Στη σημερινή εποχή δεν υπάρχει ο παραδοσιακός τρόπος κατασκευής των παπουτσιών.
Ο τσαγκάρης είναι από τα παλιότερα επαγγέλματα, που όμως πια με την παλιά του διάσταση έχει από χρόνια περάσει στο μουσειακό χώρο,(όπως και τόσα άλλα) και όσοι έμειναν, συνεχίζουν να εργάζονται διαφορετικά..
Παλιά, το τσαγκάρικο ήταν ένας χώρος που μέσα περιείχε τον πάγκο του τσαγκάρη και πάνω σε αυτόν τα σύνεργά του. Καθισμένος πάνω σε μια ψάθινη καρέκλα κοντά στον πάγκο, φορώντας τη χαρακτηριστική δερμάτινη ποδιά του, σκυμμένος από το πρωί έως το βράδυ και με κάποιο εργαλείο στο χέρι του. Καλαπόδια, τρίποδο σίδερο και μονοσίδερο, σφυριά και τανάλιες μικρές και μεγάλες, φαλτσέτες, λίμες και ακόνι, μαστέλα και μηχανή ραψίματος, ήταν ένα μέρος από τα εργαλεία του τσαγκάρικου. Επίσης, σπάγκοι κερωμένοι, τρυπητήρια, καρφιά πολλών ειδών και μια ατμόσφαιρα που μύριζε ψαρόκολλα βενζινόκολλα, απαραίτητες για τα κολλήματα. Στις πόλεις υπήρχαν και μεγάλα τσαγκάρικα, που μέσα σε αυτά δούλευαν πολλοί τσαγκάρηδες.
Η κατασκευή των παπουτσιών ήταν αποκλειστικά χειροποίητη. Τα παπούτσια ήταν ραφτά και καρφωτά. Ο τσαγκάρης αγόραζε το δέρμα από διάφορα καταστήματα των Αθηνών ή και της Πάτρας. Τα δέρματα ήταν δυο ειδών, τα ψιλά, τα λεγόμενα φόντια που με αυτά έκαναν το πάνω μέρος του παπουτσιού και τα χοντρά δέρματα που έφτιαχναν τις σόλες, δηλαδή το κάτω μέρος.
Σε πολλά μέρη υπήρχαν και οι περιπλανώμενοι τσαγκάρηδες, που εφοδιασμένοι με τα εργαλεία τους σε ένα βαλιτσάκι και κρατώντας ένα μικρό πάγκο, σταματούσαν εκεί που τους έδιναν δουλειά, συνήθως για επιδιόρθωση των παπουτσιών.
Επειδή τα παλιά χρόνια υπήρχαν χωματόδρομοι, οι τσαγκάρηδες για να μη χαλούν τα παπούτσια έβαζαν μικρά πεταλάκια με καρφιά σε ορισμένα μέρη τους, στη μύτη και στο τακούνι, για να προφυλάσσονται από τα κτυπήματα. Πολλές φορές μάλιστα, οι τσαγκάρηδες έφτιαχναν παπούτσια λαστιχένια με υλικό από παλιές ρόδες αυτοκινήτων.