ώρα να συνειδητοποιήσουμε τον κρίσιμο ρόλο της εφαρμοσμένης μουσειολογίας», επισημαίνει από την πλευρά της η καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης και Μουσειολογίας του ΑΠΘ, Ματούλα Σκαλτσά. «Μέσα από αυτά τα υλικά κατάλοιπα του πολιτισμού που εκτίθενται στο Μουσείο Ακρόπολης, αναζητούνται οι λόγοι για τους οποίους ο σημερινός επισκέπτης θα είχε νόημα να τα επισκεφθεί µε την αρχαία έννοια του όρου».

Παρά τη μακρά και επίπονη διαδρομή του Νέου Μουσείου Ακρόπολης µε άγονους διαγωνισμούς και κόντρες για τη χωροθέτησή του, φαίνεται πως ακόμη «προκαλεί» σε σχέση µε τη θέση του. «Το κτίριο δεν σέβεται τον τόπο ούτε εντάσσεται στο αστικό τοπίο. Αν κάτι λειτουργεί “ανταγωνιστικά” προς την Ακρόπολη, τη σύγχρονη και την αρχαία πόλη, είναι το ίδιο το μουσείο», λέει η αρχιτέκτων Αγνή Κουβελά. «Αναρωτιέμαι μήπως η ανάγκη να βλέπουμε το μνημείο όχι ανεβαίνοντας στον Βράχο, αλλά μέσα από κλιματιζόμενο χώρο ή από μια ηλιόλουστη βεράντα πίνοντας τον καφέ µας, είναι προϊόν ενός αλλοτριωμένου τρόπου ζωής; Το γεγονός ότι αποτελεί σπουδαίο εμπορεύσιμο προϊόν, δεν δικαιώνει την ύπαρξή του στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα».