Χειροκίνητη πρέσα σφραγίσματος σαπουνιού. Μυτιλήνη 20ος αιώνας.
Στα πρωτοβιομηχανικά σαπωνοποιεία, η σαπωνοποίηση γίνεται σε μεγάλους θερμαινόμενους λέβητες, όπου οι εργάτες ανακατεύουν έλαια και διάλυμα σόδας.
Για την πλήρη σαπωνοποίηση (ψήσιμο), προσθέτουν πυκνότερες αλυσίβες.
Εν συνεχεία, στο ξηραντήριο, αδειάζουν το καζάνι και χύνουν τη ρευστή μάζα σε ξύλινο πάτωμα ή σε ξύλινα κιβώτια, για να κρυώσει και να στερεοποιηθεί.
Τέλος κόβουν, σφραγίζουν και συσκευάζουν τα σαπούνια σε σάκους και κιβώτια. Μηχανική κίνηση χρησιμοποιείται μόνο στα σαπουνοκάζανα για τη θέρμανση του σαπουνιού, στους αναδευτήρες για την πρόσμειξη του με διάφορες αρωματικές ουσίες και στις μηχανικές πρέσες για το σφράγισμα του.
Το σαπούνι, πριν ενταχθεί στη βιοτεχνική – βιομηχανική παραγωγή της χώρας, αλλά και παράλληλα με αυτή, απαντά ως οικοτεχνική δραστηριότητα.
Κατασκευάζεται από την νοικοκυρά στο σπίτι σε μεγάλες ποσότητες, ώστε να καλυφθούν οι οικιακές ανάγκες (ατομική καθαριότητα, πλύσιμο των ρούχων κ.α.) για όλη τη διάρκεια του έτους, ή και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Χρησιμοποιούνται το κατακάθι του λαδιού (μούργα) και τα τηγανόλαδα, στα οποία προστίθενται νερό, καυστική ποτάσα (σπίρτο) και αλάτι, με την ακόλουθη αναλογία : 4 οκάδες λάδι, 4 οκάδες νερό, 1 οκά ποτάσα (1 οκά = 1283 γραμμάρια).
Πηγή : Οδηγός Μουσείου Ελιάς και Ελληνικού Λαδιού του πολιτιστικού Ιδρύματος Ομίλου Πειραιώς.
