Σε ένα σημείωμά του ο Γιάννης Σακελλαράκης γράφει: Όταν άρχισα την ανασκαφή στο Ιδαίο Άντρο τον Αύγουστο του 1982, ο Γιαχουντής, Ανωγειανός βοσκός, μού είπε ότι πότιζε τα ζώα του στη Ζώμιθο. Ζώμιθος. Ζώμινθος. Αμέσως ήχησε στ’ αυτιά μου μία λέξη προελληνική, όπως δηλώνει η κατάληξη -ινθος. Μία μινωική λέξη.

Και δεν ήταν μόνο η λέξη μινωική. Ήταν και ο τόπος μινωικός. Τοίχοι, που μόλις διακρίνονταν πάνω από το χώμα και μέσα στη βλάστηση, διέτρεχαν το ύψωμα, συναντούσαν ο ένας τον άλλον και έφτιαχναν ορθογώνια. Θραύσματα κεραμεικής βρίσκονταν διάσπαρτα στο έδαφος και κατηφόριζαν τις πλαγιές του. Και το όνομα του τόπου παρέμενε, τόσους αιώνες μετά, μινωικό.

Οι τοίχοι καθαρίζονται, η κάτοψη σχεδιάζεται, τα σκαπτικά εργαλεία χαμηλώνουν μέσα στα δωμάτια. Η ανασκαφή προχωρεί στον ρυθμό που υποβάλλει το βουνό, αλλά και η επιστημονική ανάγκη. Ένα ολόκληρο κτήριο έρχεται στο φως κοντά στα 1.200 μ., επάνω στον Ψηλορείτη.

Το ίδιο το κτήριο είναι ένα εύρημα μοναδικό. Το γεγονός ότι οι «θαλασσοκράτορες» Μινωίτες, των μεγάλων ανακτόρων, των εκτεταμένων παράλιων και πεδινών οικισμών και των πάμπολλων λιμανιών, διατηρούσαν παράλληλα ένα μεγάλο κτήριο τόσο ψηλά σε μία ορεινή περιοχή, οδηγεί σε νέους δρόμους την μινωική αρχαιολογία, και της δίνει μία διάσταση ορεινή.

Με πάνω από πενήντα πέντε ισόγειους χώρους (εικ. 2), εμβαδού άνω των 1.600 τ.μ. και με τουλάχιστον δεύτερο όροφο ή και τρίτο σε μεγάλο μέρος του, αποτελεί το μεγαλύτερο γνωστό οικιστικό κέντρο των μινωικών χρόνων πάνω στα βουνά.

Το κτήριο, ογκώδες, βαρύ και σκληρό (εικ. 1) μοιάζει βγαλμένο μέσα από την Ιδαία Γη. Και η αρχαιολογική σκαπάνη, που σταδιακά ξεγυμνώνει τους τοίχους του από το χώμα επιτείνει αυτή την εντύπωση… Σαν να αναδύεται μέσα από την γη του Ψηλορείτη. Η εξαιρετική και άμεσα διαθέσιμη πρώτη ύλη μαζί με την οικοδομική μαστοριά των Μινωιτών είχαν ως αποτέλεσμα ένα από τα καλύτερα διατηρημένα μινωικά κτήρια με τοίχους που σώζονται, 3,5 χιλιάδες χρόνια μετά, σε ύψος άνω των 2,50 μ. Ώσπου ένας καταστροφικός σεισμός λύγισε τους τοίχους του και γκρέμισε τα πατώματά του. Η ζωή του κτηρίου διεκόπη απότομα αλλά όχι και του τόπου. Οι άνθρωποι επέστρεψαν και ξαναπέρασαν, στάθηκαν, εγκαταστάθηκαν. Ήρθαν Μυκηναίοι, Ρωμαίοι και Βυζαντινοί, Ενετοί και Τούρκοι. Όλοι άφησαν τα ίχνη τους στην Ζώμινθο.

Πολυάριθμα αγγεία διαφόρων τύπων και σχημάτων, χάλκινα εργαλεία, ένα μαχαίρι και μία λαβίδα, κάποια λίθινα, ένας κεραμεικός τροχός, μία δεξαμενή και μία κατασκευή που θυμίζει κλίβανο οδήγησαν στην αναγνώριση ενός κεραμεικού εργαστηρίου. Αναρίθμητα κύπελλα και χύτρες, λυχνάρια και θυμιατά, πρόχοι και αμφορείς, αγγεία ακόσμητα και κοσμημένα, βρέθηκαν άλλα πεσμένα από τα ξύλινα ράφια τους, άλλα τοποθετημένα σε πέτρινους πάγκους, ακόμη και σε κόγχες. Ήταν άραγε η αγορά της ίδιας της Ζωμίνθου για την οποία προορίζονταν, ή εξυπηρετούσαν τις ανάγκες των διερχομένων στα όρη και προς την Νίδα.

Ασφαλώς δεν λείπουν οι αποθηκευτικοί χώροι. Δύο έχουν ανασκαφεί στο κτήριο, ευρύχωροι αν και μικρών διαστάσεων, και μάλιστα ημιυπόγειοι – για να κρατούν την δροσιά της γης. Σε αυτούς βρέθηκαν μεγάλα πιθάρια, με ωραία διακόσμηση. Στον ίδιο χώρο εντοπίστηκε ένα εύρημα που κάθε άλλο παρά ξενίζει. Μια απανθρακωμένη στοίβα ξύλων.

Τι θα μπορούσαν να φυλάσσουν στις αποθήκες τους οι κάτοικοι της Ζωμίνθου, παρά ξυλεία για τις καθημερινές τους ανάγκες, να ζεσταίνονται και να μαγειρεύουν, τρόφιμα, όπως κριθάρι, όσπρια, τυρί, μέλι και φρούτα, και ασφαλώς λίπος για φωτισμό και την συντήρηση των προϊόντων τους αφού στερούνταν το λάδι και το αλάτι.

Μεταξύ των πολλών χώρων του κτηρίου συναντώνται και εκείνοι των συναθροίσεων, της τέρψης ή της φιλοξενίας. Χώροι μικροί με μεγάλα παράθυρα που αφήνουν το φως να πλημμυρίζει το εσωτερικό και τους τοίχους που είναι καλυμμένοι με λευκά ή πολύχρωμα κονιάματα εξαιρετικής ποιότητας, που σώζονται στο ύψος στο οποίο διατηρούνται και οι τοίχοι. Τα καλής ποιότητας κονιάματα, συχνά διακοσμημένα με χρωματιστές ταινίες αλλά προφανώς και με άλλα θέματα, όπως δείχνει η πολυχρωμία τους, μαρτυρούν τον κοσμικό χαρακτήρα των χώρων αυτών.

Στα λογιστικά αρχεία Γραμμικής Β γραφής από το ανάκτορο της Κνωσού αναφέρονται αναρίθμητα πρόβατα με τους πολλούς βοσκούς τους.

Ωστόσο, η γη που έβοσκαν αυτά τα πρόβατα ήταν πάντα ένα μυστήριο. Σε ποια όρη, άραγε, να διέμεναν κατά τους θερινούς μήνες, όταν επέστρεφαν από τα χειμαδιά; Πού μεγάλωναν τα αρνιά για το κρέας τους, πού κούρευαν τα πρόβατα για το μαλλί τους και πού άρμεγαν τα αιγοπρόβατα για το γάλα τους;

Αλλά ο πλούτος του βουνού δεν σταματά στην κτηνοτροφία.

Σημαντική πλουτοπαραγωγική πηγή αποτελούσαν οι δρυμοί από τους οποίους οι άνθρωποι αποκτούσαν ξυλεία κατάλληλη για την ναυπηγική και την επιπλοποιία, το ίδιο και τα βότανα, με αρωματικές ή και ιαματικές ιδιότητες, όπως το δίκταμο. Προϊόντα ίσως πιο περιζήτητα στις αγορές της Ανατολής και της Αιγύπτου, από το λάδι των κρητικών πεδιάδων. Εξίσου σημαντική θα πρέπει να ήταν η μελισσοκομία, τα ορυκτά, ακόμα και ο πάγος.

Η θέση βέβαια του κτηρίου δεν επελέγη τυχαία. Στην Ζώμινθο συγκλίνουν τα περισσότερα μονοπάτια προς τα όρη για τον ερχόμενο από την βόρεια ακτή της Κρήτης. Από αυτή θα περάσεις αν θέλεις να πας ψηλότερα στον Ψηλορείτη, όποιος κι αν είναι ο προορισμός σου: η Νίδα, το Ιδαίο Άντρο, η Ανάληψη ή ο Τίμιος Σταυρός.

