Τομή που απεικονίζει την κίνηση της υγρασίας και την διείσδυση της υγρασίας από τα φθαρμένα τμήματα του ναού. Η συνεχής μετακίνηση νερού από την τοιχοποιία προς τη ζωγραφική επιφάνεια των τοιχογραφιών και η εξάτμιση του, δημιουργεί φθορά των επιχρισμάτων και των κονιαμάτων με αποτέλεσμα την αποκόλληση του υποστρώματος από το υποστήριγμα και την αποκόλληση της ζωγραφικής επιφάνειας.
Η ανταλλαγή του νερού με το περιβάλλον εξαρτάται κυρίως από τις μικροκλιματικές συνθήκες που καθορίζουν την σχετική υγρασία και την θερμοκρασία που επικρατούν στο μικροκλίμα του ναού αλλά και από την ποιότητα και τα φυσικά χαρακτηριστικά (πορώδες, υγροσκοπικότητα) των υλικών κατασκευής.
Ο μηχανισμός μεταφοράς μέσω των τριχοειδών, έχει ως αποτέλεσμα την εξάπλωση των αλάτων στο εσωτερικό των δομικών υλικών. Όταν υπάρχει θερμική διάφορα μεταξύ εξωτερικού περιβάλλοντος και δομικού υλικού, τα ιόντα των αλάτων μετακινούνται προς τις θερμότερες περιοχές ενώ το νερό μετακινείται προς τις ψυχρότερες.
Η μεταφορά των αλάτων γίνεται με την κίνηση της υγρασίας στο υπόστρωμα της τοιχογραφίας και από ’κει στην περιοχή εξάτμισης όπου κρυσταλλοποιούνται σε αλλεπάλληλα στρώματα αλλοιώνοντας την ζωγραφική επιφάνεια. Ανάλογα με την προέλευση τους, τον βαθμό απορροφητικότητας του κονιάματος και τα υλικά κατασκευής της τοιχογραφίας, εξαρτάται και η έκταση της φθοράς που προκαλούν. Το μνημείο σε αυτές τις περιπτώσεις παρουσιάζει προβλήματα κρυσταλλοποιημένων αλάτων στην ζωγραφική επιφάνεια και στα υποστρώματα και δημιουργείται μια ελαφρώς θολή έως λεύκη ματ ματιέρα . Επίσης τα μεγαλύτερα προβλήματα εισροής της υγρασίας παρατηρούνται στο δυτικό τμήμα και ιδιαίτερα στον γυναικωνίτη.
Θερμουγρομετρική συμπεριφορά του μνημείου.
Οι φθορές λοιπόν δεν προέρχονται μόνο από τις αποκλίσεις της θερμοκρασίας ούτε από τα επίπεδα σχετικής υγρασίας γενικά, αλλά από την διείσδυση του νερού και μάλιστα σε μεγάλες ποσότητες. Η γενική αυτή εικόνα είναι αποτέλεσμα μιας κατασκευής που από την αποπεράτωση της ακόμα είχε μόνιμα πρόβλημα με τη διείσδυση της υγρασίας και παρ’ όλες τις μετέπειτα επεμβάσεις (επικεράμωση ) και την μόνωση εξωτερικά (ασφαλτόπανο), διότι οι επισκευές αυτές περιορίστηκαν από τον τρούλο και ανατολικά, ενώ τα προβλήματα εισροής που παρατηρούνται κυρίως στα κεντροδυτικά και ειδικά στον δυτικό τοίχο ( η συνεχής εισροή υδάτων έστω και σε μικρή ποσότητα είναι μόνιμη ) συνεχίζονται. Τα καμπαναριά συλλέγουν μεγάλες ποσότητες υδάτων και λόγο των δομικών αστοχιών, διοχετεύονται στις σκάλες και έως τον δυτικό τοίχο και από εκεί στον υπόλοιπο ναό. Κατά τους μήνες του χειμώνα όπου οι βροχοπτώσεις ήταν συχνές ο δυτικός τοίχος ήταν κορεσμένος.
Άλλη μια σημαντική πηγή εισερχόμενης υγρασίας προς το εσωτερικό είναι οι φθορές των παραθύρων. Τα παράθυρα αποτελούνται από δυο ή τρία συνενωμένα φύλλα μαρμάρων. Το υλικό που είχε χρησιμοποιηθεί για την συμπλήρωση των αρμών μεταξύ των φύλλων έχει φθαρεί και ειδικά στα παράθυρα των κωδωνοστασίων αλλά και του βορίου κλίτους του γυναικωνίτη έχει χαθεί. Επίσης στα παράθυρα του γυναικωνίτη αλλά και των καμπαναριών παρατηρούνται απώλειες χρωματιστών γυαλιών, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει τρύπες διαμέτρου περί των δεκαπέντε εκατοστών στα παράθυρα , με ότι αυτό επιφέρει σε μέρες υψηλής υγρασίας. Ο τρίτος τρόπος όπου εισέρχεται υγρασία, είναι από τη φθαρμένη κεραμοσκεπή. Από την δυτική πλευρά του τρούλου, έως τα καμπαναριά, παρατηρούνται αρκετά φθαρμένα, σπασμένα και αποκολλημένα κεραμίδια.
Ο μόνος παράγοντας που κρατά ελεγχόμενη ως ένα βαθμό την κατάσταση της εκκλησιάς, είναι ότι επειδή ο ναός χρησιμοποιείται καθημερινά και θερμαίνεται και αερίζεται μόνιμα, στεγνώνει η εισερχόμενη υγρασία, κυρίως του ισογείου. Με τον καιρό και αφού δεν αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της εισερχομένης υγρασίας, πολλαπλασιάζονται τα σημεία όπου παρατηρούνται οι εξανθήσεις αλάτων, καταρρεύσεις (εσωτερικά μόνο) του υποστρώματος, διαχωρισμός των στρωμάτων αλλά και ολικές απώλειες τμημάτων.
Στερεοποίηση αλάτων.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι οι περισσότερες μεταβολές δεν γίνονται κατά την διάρκεια της προσρόφησης νερού, αλλά κατά την διάρκεια της διαδικασίας εξάτμισης.
Η υγρασία λόγω διαφοράς πίεσης από έξω προς τα μέσα καθώς και λόγω της διαφοράς θερμοκρασίας, ψάχνει διόδους όπου και τελικά εξατμίζεται. Τα άλατα ανάλογα με τις περιβαλλοντικές συνθήκες ( κυρίως θερμοκρασίας ) του χώρου αλλά και ανάλογα με το είδος τους σχηματίζουν κρυσταλλικά πλέγματα μέσα στο πορώδες των υλικών.
Ο επαναλαμβανόμενος κύκλος εισχώρησης – εξάτμισης, βοηθά στην προσθετική συσσώρευση αλάτων, τα οποία με την κρυσταλοποίησή τους, ασκούν μηχανικές πιέσεις στους πόρους, με αποτέλεσμα την μείωση της μηχανικής αντοχής του υλικού έως το σημείο της αποσάθρωσης του.
Η κόλλα που έχει χρησιμοποιηθεί, ο ίδιος ο μουσαμάς αλλά και το λιπαρό συνδετικό των χρωμάτων, σταματά την κίνηση της υγρασίας πίσω από το ύφασμα και την εξαναγκάζει να κινηθεί περιμετρικά του, με αποτέλεσμα, Το φαινόμενο της κρισταλοποίησης των αλάτων να παρατηρείται έντονα γύρω από τις υφασμάτινες παραστάσεις.