Ο Αριστοτέλης ονομάζει «ανθό» τον αδένα του μαλακίου που περιέχει τη βαφή της θαλασσινής πορφύρας. Ένδειξη πλούτου, κύρους και ισχύος, ήταν για τους αρχαίους ίσης αξίας με το χρυσάφι. Χιλιάδες κοχύλια όμως χρειάζονταν για να εξαχθούν λιγοστά γραμμάρια της πολύτιμης βαφής. Δημιουργήθηκαν έτσι απομιμήσεις της από φθηνότερα χρωστικά, ζωικής ή φυτικής προέλευσης, με τη βαφική μέθοδο του βρασμού με χρήση προστυμμάτων. Αντίθετα, η πορφύρα, όπως και το ινδικό, είναι βαφές αναγωγής και δεν αναλύονται στο νερό. Χρωστικά υποκατάστατα της πορφύρας ήταν το ριζάρι, η άγχουσα, το φύκι, οι λειχήνες, τα μούρα, το κρεμέζι και η κοχενίλλη.