Ο Γιάννης Σακελλαράκης έλεγε ακόμη ότι η Ζώμινθος είναι η πιο σημαντική ανασκαφή της ζωής του, και ήταν περίεργο για έναν ανασκαφέα με τέτοιο πλούτο που ανέσκαψε. Οραματίστηκε τους θησαυρούς που έκρυβε η γη και έμελλε να βρεθούν, τόσο στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του αλλά κυρίως μετά τον θάνατό του. Κι ακόμη, πλούτισε τον γυμνό τόπο με δέντρα, όπως θα ήταν στην αρχαιότητα. «Το δάσος του Σακελλαράκη» λένε οι Ανωγειανοί. Η τρικοκιά της Ζωμίνθου, που βρίσκεται στον χώρο της ανασκαφής, κηρύχθηκε «μνημείο της φύσης».

Το Κεντρικό Κτήριο είναι ασφαλώς μεγαλύτερο από τις συνήθεις μινωικές «επαύλεις». Έχει έκταση 1.600 τ.μ. και περιβάλλεται από εκτεταμένο οικισμό που ξεπερνούσε τα 4 στρέμματα.

Οι μινωικές «επαύλεις» χτίζονται συνήθως στην ΥΜ ΙΑ περίοδο (1700-1600 π.Χ.). Είναι αποτέλεσμα της πολιτικής οικονομικής οργάνωσης των ανακτόρων, εξυπηρετούν έναν ορισμένο σκοπό και είναι βραχύβιες και ελεγχόμενες από μεγάλα ανακτορικά κέντρα, όπως της Κνωσού.

Το Κεντρικό Κτήριο στην θέση «Άλωνες» της Ζωμίνθου, απομακρυσμένο από τα μεγάλα κέντρα, χτίστηκε συγχρόνως με τα πρώτα ανάκτορα και συνεχίζει την ζωή του με μικρές διακοπές μέχρι τα νεότερα χρόνια.

Λείψανα της εποχής των Παλαιών Ανακτόρων βρέθηκαν σε πολλά σημεία του νεοανακτορικού κτηρίου, με πιο σημαντικά αυτά που βρέθηκαν στην κορυφή του λόφου, στους Χώρους 50-52 και 30.

Το Κεντρικό Κτήριο έχει πολλά στοιχεία που χαρακτηρίζουν τα ανάκτορα. Ο προσανατολισμός στη νεοανακτορική του φάση, από Βορρά προς Νότο, είναι ένα από αυτά, ενώ αυτός του παλαιοανακτορικού κτηρίου διέφερε ελαφρά από αυτόν του νεότερου. Στοιχείο ανακτορικό αποτελούν ακόμη οι οδοντώσεις στο δυτικό τμήμα του, κι ακόμη η αυλή στην κορυφή του λόφου και πιθανώς μία δεύτερη αμέσως βόρεια από την πρόσοψη, όπως έδειξε πλακόστρωτο που αναφάνηκε στις πρώτες έρευνες του 1983.

Η δομή του κτηρίου, ο προσανατολισμός, η ρωμαλέα κατασκευή του, τα ευρήματα, δείχνουν ότι πρόκειται για ένα σημαντικό κέντρο, ένα «ανάκτορο στο βουνό» θα έλεγαν οι σύγχρονοι αρχαιολόγοι.

Επιλογή του τόπου

Η Ζώμινθος σε ύψος 1.200 μ. (1.187 μ., για την ακρίβεια) βρίσκεται ακόμη ψηλότερα και από το σημερινό χωριό των Ανωγείων, από το οποίο απέχει 10 χλμ. Αποτελεί μοναδική περίπτωση οικισμού στην μινωική περίοδο, σε τέτοια ύψη, αν εξαιρέσει κανείς τους μινωικούς οικισμούς-καταφύγια της ΥΜ ΙΙΙ περιόδου ή κάποια ιερά κορυφής.

Σε χαμηλότερο επίπεδο, στην ΒΑ πλαγιά του Ψηλορείτη, έχουν βρεθεί σταθμοί προς την Ζώμινθο, με σημαντικότερο το μέγαρο του Σκλαβόκαμπου.

Τα σφραγίσματα του Σκλαβόκαμπου δηλώνουν την ύπαρξη μίας διοικητικής αρχής στο βουνό που ξεκινάει από ψηλά και προχωρεί προς την πεδιάδα. Ίσως αποτελούν τμήμα μιας αλυσίδας σχέσεων και σημαίνουν την πορεία από και προς το ιερό βουνό ή από το κέντρο της Ζωμίνθου προς την πεδιάδα.

Το ύψος που βρίσκεται η Ζώμινθος είναι επομένως περίεργο και εξαιρετικά σημαντικό. Είναι φυσικό λοιπόν να αναζητείται η αιτία αυτής της επιλογής.

Η συνολική δομή του κτηρίου δείχνει ότι δεν ήταν μία εποχική εγκατάσταση βοσκών αλλά μία πολυτελής έδρα σημαντικών παραγόντων της μινωικής ζωής. Ασφαλώς, η κτηνοτροφία, όπως φαίνεται από τις πινακίδες της Γραμμικής Β γραφής της Κνωσού, και οι συναφείς δραστηριότητες, όπως η υφαντική, η τυροκομία, αλλά και τα πλούσια δάση και τα βότανα, έπαιζαν ρόλο στη ύπαρξη ενός μεγάλου κέντρου, όπως η Ζώμινθος. Ο χώρος όμως έδειξε ότι δεν ήταν μόνο αυτός ο λόγος της ύπαρξής του.

Η Ζώμινθος βρίσκεται στον δρόμο προς την Ίδα. Βρίσκεται στο σταυροδρόμι που οδηγεί στο οροπέδιο της Νίδας και το Ιδαίο Άντρο με έναν βορινό δρόμο από τον Σκλαβόκαμπο, έναν βορειοανατολικό από την Κνωσό και τον Κρουσώνα, που είναι η πιθανή πορεία την οποία ακολούθησε ο Πλάτων («Νόμοι»), έναν βορειοδυτικό από την Αξό και έναν νότιο δρόμο από και προς την πεδιάδα της Μεσσαράς.

Μετά τις τελευταίες έρευνες στο Ιδαίο Άντρο από τον Γ. Σακελλαράκη γνωρίζουμε την πολύ πρώιμη, από τα Νεολιθικά χρόνια, κατοίκηση του Ιδαίου Άντρου και την λειτουργία του ως λατρευτικού κέντρου από την εποχή των Πρώτων Ανακτόρων. Το Ιερατείο του Ιδαίου Άντρου απαρτιζόταν από ισχυρά γένη που διαχειρίζονταν τον πλούτο του βουνού και του Ιερού Σπηλαίου. Δεν πρέπει, επομένως, η διαχείριση του σπηλαίου να διαρκούσε μόνο τρεις περίπου μήνες, όσο δηλαδή το επέτρεπαν οι καιρικές συνθήκες. Ένα άλλο Κέντρο προσιτό στους ιερείς και τους πιστούς θα έπρεπε να λειτουργούσε τους λοιπούς μήνες. Η Ζώμινθος βρίσκεται σε σημείο που επιτρέπει την πρόσβαση, από άποψη κλίματος, σε όλες τις εποχές, και επιπλέον διαθέτει τον φυσικό χώρο, με τις εναλλαγές των νεφών και της ομίχλης με τον ήλιο, που θα επέτρεπε την σκηνική λειτουργία των δρωμένων από το ιερατείο, με την προϋπόθεση ότι οι κλιματολογικές συνθήκες δεν έχουν αλλάξει πολύ. Την σχέση με το Ιδαίο Άντρο είχε επισημάνει από το 1983 ο Γ. Σακελλαράκης.

Προϋπόθεση για δημιουργία οικισμού είναι το νερό. Στην περιοχή της Ζωμίνθου υπάρχουν τρεις πηγές, η μεγαλύτερη από τις οποίες σώζει χαρακτηριστικά το όνομα Ζώμινθος. Στην σύγχρονη εποχή υπήρχε ένα μιτάτο και ένα αλώνι που βρίσκονται στον περιφραγμένο αρχαιολογικό χώρο. Από εκεί προφανώς πήρε το όνομα «Άλωνες» η θέση όπου βρίσκεται ο μινωικός οικισμός. Ο χαμηλός λόφος, τα βοσκοτόπια, το μικρό οροπέδιο ευνοούν μία μόνιμη εγκατάσταση.

Η ανασκαφή από τον Γ. Σακελλαράκη, την οποία συνεχίζουμε, αποκάλυψε το απροσδόκητα σημαντικό κτήριο, διαστάσεων μέχρι στιγμής 1.600 τ.μ., με δύο, ή και περισσότερους, ορόφους, που στην αρχική του μορφή ίσως να θύμιζε το κτήριο που εικονίζεται στο γνωστό σφράγισμα των Χανίων (εικ. 3). Οικοδομήθηκε από αδρά κατεργασμένους ασβεστολίθους κατά την ΥΜ Ι περίοδο (γύρω στα 1700 π.Χ.), πάνω στα ερείπια παλαιότερης οικοδομής, τμήματα της οποίας διατηρούνται σε διάφορα σημεία του χώρου. Η ανασκαφή είναι σε εξέλιξη και επιφυλάσσει εκπλήξεις. Ωστόσο, ένα σύντομο πέρασμα από χώρους που έχουν ερευνηθεί μπορεί να δώσει τόσο τον χαρακτήρα ενός τέτοιου κτηρίου, όσο και την λειτουργία του διοικητικού συστήματος στα μινωικά χρόνια. Το Κεντρικό Κτήριο δεν ήταν μεμονωμένο αλλά, όπως έδειξαν οι έρευνες, κατά τις οποίες φάνηκαν τοίχοι γύρω από αυτό, περιβαλλόταν από οικιστικά σύνολα σε επιφάνεια τουλάχιστον 4 στρεμμάτων.

Το σχέδιο του Κεντρικού Κτηρίου οφείλεται σε έμπειρο και ευφυή αρχιτέκτονα που χειρίσθηκε το φυσικό τοπίο με σοφό τρόπο. Είναι χτισμένο με μεγάλους ογκόλιθους μήκους πολλές φορές 1 μ., τόσο στους εξωτερικούς, όσο και στους εσωτερικούς τοίχους. Οι εσωτερικές θύρες έχουν μεγάλα ανοίγματα, μέχρι 1 μ. Κάποιοι εσωτερικοί τοίχοι είναι κατασκευασμένοι από μικρότερες πέτρες και πλίνθους. Σε ορισμένες περιπτώσεις (παράθυρα, πόρτες) οι λίθοι είναι πελεκημένοι. Το ξύλο, που χρησιμοποιήθηκε πολύ, σε δοκάρια πατώματος, κίονες και πλαίσια θυρών, διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση, αν και καμένο. Διαθέτει πολυτελείς εσωτερικούς τοιχογραφημένους ιδιωτικούς χώρους διαμονής ή και κοιτώνες των αρχόντων (Χώροι 7-9) (εικ. 2), αποθηκευτικούς χώρους, κλίμακες, μαγειρεία, φωταγωγούς, αυλή, εργαστήρια κεραμεικής, λίθου (ορείας κρυστάλλου), ίσως και μεταλλουργίας, χώρους λατρείας ή ομαδικών συγκεντρώσεων (Χώροι 28, 49, 50-52), θυρωρείο. Όλοι οι χώροι του Νεοανακτορικού κτηρίου εμφανίζουν ομοιομορφία ως προς την κατασκευή, εκτός των χώρων –κυρίως ανοίγματα (πόρτες, παράθυρα)– που κλείστηκαν πρόχειρα, προφανώς μετά την καταστροφή, στην ίδια δηλαδή χρονική περίοδο ή κάπως αργότερα, στην Μυκηναϊκή περίοδο, όπως δείχνει η κεραμεική. Επισκέψιμο πάντως ήταν και στα Αρχαϊκά χρόνια.

Για την μεγαλύτερη κατανόηση των χώρων εγκατάστασης δίνεται μία σύντομη περιγραφή των χώρων που έχουν ερευνηθεί.

Εξωτερικός βόρειος τοίχος

Ο εξωτερικός βόρειος τοίχος ήταν το πρώτο σημείο που ανέσκαψε ο Γ. Σακελλαράκης το 1983, μετά την επισήμανση του χώρου το 1982, κατά την διάρκεια των ανασκαφών στο Ιδαίο Άντρο. Το ύψος των τοίχων που ξεπέρασαν τα 2,50 μ., τα παράθυρα και η είσοδος δίνουν μεγαλοπρεπή όψη, ενώ έξω από τον τοίχο υπήρχε πλακόστρωση από πλάκες μικρού και μεσαίου μεγέθους, πιθανώς ένας αύλειος χώρος. Στην βάση του τοίχου υπήρχε κρηπίδωμα. Ο τοίχος εξωτερικά διατηρούσε ίχνη ασβεστοκονιάματος. Το γεγονός αυτό ίσως σημαίνει ότι ήταν επιχρισμένος. Δεν διασώθηκαν «λατομικά σημεία» στις ογκώδεις τραχιές πέτρες.

Πλήθος κυπέλλων κυρίως, αλλά και άλλων αγγείων βρέθηκαν τόσο έξω από τον εξωτερικό τοίχο, όσο και πάνω στα παράθυρα ή στην είσοδο, σαν να εκσφενδονίστηκαν από το εσωτερικό με τον ισχυρό σεισμό.

Από την κεντρική βόρεια είσοδο, ξεκινάει ένας μεγάλος διάδρομος (Χώρος 10) μήκους (μέχρι στιγμής) 11,55 μ. και πλάτους 1,35 μ. που συνεχίζεται προς τα νότια διαμερίσματα, με ανοίγματα ανατολικά και δυτικά. Στο βορειότερο τμήμα του διαδρόμου βρέθηκαν «κύλικες» χονδροειδείς, όμοιες με αυτές που ήρθαν στο φως και σε άλλους χώρους, ακέραιες ή σε θραύσματα. Το είδος αυτό, όπως θα φανεί πιο κάτω, φαίνεται ότι έχει μία ειδική σημασία.

Ο διάδρομος 10 χωρίζει το κτήριο σε δύο πτέρυγες.

Ανατολική πτέρυγα

Στην ανατολική πτέρυγα ανασκάφηκαν χώροι που αποτελούν εισόδους από την ΒΑ πλευρά του Κεντρικού Κτηρίου (Χώροι 1-2). Μία είσοδος υπήρχε στην βορειοανατολική πλευρά, πιθανώς η θύρα από τον Χώρο 2 που οδηγεί στον τυφλό Χώρο 4, όπου διατηρείται το κατώφλι, θα υπήρχαν όμως και άλλες είσοδοι από την νότια πλευρά, όπως δείχνουν κάποια στοιχεία.

Ένας σημαντικός χώρος είναι η δεξαμενή καθαρμών (Χώρος 3) που γωνιάζει και έχει μικρή κλίμακα παραπέμποντας στο σχήμα των συνήθων «δεξαμενών καθαρμών». Οι παχείς τοίχοι είναι επιχρισμένοι με άσπρο και κόκκινο κονίαμα. Ένα τμήμα αγωγού βρέθηκε στο δυτικότερο τμήμα, καθώς και μία ημικυκλική σειρά λίθων που ίσως περιέκλειε κάποιο αγγείο, πιθανότατα λεκάνη, σύνηθες σκεύος σ’ αυτούς τους χώρους. Εξαιρετικά ενδιαφέρων είναι ο Χώρος 7, διώροφος τουλάχιστον, γιατί διατηρεί δάπεδο ορόφου από πλάκες σχιστολίθου σε όλη την επιφάνεια, πεσμένες λοξά από Νότο προς Βορρά (εικ. 4). Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον αυτό το δάπεδο, μοναδικό στην διατήρησή του, με σχετικά παράλληλα μόνο στην Θήρα. Στον χώρο αυτό ήταν πλούσιος ο τοιχογραφημένος επιτοίχιος διάκοσμος με γαλάζιο, κόκκινο, μαύρο, πορτοκαλί χρώμα λεπτότατου κονιάματος. Πολλά πολύχρωμα κονιάματα έδωσε και ο Χώρος 8, ο οποίος ήταν εφοδιασμένος εσωτερικά και με στρογγυλή κατασκευή που ασφαλώς θα περιείχε κάποια από τα φυτικά κατάλοιπα που βρέθηκαν στον χώρο. Ο Χώρος 9, ο δυτικότερος από τα 4 διαμερίσματα της πρόσοψης, είχε, εκτός από μία ανατολική θύρα στον άνω όροφο που τον συνέδεε με τον Χώρο 8, και μία δεύτερη στο ισόγειο που οδηγούσε στον κεντρικό διάδρομο 10, δηλαδή άμεση πρόσβαση από την είσοδο. Ωραία κτισμένος με κονιάματα επίσης, ήταν κι αυτός εφοδιασμένος με πιθάρια, ακόμη και στον πάνω όροφο. Ένα παράθυρο διασώζει το περβάζι και κάτω από αυτό θρανίο, όπως το γνωρίζουμε από το ανάκτορο της Κνωσού, τον Χώρο 10 των Αρχανών αλλά και από τις μικρογραφικές τοιχογραφίες της Κνωσού, όπου κυρίες κάθονται μπροστά από παράθυρα. Τα εξαιρετικά φροντισμένα αυτά δωμάτια φαίνεται ότι αποτελούν χώρους ιδιωτικούς και στους δύο ορόφους.

Αντίστοιχα δωμάτια υπάρχουν στο νότιο τμήμα της δυτικής πτέρυγας του Κεντρικού Κτηρίου (Χώροι 41-44) που βρίσκονται επίσης ανατολικά του διαδρόμου 10 και νότια του επιμήκους χώρου (ΥΜ Ι αυλή) στην κορυφή του λόφου (Χώροι 29, 30, 50-52 του παλαιότερου κτηρίου). Οι νότιοι χώροι ερευνήθηκαν σε μικρό τμήμα του άνω ορόφου και έδωσαν πλήθος κονιαμάτων, γεγονός που δεν επέτρεψε την γρήγορη συνέχεια της ανασκαφής.

Την έκπληξη όμως στην ανατολική πτέρυγα επεφύλαξε ο χώρος στην κορυφή του λόφου (Χώροι 29 και 30, 50-52). Ο χώρος αυτός στην εποχή των Νέων Ανακτόρων αποτελούσε μία αυλή που περιβαλλόταν από τοίχους των διπλανών διαμερισμάτων και ήταν χτισμένος, εκτός από το ψευδοϊσοδομικό σύστημα, με πλάκες όρθιες κατά διαστήματα, στον τύπο της ορθομαρμάρωσης, όπως γνωρίζουμε από αυλές, π.χ., την δυτική αυλή της Κνωσού, όπου όμως ήταν πιο καλαίσθητες με λαξευτούς πωρολίθους. Δραματικά αλλάζει η μορφή του χώρου στα Ρωμαϊκά χρόνια, όταν πάνω στα μινωικά χαλάσματα οικοδομήθηκε ισχυρό κτίσμα για το οποίο χρησιμοποιήθηκαν οι μινωικοί τοίχοι, ενώ 4 εγκάρσιοι τοίχοι δημιούργησαν 4 χώρους που συνδέονταν μεταξύ τους με θύρες. Ο τρίτος από δυτικά ήταν προφανώς υπαίθριος και διέθετε χαμηλή τετράγωνη εστία, ενώ στον τέταρτο βρέθηκε πλακόστρωτο. Το ρωμαϊκό κτίσμα, η χρήση του οποίου είναι αβέβαιη, αν δηλαδή ήταν σπίτι ή στρατώνας, καταστράφηκε από φωτιά. Προφανώς ήταν μία από τις ρωμαϊκές εγκαταστάσεις, από τις πολλές που υπήρχαν στον Ψηλορείτη, για την εκμετάλλευση του πλούτου στην περίοδο αυτή.

Κάτω από την μινωική αυλή, όμως, διατηρήθηκε σε άριστη κατάσταση εξαιρετικά σημαντικό παλαιοανακτορικό συγκρότημα με τέσσερις χώρους (Χώροι 50-52 και 30) (εικ. 5). Το παλαιοανακτορικό κτίσμα υπερβαίνει τα όρια των νεοανακτορικών Χώρων 29-30 και εκτείνεται πέραν αυτών προς Βορρά και Νότο, όπως δείχνει το εντυπωσιακό δάπεδο από μεγάλους πλακοειδείς ασβεστόλιθους. Όπως έδειξε η έρευνα, θα ήταν διώροφο. Ο δυτικός Χώρος 50 (εικ. 5) ασφαλώς ήταν ο πιο σημαντικός. Με λείψανα κονιάματος λευκού στο τοίχο, διέθετε μακρύ θρανίο στον δυτικό τοίχο (ΝΔ γωνία) που επίσης είχε καλυφθεί με κονίαμα. Στο κέντρο της Β πλευράς διατηρήθηκε σε άριστη κατάσταση κυκλική εστία με ευρύ πήλινο περιχείλωμα που κοσμείται με σπείρα. Πιθανώς θα βρισκόταν στο κέντρο του χώρου που εκτείνεται βορειότερα και καλύπτεται από τον νεοανακτορικό περίβολο (29). Μπροστά και νότια από την εστία βρέθηκε βάση κίονα με πολύ κάρβουνο δίπλα του, λείψανο του καμένου κίονα. Δυτικά της εστίας καμένη περιοχή δηλώνει πιθανώς την ύπαρξη καμένου υψηλού καθίσματος, ίσως θρόνου (;). Ένα χρυσό τυλιγμένο έλασμα, πιθανώς μαγικό, μπροστά στην εστία, που διέφυγε την προσοχή των αρχαίων συλητών, όταν ξετυλίχθηκε έδωσε την εικόνα ενός πλοίου (εικ. 6) χαραγμένου στο πολύτιμο υλικό. Κατώφλια ωραία κατασκευασμένα και πολύθυρα είναι τα λοιπά κατασκευαστικά στοιχεία. Ο ανατολικός χώρος ήταν προστώο: Διαθέτει δύο κίονες, ο βόρειος από τους οποίους εισχωρεί κάτω από το ΥΜ Ι κτίσμα. Πίσω από τους κίονες ένας ορθογώνιος κτιστός βωμός γύρω από τον οποίο βρέθηκαν καμένα λείψανα θυσίας μεγάλων (βοοειδών) ζώων, ενώ ανατολικότερα προς τον Χώρο 30 βρέθηκε πήλινο κέρας ταύρου που πιθανώς προέρχεται από κάποιο ζωομορφικό ρυτό, όπως γνωρίζουμε από άλλους χώρους του κτηρίου, π.χ. ρυτό χοίρου και ταύρου (Χώρος 11), κέρας αιγάγρου κ.λπ. Αρχιτεκτονικά ο χώρος αυτός είναι μεγαλοπρεπής, ο μεγαλοπρεπέστερος αυτής της περιόδου, ακόμη και σε σύγκριση με τα μεγάλα ανάκτορα, όπου κάτω από τα νέα ανάκτορα στα νεοανακτορικά συγκροτήματα δεν σώθηκαν τόσο μεγάλοι χώροι.

Δυτική πτέρυγα

Ο μακρύς διάδρομος 10 χωρίζει το ανατολικό τμήμα του Κεντρικού Κτηρίου από το δυτικό που είναι εξίσου σημαντικό και περιλαμβάνει τόσο επίσημους χώρους, όσο και εργαστήρια.

Συγκεκριμένα, οι Χώροι 11 και 12 αποτελούν αντίστοιχους χώρους με αυτούς της ανατολικής πτέρυγας, έχουν όμως διαφορετική διάταξη, δηλαδή είναι περισσότερο δαιδαλώδεις από τους ανατολικούς, είχαν πρόσβαση από διάδρομο στον οποίο κατέβαινε κανείς με χαμηλή σκάλα (Χώρος 20). Πίθοι υπήρχαν παντού, όχι όμως στην συνήθη διάταξη των αποθηκών. Στον βόρειο τοίχο του Χώρου 11 βρέθηκε κόγχη στο ισόγειο, στην οποία ήταν τοποθετημένα ρυτό σε σχήμα χοίρου, πόδια ειδωλίου ταύρου και αγγεία που δηλώνουν ειδική χρήση του χώρου. Κάτω από τον χώρο αυτόν υπήρχε υπόγειος χώρος. Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα ευρήματα έδωσε ο Χώρος 12: Δύο επιμήκη αντικείμενα άγνωστης χρήσης, μήκους 1 μ., με χαμηλό περιχείλωμα, μοιάζουν με το είδος της «ασαμίνθου», τις «Κύμβες» του Ακρωτηρίου της Θήρας. Ωστόσο, τα σκεύη της Ζωμίνθου δεν μπορεί να είναι λουτήρες γιατί είναι ρηχά. Θυμίζουν περισσότερο τα σημερινά μακρόστενα σκεύη που χρησίμευαν για το ψήσιμο άρτων στα χωριά. Ίσως ήταν λοιπόν φόρμες για κάποιο προϊόν ή για την μεταφορά ακόμη πολλών αντικειμένων, είδος μακρόστενων δίσκων. Μαζί βρέθηκαν πίθος και πλήθος (135) κωνικών κυπέλλων.

Νότια των δύο αυτών δωματίων βρίσκονται οι Χώροι 26 και 53 που δεν έχουν ανασκαφεί παρά στα ανώτερα στρώματα. Πάνω από τους μινωικούς λίθους, σχεδόν επιφανειακά, βρέθηκαν λείψανα επέμβασης Αρχαϊκών, Ύστερων Ελληνιστικών και Ρωμαϊκών χρόνων, όπως διαπιστώθηκε και σε άλλα σημεία του κτηρίου. Στον άνω όροφο του χώρου αυτού, ο οποίος εν μέρει ανασκάφηκε, βρέθηκε πολύτιμο χάλκινο κύπελλο, η διακοσμημένη λαβή του οποίου στερεώνεται με καρφιά, ένα από τα σημαντικά ευρήματα του χώρου. Δίπλα του, πεσμένα από το πήλινο θρανίο της δυτικής πλευράς του δωματίου, βρέθηκαν δύο χονδροειδούς κατασκευής υψίποδα κύπελλα-κύλικες, αρχαιότατου τύπου. Οι κύλικες αυτές περιείχαν, η μεν πρώτη «αστραγάλους» που έχουν σχέση, όπως γνωρίζουμε από το Ιδαίο Άντρο και αλλού, με τελετές ενηλικίωσης ή άλλες μαγικές πράξεις, η δε δεύτερη κέρατο ελάφου. Παρόμοιες κύλικες σε θραύσματα βρέθηκαν σε πολλούς χώρους του κτηρίου. Ιδιαίτερα όμως, και σε σχέση με το εύρημα του χώρου αυτού, πρέπει να σημειωθούν δύο άλλα ακέραια παραδείγματα πού βρέθηκαν στον Χώρο 51, οι οποίες περιείχαν επίσης κέρατα αιγάγρου. Πρέπει λοιπόν τα αγγεία αυτά να είχαν μία ειδική τελετουργική σημασία.

Χώροι 13-15

Ένας επιμήκης χώρος μήκους 8,50 μ. από Βορρά προς Νότο και πλάτους 7,30 μ. μαζί με τον διάδρομο 16, που περιλαμβάνει τρία δωμάτια (Χώροι 13-15) αποκαλύφθηκε στο ΒΔ τμήμα του Κεντρικού Κτηρίου.

Πρόκειται για προσθήκη που έλαβε χώρα πολύ σύντομα μετά τη ίδρυση του κύριου ΥΜ ΙΑ κτηρίου, μέσα στην ίδια χρονική περίοδο των Νεοανακτορικών χρόνων (ΥΜ ΙΑ). Είναι χτισμένος με τους ίδιους στιβαρούς λίθους, όπως ο εξωτερικός βόρειος τοίχος. Ο εσωτερικός ανατολικός κοινός τοίχος τους που χωρίζει τα δωμάτια από τον διάδρομο 16 είναι όμως χτισμένος με πλίνθους από πηλό και πέτρα. Στους ενδιάμεσους τοίχους είναι εμφανέστερα τα σημάδια του σεισμού που κατέστρεψε το κτήριο περί το 1600 π.Χ. Όπως έδειξε η ανασκαφή, ήταν διώροφος.

Χώρος 13 (κεραμεικό εργαστήριο): Ο τυφλός Χώρος 13 ανασκάφηκε αρχικά το 1986 και το 1988. Ήδη το 1988 βρέθηκαν στοιχεία που βεβαιώνουν ότι πρόκειται για κεραμεικό εργαστήριο.

Στον χώρο βρέθηκε κτιστή δεξαμενή ή «καρούτα» όπως την ονομάζουν οι αγγειοπλάστες του Θραψανού που δουλεύουν με τον ίδιο τρόπο, μέσα στην οποία σούρωνε ο καθαρός πηλός, και δύο γούρνες, στην μία από τις οποίες διασώθηκε αρχαίος πηλός αλλά και κεραμεικός τροχός. Στο δωμάτιο αυτό (εικ. 7-8 αναπαράσταση) βρέθηκαν συνολικά 250 αγγεία, είκοσι τριών διαφορετικών σχημάτων, πολλά από τα οποία με γραπτή διακόσμηση, πρόχοι, κάλαθοι, αμφορείς (εικ. 9), προχοΐσκες, πιθοειδή, λοπάδες, ψευδόστομοι αμφορείς, δίσκοι, ρυτά, θυμιατήρια (εικ. 10), λύχνοι, λεκάνη με κυλινδρικό στέλεχος που λήγει σε ομφαλό στην ΝΔ γωνία κ.ά., κυρίως όμως κύπελλα διαφόρων σχημάτων. Είναι βέβαιο, τόσο από την θέση ανεύρεσης των αγγείων όσο και από άλλα ανασκαφικά στοιχεία, ότι το πλήθος των αγγείων βρισκόταν σε ράφια και μάλιστα ταξινομημένα κατά είδη. Υπήρχαν θρανία στους τοίχους, όπως κατά μήκος του βόρειου τοίχου, όπου βρέθηκε πρόχους, και στον δυτικό, όπου ήταν τοποθετημένα πυριατήρια. Πιθανώς υπήρχε θρανίο και στον ανατολικό τοίχο. Πολλά κομμάτια καμένων ξύλων που βρέθηκαν δηλώνουν την ύπαρξη ξύλινων κατασκευών. Ακόμη βρέθηκαν χάλκινα εργαλεία, όπως εγχειρίδιο με τρία καρφιά. Έξω από το κεραμεικό εργαστήριο σε απόσταση λίγων μέτρων από τον βόρειο τοίχο του είχε εντοπισθεί στις ανασκαφές της πρώτης φάσης ελλειπτική δεξαμενή, η οποία αποτελεί κατά πάσα πιθανότητα τον κεραμεικό κλίβανο.

Ο μεταξύ των Χώρων 14 και 15 τοίχος ήταν ισχυρά κλονισμένος από σεισμό και είχε διατηρηθεί σε «κυματοειδές σχήμα». Κατά την γνωμάτευση από ειδικό σεισμολόγο που μελέτησε τον τοίχο αυτό, ο τοίχος παρουσιάζει «απολιθωμένες παλμικές κινήσεις». Όπως και ο Χώρος 15, είχε παράθυρο. Στον Χώρο 14 βρέθηκαν περί τα 100 αγγεία στο στρώμα καταστροφής, πρίσμα από ορεία κρύσταλλο, καμένα ξύλα, οστά. Αυξημένη ήταν η ποσότητα φρούτων, όπως σταφυλιού και καρπών, και ένα δείγμα από κεχρί που βρέθηκαν στον χώρο.

Στα ανώτερα στρώματα του Χώρου 15 που είχε παράθυρο στον δυτικό τοίχο με αγγεία στο περβάζι, βρέθηκαν αγγεία που το διαφοροποιούν από τους δύο βορειότερους γιατί η κεραμεική είναι λεπτότερη. Τα τρία κωνικά ποτήρια κοινωνίας-ρυτά (εικ. 11) με διακόσμηση καλαμοειδών που βρέθηκαν σε κόγχη (εικ. 12), καθώς και τμήμα από λίθινο κέρας καθοσίωσης (εικ. 13) δείχνουν την λατρευτική χρήση του χώρου. Ακόμη, βρέθηκε λίθινο φωλεόσχημο αγγείο και αμφορέας με σπείρα. Σχετίζεται λοιπόν λειτουργικά με τον Χώρο 49.

Σε κάποιον όροφο του χώρου (σε ισόγειο;) βρέθηκαν τεμάχια χαλαζία και ορείας κρυστάλλου (εικ. 14) καθώς και εργαλεία, όπως τριβεία και οψιδιανοί για την επεξεργασία. Ίσως ήταν εργαστήριο ορείας κρυστάλλου. Στα μινωικά χρόνια δεν είναι περίεργος ο συνδυασμός ιερού και εργαστηρίου. Ορεία κρύσταλλος βρίσκεται στην περιοχή της Ζωμίνθου. Πυρουλουσίτης και οξείδιο του μαγγανίου, που βρέθηκαν επίσης εκεί, απαντούν στο Λαύριο, από όπου εισάγεται στην Κρήτη και στην Ζώμινθο. Στο ισόγειο του Χώρου 15, αμέσως κάτω από το λίθινο δάπεδο του άνω ορόφου ήλθε στο φως πεσμένος μεγάλος πίθος διακοσμημένος με καταλοιβάδες και την συνήθη πλαστική σχοινοειδή διακόσμηση (εικ. 15).

Μακρύς πλακόστρωτος διάδρομος (Χώρος 16) συνδέει τους Χώρους 13-15 και τον Χώρο 49, από την ανατολική πλευρά. Από τον όροφο (Β τμήμα) έπεσαν αγγεία, όπως χύτρες, κύπελλα και λεπτός δίσκος στερεωμένος σε ψάθινη βάση, ένας τύπος κανίστρου.

Χώρος 17

Νοτιοδυτικά ενός διαδρόμου παράλληλου με τον 16 (διάδρομος 18) βρίσκεται ο Χώρος 17. Στα ανώτερα στρώματα του χώρου αυτού βρέθηκαν ανάμεσα σε πλήθος γιγαντιαίων λίθων, όπως και στον λοιπό χώρο, μυκηναϊκός ψευδόστομος αμφορίσκος και θραύσματα αγγείων ιστορικών χρόνων.

Πλήθος αγγείων μαζί με καμένα ξύλα και τρεις πίθοι, ένας με καταλοιβάδες, βρέθηκαν πεσμένοι από τον άνω όροφο. Τα αγγεία βρέθηκαν στον βόρειο και δυτικό τοίχο, ίσως πεσμένα από ράφια άνω ορόφου.

Στο δάπεδο, στην ΒΔ γωνία είναι έντονα τα λείψανα φωτιάς που μαζί με λιθόκτιστες κατασκευές αποδίδονται είτε σε τροφοπαρασκευαστικές εγκαταστάσεις, λόγω της εύρεσης οστών και τριποδικών χυτρών (εικ. 16) και αγγείων, είτε βιοτεχνικές. Στον χώρο αυτό βρέθηκαν όλες οι κατηγορίες φυτικού υλικού, όπως δίκοκκο σιτάρι, κεχρί, κριθάρι και όσπρια (βίκος, φακή, λαθούρι, μπιζέλι), αλλά και σύκο, σταφύλι, ελιά. Η εικόνα δείχνει επαναλαμβανόμενη επεξεργασία φυτικών προϊόντων. Στον δυτικό τοίχο πάνω σε κατασκευή που έχει σχήμα χαμηλού θρανίου με λίθους, βρέθηκαν μικροαντικείμενα, μολύβδινα, χάλκινα, ασημένια, τα οποία οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για προϊόντα βιοτεχνίας και ίσως έχουν να κάνουν με μεταλλουργικό εργαστήριο στο ισόγειο.

Χώροι 49, 19, 28

Σημαντικότερο μέχρι στιγμής στον ανατολικό τομέα είναι συγκρότημα τριών χώρων (49, 19, 28).

Οι διάδρομοι 16 και 18 οδηγούν στο ισόγειο σε χώρο μακρόστενο, τον Χώρο 49, που βρίσκεται βόρεια του Χώρου 19 και νότια του Χώρου 15 και σχηματίζει Γ στον ισόγειο χώρο. Κατά πληροφορίες από ντόπιους, στο δυτικό σκέλος του χώρου αυτού, και συγκεκριμένα στο ανατολικό τμήμα του τοίχου του Χώρου 17 μέσα σε κόγχη, είχαν βρεθεί από αρχαιοκαπήλους, που είχαν καταστρέψει μεγάλο τμήμα του χώρου την δεκαετία του ’60, δύο μινωικά χάλκινα ειδώλια. Ο χώρος αυτός, που πλαισιώνει μαζί με τον Χώρο 28 τον Χώρο 19 και είναι δυτικά του Χώρου 15, είναι εξαιρετικά σημαντικός, όπως και οι Χώροι 15 και 28. Λείψανα καμένων δοκαριών από ανώτερο στρώμα στηρίζουν πλακόστρωτο δάπεδο και άλλη επίστρωση από πηλόχωμα προέρχεται ίσως από επίστρωση άλλου σημείου του άνω ορόφου. Στο ισόγειο διατηρείται πλακόστρωτο το οποίο όμως σε ορισμένα σημεία έχει υποστεί τόση καταστροφή από φωτιά ώστε οι πλάκες έχουν ασβεστοποιηθεί. Ο άνω όροφος του Χώρου 49, όπως ο γειτονικός Χώρος 15 και ο Χώρος 28, νότια του 19 έδωσε εξαιρετικής σημασίας ευρήματα, όλα πεσμένα στον ισόγειο χώρο. Εκτός από το πλήθος των γνωστών κωνικών κυπέλλων έδωσε πολύτιμα για την ερμηνεία του άλλα ευρήματα, μεταξύ των οποίων τμήμα πήλινου κυλίνδρου φιδιών («snake tube») ασφαλώς αντικειμένου λατρευτικού χαρακτήρα, χάλκινο εγχειρίδιο (εικ. 17), πήλινη σφραγίδα, τμήμα κωνικού ρυτού, περίτεχνη κεφαλή οστέινης περόνης (εικ. 18), θυμιατήριο κ.λπ. Στο κεντρικό τμήμα, μία τριγωνική σχεδόν κατασκευή περιελάμβανε πολλά κύπελλα και οστά που δίνουν την εντύπωση αποθέτη, ο οποίος ίσως ανήκει στην περίοδο μετασκευής του χώρου μετά τον σεισμό, ενώ στην ΒΑ γωνία άνοιγμα από τον διάδρομο 16 αποκάλυψε τοίχο πρωιμότερης φάσης, που τοποθετείται πάντως στην ΜΜ ΙΙΙβ-ΥΜ Ια περίοδο. Πιθανώς ο τοίχος της ίδιας φάσης, ο οποίος καταργήθηκε μετά τον σεισμό, είναι εγκάρσιος με κατεύθυνση από ανατολικά προς δυτικά. Ο τοίχος αυτός του Χώρου 49, που διατηρεί έναν δόμο, έχει κοιλότητα κάτω από την θεμελίωσή του, που ίσως δηλώνει την ύπαρξη αποχέτευσης.

Ο Χώρος 19 πρωτοανασκάφηκε το 1983 (εικ. 2). Είναι ο χώρος που βρίσκεται νότια του Χώρου 49.

Στον σημαντικό αυτόν χώρο είχε γίνει κατά την δεκαετία του 1960 η μεγάλη τομή αρχαιοκαπηλίας που τον είχε διαταράξει ισχυρά. Σωροί από λίθους και μεγάλες πλάκες που περιορίζονται στο ανατολικό τμήμα, δίνουν την εντύπωση πεσμένου κλιμακοστασίου που οδηγούσε στον άνω όροφο. Όπως διαπιστώθηκε, ο Χώρος 19 είναι φωταγωγός με πλακόστρωτο δάπεδο από πλάκες σχιστολίθου και τέσσερις πεσσούς στα άκρα που θα στήριζαν κίονες. Ένα θρανίο αποκαλύφθηκε στην νότια πλευρά του. Πάνω σ’ αυτόν έπεσε πιθανώς η κλίμακα μεγάλου κλιμακοστασίου που διατηρεί πλατύσκαλο μεγάλου μεγέθους. Στο νοτιότερο τμήμα του βρέθηκαν χάντρες από σάρδιο, χλωρίτη και αχάτη (εικ. 19).

Νότια του Χώρου 19 βρίσκεται ο Χώρος 28. Όπως και ο 49 είναι εξαιρετικά σημαντικός χώρος. Στο ισόγειο οι δύο χώροι χωρίζονται από τον εγκάρσιο λεπτό τοίχο δυτικά του Χώρου 19. Ο Χώρος 28 σχηματίζει ένα Γ στο ισόγειο, όπως και ο Χώρος 49. Στην ΝΑ γωνία έχει δύο μεγάλες θύρες από τις οποίες η μία οδηγεί ανατολικά στο ισόγειο του Χώρου 26, η άλλη στον ισόγειο χώρο του διαδρόμου 36, ο οποίος στον άνω όροφο αποτελούσε συνέχεια του διαδρόμου 16, όπως έδειξε τοίχος πεσμένος προς τον χώρο αυτό. Στο δυτικότερο τμήμα υπάρχουν δύο μικροί χώροι (54-55) που επίσης ήταν διώροφοι και ανοίγονται προς τον Χώρο 28. Οι χώροι αυτοί ήταν σαφώς βοηθητικοί. Από τον στενό χώρο 54 ανοίγεται θύρα προς τον Χώρο 38. Ίσως ο στενός αυτός χώρος ήταν θυρωρείο.

Και στον Χώρο 28 βρέθηκαν πλάκες σχιστολίθου από τον όροφο κάτω από παχύ στρώμα πηλοχώματος και καμένα δοκάρια όπως στον Χώρο 49 που δηλώνουν την μετασκευή του κτηρίου μετά την καταστροφή της ΥΜ ΙΑ περιόδου ή και κάποια επισκευή στην ίδια περίοδο εφόσον η κεραμεική δεν διαφοροποιείται. Από τον άνω όροφο βρέθηκαν πεσμένα πολλά αγγεία, τα περισσότερα από τα οποία θα ήταν τοποθετημένα σε πήλινο ερμάριο που διασώθηκε εν μέρει πάνω στον ΝΑ πεσσό τού Χώρου 19. Ακόμη, βρέθηκαν χάντρες από σάρδιο, αχάτη, ένα χάλκινο καρδιόσχημο και ένα χάλκινο φυλλόσχημο περίαπτο, τμήματα ορείας κρυστάλλου, χάλκινες και οστέινες περόνες καθώς και κύπελλα, θραύσματα από χύτρες και ένα τριβείο, λύχνοι, θυμιατήρια (εικ. 20). Τα πολυτιμότερα ευρήματα είναι οι σφραγίδες από στεατίτη που έπεσαν από τον άνω όροφο. Μία σφραγίδα εικονίζει δύο υδρόβια πουλιά (εικ. 21), άλλη λέοντα (εικ. 22), μία, τέλος, αποδίδει σκορπιό (εικ. 23). Ενδιαφέρουσες είναι οι περόνες από οστό και χαλκό. Σημαντικότατα όμως ευρήματα από τον χώρο αυτό είναι δύο εξαιρετικής τέχνης χάλκινα ειδώλια σεβιζόντων – είναι από τα ωραιότερα ειδώλια της μινωικής τέχνης της «εποχής της ακμής» (εικ. 24). Αν τα συνυπολογίσει κανείς με τα χάλκινα ειδώλια πού υφάρπαξαν οι αρχαιοκάπηλοι το 1960 από τον χώρο πού σήμερα ονομάζεται 49, είναι προφανής ο πλούτος των Xώρων 28 και 49. Η ποιότητα που χαρακτηρίζει τα ευρήματά τους δηλώνει πιθανώς την σχέση των δύο χώρων στον άνω όροφο. Χωρίς υπερβολή μπορεί κανείς να χαρακτηρίσει τους χώρους αυτούς ως επισήμους χώρους τελετών, όπως εξάγεται από τον πλούτο των αγγείων, ίσως και ιερό, λόγω του κέρατος καθοσίωσης, τα ρυτά σε κόγχη στον Χώρο 15, αλλά κυρίως λόγω της εύρεσης των χάλκινων ειδωλίων. Τα ευρήματα αυτά, όπως και τα κοσμήματα, αποτελούσαν τα μεν τελετουργικά σκεύη, τα δε αφιερώματα, ενώ τα χρηστικά αγγεία (χύτρες, δίσκοι κ.λπ.) θα χρησίμευαν για την παρασκευή φαγητών και την χρήση σε γεύματα μεγάλου αριθμού ατόμων. Η ποιότητα της κεραμεικής με ωραία φυτικά και άλλα διακοσμητικά θέματα στην επιφάνεια των αγγείων, αν και βρέθηκαν εν πολλοίς θρυμματισμένα, δείχνουν ότι εξυπηρετούσαν ένα εκλεπτυσμένο γούστο, ενώ το πλήθος των κωνικών ή άλλου τύπου κυπέλλων προοριζόταν ως αγγεία πόσης ή τροφής. Σε άλλους χώρους τα κύπελλα θα είχαν ίσως διαφορετική χρήση, όπως κύπελλα για ανάμειξη χρωμάτων, ή θα εξυπηρετούσαν άλλες πρακτικές ανάγκες.

Το μέχρι σήμερα ανεσκαμμένο κτήριο έδωσε πλήθος αριστουργημάτων τέχνης, όπως τα χάλκινα ειδώλια, χάλκινο κύπελλο, εγχειρίδια, περίτεχνες περόνες και περίαπτα από χαλκό και οστό ή ελεφαντόδοντο, κοσμήματα από ημιπολύτιμους λίθους, σφραγίδες, ρυτά σε σχήμα ζώου (χοίρος, κέρας από ρυτό αιγάγρου, κέρας από ταύρο) κύπελλα κοινωνίας με διακόσμηση φυτική, σφραγίδες, οστέινα κοσμήματα, τοιχογραφίες που δείχνουν ότι πρόκειται όχι μόνο για κατοικία εξέχοντος προσώπου αλλά και σπουδαίο ιερό με ειδικά σκεύη. Αρχιτεκτονικά, οι διάδρομοι, τα πλακόστρωτα δωμάτια άνω ορόφων, οι αυλές, ο φωταγωγός, μεγάλο κλιμακοστάσιο και μικρότερα σε διάφορους χώρους (4, 20), θυρωρείο, δεξαμενή καθαρμών στην οποία διατηρήθηκε τμήμα πήλινου αγωγού, κυρίως όμως εργαστήρια, όπως το κεραμεικό εργαστήριο (13), το εργαστήριο οψιδιανού αλλά και οστών (στον Χώρο 15) και ίσως μεταλλουργίας (17). Διατήρησε ακόμη πολύτιμη διακοσμημένη εστία στον Χώρο 50 και ξύλινους κίονες, λείψανα των οποίων βρέθηκαν δίπλα στις βάσεις τους στους χώρους 50, 52 και ακόμη ορθογώνιο βωμό.

Αρχαιοβοτανική και οστεολογική μελέτη

Η ενδελεχής και συστηματική αρχαιοβοτανική έρευνα που έγινε μετά την τεχνική της επίπλευσης απέδειξε ακόμη το είδος των φυτικών κατάλοιπων που βρέθηκαν, έστω και απανθρακωμένα, και είναι: α) δημητριακά: σπόροι σιταριού (Triticum dicoccum), κριθάρι (Hordieum vulgare), κεχρί (Panicum melaeum), φακή (Lens culinaris Med.), λαθούρι (Lathyrus sp.), βίκος (Vicus sp.). Ενδιαφέρον έχει η παρουσία κριθαριού για πρώτη φορά στην Κρήτη, ενώ το σιτάρι είναι γνωστό από την Νεολιθική περίοδο. Το κεχρί επίσης, που έρχεται την 2η χιλιετία από την Κεντρική και την Ανατολική Ευρώπη, είναι ένα «νέο» είδος στην Κρήτη, ενώ έχει βρεθεί στην Κεντρική Ελλάδα. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την προσβασιμότητα των κατοίκων της Ζωμίνθου σε συγκεκριμένη διατροφική πηγή. β) Τα φρούτα αντιπροσωπεύονται από το σύκο (Ficus carica L), το σταφύλι (Vitis vinifera L). Ακόμη, ελιές (Olea europaea) που εντοπίσθηκαν στα δωμάτια 17, 8. Λίγα κατάλοιπα της οικογένειας των Ροδιδών (Rosacae) και άλλων απροσδιόριστων φρούτων ή καρπών. Τέλος, βρέθηκαν λιγότερα βοτανικά ευρήματα της άγριας χλωρίδας που ανήκουν σε διάφορες κατηγορίες. Σημειώθηκαν επίσης είδη με φαρμακευτικές ιδιότητες, όπως Solixsp., Silene sp. Mellilotus, Verbena καί Verbascum. Κανένας από τους χώρους δεν δείχνει μέχρι στιγμής μαζική αποθήκευση. Γενικά, τα είδη των φυτών που σημειώθηκαν στην Ζώμινθο δείχνουν μία ισορροπημένη διατροφική φυτική βάση.

Η οστεολογική μελέτη έδωσε επίσης ενδιαφέρουσες πληροφορίες για τα είδη της πανίδας. Διακρίθηκαν οικόσιτα ζώα, όπως βοοειδή, αίγες, πρόβατο, χοίρος, σκύλος ή άγρια ζώα, όπως αλεπού αλλά και ελαφοειδή και μάλιστα του είδους dama-dama, ενώ βρέθηκαν λιγότερα οστά πτηνών.

Τόσο η αρχαιοβοτανική, όσο και η οστεολογική μελέτη βασίζονται σε μικρό αριθμό δειγμάτων, προσφέρουν όμως κάποια ενδιαφέροντα συμπεράσματα.

Οι πιο πάνω μελέτες δείχνουν ότι οι κάτοικοι της Ζωμίνθου ασχολούνταν περισσότερο με κτηνοτροφικές δραστηριότητες. Οι καλλιέργειες θα ήταν μικρής κλίμακας και είναι πιθανόν τα φυτικά προϊόντα να ήταν αποτέλεσμα δικτύου ανταλλαγών με πεδινές περιοχές.

Ασφαλώς επί τόπου θα γινόταν επεξεργασία του δέρματος, του μαλλιού και ίσως των εργαλείων από οστό, τα οποία θα ήταν ανταλλάξιμα είδη. Είναι τυχαίο ότι δεν βρέθηκαν ακόμη πολλά υφαντικά βάρη σε τόπο παραγωγής μαλλιού κάτι που γνωρίζουμε όμως από το μυκηναϊκό κτήριο στην θέση «Μνήματα». Ίσως η επεξεργασία του μαλλιού και η υφαντική γίνονταν σε άλλους χώρους του κτηρίου που δεν έχουν ακόμη ανασκαφεί. Το ίδιο ισχύει ακόμη για την μη εύρεση πινακίδων, στις οποίες θα κατέγραφαν τα προϊόντα, τις ανταλλαγές και άλλα στοιχεία των δραστηριοτήτων. Ωστόσο, έχει βρεθεί εγχάρακτο σημείο γραφής σε αγγείο που προέρχεται από το κεραμεικό εργαστήριο.

Καταστροφή

Το μινωικό κτήριο καταστράφηκε από σεισμό δύο φορές στα Μινωικά χρόνια και μία στα Ρωμαϊκά.

Ο ειδικός σεισμολόγος που μελέτησε τον τοίχο του ΥΜΙΑ κτηρίου, μεταξύ των Χώρων 14 και 15, απεφάνθη ότι «η εικόνα της καταστροφής της Ζωμίνθου διατηρεί απολιθωμένες παλμικές σεισμικές κινήσεις». Η Ζώμινθος είναι το ζωντανότερο παράδειγμα καταστροφής από σεισμό στην Κρήτη.

Παρ’ όλα αυτά στην Ζώμινθο υπήρξε συνεχής κατοίκηση. Χαρακτηριστικά είναι τα μυκηναϊκά λείψανα που αναφέρονται στην συνέχεια.

Μυκηναϊκός οικισμός στην θέση «Μνήματα»

Στην θέση «Μνήματα» είναι εμφανής η χρονική συνέχεια του οικισμού που υπήρξε στους «Άλωνες», όπου τo σημαντικό μινωικό κτήριο, αν και φαίνεται ότι μεταξύ της ΥΜ ΙΑ και της ΥΜ ΙΙΙ υπήρξε ένα κενό. Δηλαδή απουσιάζει η ΥΜΙβ και η λεγόμενη «Ανακτορική» (ΥΜ ΙΙ) περίοδος. Εγκατάλειψη για κάποιο διάστημα του χώρου; Η ζωή όμως είναι έντονη στην ΥΜ ΙΙΙ περίοδο.

Συγκεκριμένα: Στην θέση «Μνήματα», κάτω από το λεγόμενο «Βενετσιάνικο» τυροκομείο, δίπλα στους Άλωνες (περί τα 100 μ. βορειοανατολικά), έχει εντοπισθεί και ανασκαφεί εν μέρει τμήμα του μυκηναϊκού οικισμού. Στο σημείο αυτό, διαπιστώθηκε εκτεταμένος οικισμός με διώροφα κτίσματα. Στα συγκροτήματα βρέθηκε πλήθος κεραμεικής, όπως τριποδικές χύτρες, λίθινοι τριπτήρες, υφαντικά βάρη και σφονδύλια που δηλώνουν και τις δραστηριότητες των κατοίκων, όπως η υφαντική, αυτονόητη δραστηριότητα σε μία περιοχή όπου το μαλλί των προβάτων αποτελεί ένα προϊόν που αποφέρει πλούτο, όπως δηλώνουν οι πινακίδες της Κνωσού.

Νεκροταφεία

Εκτός όμως από τον οικισμό, στην ευρύτερη περιοχή της Ζωμίνθου έχουν επισημανθεί νεκροταφεία τόσο της Μινωικής, όσο και της Μυκηναϊκής εποχής. Δυστυχώς, το μινωικό νεκροταφείο που βρίσκεται κοντά στον οικισμό πρέπει να συλήθηκε την δεκαετία του ’60 από τους ίδιους που διενήργησαν τις λαθροανασκαφές στο Κεντρικό Κτήριο της Ζωμίνθου. Ενδεικτικός είναι ο σπηλαιώδης τάφος στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας: Στην κορυφή του χαμηλού λόφου «Σπηλιάρι», 500 μ. νότια του Κεντρικού Κτηρίου και στην περιφέρειά του, κοντά στην εκκλησία της Αγίας Μαρίνας, επισημάνθηκε το νεκροταφείο, συγκεκριμένα ένα βραχώδες στέγασμα στο οποίο βρέθηκαν πίθοι, λάρνακες και άλλα μικροαντικείμενα.

Μυκηναϊκό νεκροταφείο στον Κουρουπητό

Στην περιοχή Ζωμίνθου, στην θέση Κουρουπητός ερευνήθηκε σπηλαιώδης τάφος των ΥΜ ΙΙΙΑ2 χρόνων, ο δεύτερος προϊστορικών χρόνων που εντοπίζεται στον Ψηλορείτη. Στον τάφο είχαν ταφεί τρία τουλάχιστον άτομα. Άφθονη ήταν η κεραμεική: Μέρη από τις πλευρές και το κάλυμμα διακοσμημένης σαρκοφάγου, ψευδόστομοι αμφορείς, πρόχοι, άωτα κωνικά κύπελλα, ένα φωλεόσχημο και ένα πιθοειδές αγγείο, πόδια από χύτρα και κύλικα, συρμάτινο ψέλλιο, περόνη, κρίκος δακτυλιδιού και σφονδύλιο από στεατίτη.

Σε λάκκο κάτω από τα πιο πάνω ευρήματα βρέθηκαν χάλκινα αντικείμενα: ένα μαχαίρι, μία λόγχη, τρία χάλκινα αγγεία. Τα αγγεία αυτά είχαν προφανώς τοποθετηθεί κατά την διάρκεια επιτάφιας τελετής πριν από την τοποθέτηση της σαρκοφάγου στην θέση της, εφόσον καλύφθηκαν με μεγάλους λίθους. Ο τάφος αποδίδεται σε Αχαιό πολεμιστή, εξαιρετικό γεγονός για την περιοχή του Ψηλορείτη. Ασφαλώς συνδέεται με τον ανθηρό μυκηναϊκό οικισμό στην θέση «Μνήματα».

Τα σημαντικά μυκηναϊκά ευρήματα στον Κουρουπητό δηλώνουν την σημασία του βουνού και σ’ αυτή την περίοδο.

Ένα ιερό κορυφής που βρίσκεται στον δρόμο του Κρουσώνα, ΒΑ του Κεντρικού Κτηρίου, στην θέση Κεριά, μαζί με άλλα υψώματα που έχουν θεωρηθεί ιερά κορυφής, συμπληρώνει την εικόνα ενός συγκροτημένου οικισμού.

Ο οικισμός της Ζωμίνθου, ο υψηλότερος μέχρι στιγμής μινωικός οικισμός, με την εικόνα, έστω αποσπασματική, που εμφανίζει μέχρι σήμερα, δηλαδή το πολυτελές κτήριο, το μυκηναϊκό συγκρότημα με τους σημαντικούς τάφους, και το ιερό κορυφής δείχνει μία άλλη εικόνα του μινωικού αλλά και του μυκηναϊκού κόσμου στα βουνά, που διαφέρει από την γνωστή εικόνα που έχουμε για την μινωική Κρήτη, δηλαδή της κυριαρχίας των μεγάλων κέντρων που έχουν την έδρα τους στις πεδιάδες και την γνωστή «θαλασσοκρατία». Δείχνει την εξουσία την οποία διατηρούν οι κάτοικοι των βουνών, που τους εξασφάλιζε οικονομική και ίσως κάποια πολιτική ανεξαρτησία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μεγάλα κέντρα, όπως η Κνωσός που διακινούσε μεγάλο μέρος των προϊόντων τους, δεν είχαν τον πρωτεύοντα ρόλο. Ίσως οι κάτοικοι του Κεντρικού Κτηρίου της Ζωμίνθου αποτελούσαν μέλη της δυναστείας που βασίλευε στην Κνωσό και ήλεγχαν την περιοχή του Ιδαίου Άντρου.

Η μεγάλη δύναμη στην οποία στήριζαν οι άρχοντες της Ζωμίνθου το κύρος τους, εκτός από τον φυσικό πλούτο του βουνού, ήταν η γειτνίαση και η διαχείριση του ιερότερου σπηλαίου της Κρήτης, του Ιδαίου Άντρου, με μεγάλη εμβέλεια στον τότε γνωστό κόσμο (Ανατολή και Δύση).

Ασφαλώς η Ζώμινθος αποτελούσε ένα μεγάλο διοικητικό και ίσως θρησκευτικό κέντρο.

 

Έφη Σαπουνά-Σακελλαράκη

Αρχαιολόγος